Της Πέπης Γρηγοριάδου
[email protected]
Η καταρχήν επενδυτική συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και Κίνας φαίνεται αρχικά να ευνοεί την Ε.Ε. καθώς βασικός στόχος της είναι η εξισορρόπηση της εμπορικής και επενδυτικής σχέσης μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας και καθώς η Κίνα έχει ελεύθερη πρόσβαση, τα οφέλη αφορούν στην Ευρώπη. Εξάλλου η Κομισιόν ανέφερε ότι όλοι οι ευαίσθητοι τομείς προστατεύονται στη συμφωνία. Εκεί είναι που εγείρονται ερωτήματα για το τι πραγματικά κερδίζει η Κίνα. Στο σκηνικό εμφανίζονται και οι ΗΠΑ με την στρατηγική που θα ακολουθήσει ο νέος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, τόσο απέναντι στην Κίνα όσο και απέναντι στην Ε.Ε. Η Κίνα αποτελεί για την Ε.Ε. εταίρο στο εμπόριο και τις επενδύσεις αλλά αντίπαλο σε θέματα αρχών. Πόσο όμως αυτά μπορούν να συγκεραστούν σε μία ενιαία πολιτική απέναντι στον κινεζικό δράκο. Το εμπορικό ισοζύγιο των κορυφαίων οικονομιών, ο εμπορικός πόλεμος με τους δασμούς, οι επταετείς αργές διαπραγματεύσεις που κατέληξαν σε μία γρήγορη συμφωνία, η προεδρία Μπάιντεν και η δυσαρέσκεια στους κόλπους της Ε.Ε. διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η επενδυτική συμφωνία Ε.Ε. Κίνας.
Τι προβλέπεται
Η Κομισιόν διακηρύσσει ότι η συμφωνία είναι επιτυχία για την Ευρώπη, καθώς επιτρέπει σε ευρωπαϊκές εταιρείες να δραστηριοποιούνται σε διάφορους κλάδους της κινεζικής οικονομίας χωρίς να χρειάζονται σύσταση κοινοπραξιών με κινεζικές, κάτι που είχαν επικρίνει και οι ΗΠΑ, ούτε να υπάρχει πλαφόν σε ξένα κεφάλαια.
Εταιρείες της Ε.Ε. θα μπορούν να έχουν παρουσία στον τομέα των ηλεκτροκίνητων αυτοκινητοβιομηχανιών, τα ιδιωτικά νοσοκομεία, τη ναυτιλία, τη διαφήμιση, το real estate, υπηρεσίες cloud και τις αεροπορικές μεταφορές. Βάσει της συμφωνίας, το Πεκίνο θα λειτουργεί με μεγαλύτερη διαφάνεια στο θέμα κρατικών επιδοτήσεων και δεν θα έχει διακριτική μεταχείριση απέναντι σε ξένους επενδυτές. Στο πλαίσιο της συμφωνίας υπάρχουν δεσμεύσεις για το περιβάλλον και το κλίμα, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής εφαρμογής της Συμφωνίας του Παρισιού, και για τα εργασιακά πρότυπα.
Το χρονολόγιο των διαπραγματεύσεων
Ας δούμε συνοπτικά τους βασικούς σταθμούς των «αθόρυβων» διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη συμφωνία, όπως καταγράφονται από το Reuters.
- Τον Νοέμβριο του 2013, οι δύο πλευρές ανακοίνωσαν την έναρξη διαπραγματεύσεων για μία διμερή επενδυτική συνθήκη στη 16η συνάντηση ηγετών Κίνας-ΕΕ στο Πεκίνο.
- Τον Ιανουάριο του 2014, πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο ο πρώτος γύρος διαπραγματεύσεων.
- Από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 4 Δεκεμβρίου 2015, πραγματοποιήθηκε ο όγδοος γύρος διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες. Οι δύο πλευρές πέτυχαν σημαντική πρόοδο στο πεδίο εφαρμογής διάφορων θεμάτων και προχώρησαν σε ρυθμίσεις για τη σύνταξη ενός κοινού εγγράφου.
- Τον Ιούλιο του 2017, η Κίνα και η ΕΕ πραγματοποίησαν τον 14ο γύρο διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες με συζητήσεις σε βάθος για θέματα όπως η διαφάνεια, οι εσωτερικοί κανόνες και ειδικές διαδικασίες. Οι δύο πλευρές σημείωσαν θετική πρόοδο σε ορισμένα θέματα.
- Κατά τη διάρκεια της 20ης συνάντησης ηγετών Κίνας-ΕΕ τον Ιούλιο του 2018, οι δύο πλευρές αντάλλαξαν προσφορές πρόσβασης στο πλαίσιο των συνομιλιών για την επενδυτική συμφωνία και αποφάσισαν από κοινού να θέσουν τις διαπραγματεύσεις ως ύψιστη προτεραιότητα, αλλά και να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν ένα ανοιχτό, διαφανές, δίκαιο και προβλέψιμο επιχειρηματικό περιβάλλον για τους επενδυτές.
- Τον Απρίλιο του 2019, πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες η 21η συνάντηση ηγετών Κίνας-ΕΕ. Οι δύο πλευρές εξέδωσαν μετά τη συνάντηση κοινή ανακοίνωση, όπου δεσμεύονταν το 2019 οι διαπραγματεύσεις να σημειώσουν αξιοσημείωτη πρόοδο σε τέτοιο βαθμό που να επιτρέπει την ολοκλήρωσή τους, ιδίως όσον αφορά τη δέσμευση απελευθέρωσης των επενδύσεων, ώστε να επιτευχθεί επενδυτική συμφωνία το 2020.
- Τον Ιούνιο του 2020, κατά τη διάρκεια της 22ης συνάντησης ηγετών Κίνας-ΕΕ που πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης – εξαιτίας του κορωνοϊού, οι δύο πλευρές επανέλαβαν τη δέσμευσή τους να καταλήξουν σε συμφωνία για την επενδυτική συνθήκη εντός του έτους.
- Τον Σεπτέμβριο του 2020, ηγέτες από την Κίνα, τη Γερμανία και την ΕΕ πραγματοποίησαν τηλε-διάσκεψη, αναγνωρίζοντας τη σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε στις διαπραγματεύσεις και επιβεβαιώνοντας την πολιτική τους αποφασιστικότητα να ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις εντός του 2020. Η συνάντηση αποτέλεσε επίσης πυξίδα για το επόμενο στάδιο των διαπραγματεύσεων, δείχνοντας εμπιστοσύνη και στέλνοντας θετικό μήνυμα.
- Τον Δεκέμβριο του 2020, στη λήξη της γερμανικής προεδρίας, υπογράφηκε η καταρχήν επενδυτική συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και Κίνας.
Η συνέχεια έως την υπογραφή αφορά στην επικύρωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κάτι που αναμένεται να διαρκέσει αρκετούς μήνες.
Το εμπόριο μεταξύ Ε.Ε. – Κίνας και ΗΠΑ
Για να γίνει πιο κατανοητό τι μπορεί να σημαίνει αυτή η συμφωνία παραθέτουμε στοιχεία από το εμπόριο των τριών μεγαλύτερων οικονομιών τα προηγούμενα χρόνια.
Η ΕΕ-27, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα αντιπροσώπευαν το 42% των παγκόσμιων εμπορευματικών συναλλαγών το 2018. Το 2019 ο κύριος εταίρος της ΕΕ-27 ως προς τις εξαγωγές ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ως προς τις εισαγωγές η Κίνα, σύμφωνα με την Eurostat.
Το 2018, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν το υψηλότερο έλλειμμα, γεγονός το οποίο είναι επίσης εμφανές καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Σε ό,τι αφορά τις παγκόσμιες εισαγωγές, το 2018 οι ΗΠΑ είχαν μεγαλύτερο μερίδιο (15,8%) τόσο από την ΕΕ-27 (13,7%) όσο και από την Κίνα (13,0%).
Σύμφωνα με το Observatory of Economic Complexity το 2018 η Γερμανία αποτελούσε με διαφορά τον κυριότερο εξαγωγέα της Ε.Ε. στην Κίνα με ποσοστό 6,79% και αμέσως μετά ακολουθούσε η Γαλλία με 1,52%, ενώ το ποσοστό των ΗΠΑ ήταν 7,37%. Αντίστοιχα στις εξαγωγές της Κίνας οι ΗΠΑ είχαν 19,3% και η Γερμανία 3,75%.
Ο Τραμπ προσπάθησε να μειώσει το έλλειμμα στο ισοζύγιο επιβάλλοντας δασμούς σε κινεζικά και ευρωπαϊκά προϊόντα, κίνηση που είχε ως απάντηση αντίποινα με δασμούς και από τις άλλες πλευρές, φέρνοντας ΗΠΑ και Κίνα αντιμέτωπες σε έναν εμπορικό πόλεμο.
Τον Οκτώβριο του 2019 το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε στα 66,5 δισ. δολ. με τις εισαγωγές στα χαμηλά διετίας, σύμφωνα με το Census Bureau για να εκτιναχθεί τον Νοέμβριο του 2020 στα 84,82 δισ. δολ. που αποτελεί ρεκόρ 65 ετών.
Τον ίδιο μήνα ο Τραμπ επικύρωσε προεδρικό διάταγμα που τίθεται σε ισχύ στις 11 Ιανουαρίου και απαγορεύει στους Αμερικανούς να επενδύουν σε εταιρείες σχετίζονται ή ελέγχονται από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Πεκίνου. Έτσι μέχρι οι Αμερικανοί θα πρέπει μέχρι τον Νοέμβριο να φύγουν από κάθε επένδυση σε περίπου 35 κινεζικές εταιρείες.
Εν μέσω της τετραετούς θητείας του, ο κ. Τραμπ έθεσε στο στόχαστρο μια σειρά τεχνολογικών κολοσσών της Κίνας, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευάστριας δικτύων 5G, Huawei, της εφαρμογής για την ανταλλαγή μηνυμάτων TikTok και της κατασκευάστριας μικροεπεξεργαστών SMIC, με βασική κατηγορία ότι μοιράζονται πληροφορίες με το Πεκίνο.
Το υπουργείο Εμπορίου της Κίνας δημοσίευσε, σήμερα 9 Ιανουαρίου, νέους κανόνες για την αντιμετώπιση «αδικαιολόγητων» νόμων και περιορισμών που επιβάλλονται από ξένες χώρες σε κινεζικές εταιρείες και πολίτες, στο πλαίσιο της επιδείνωσης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον και τη διαγραφή κινεζικών εταιρειών από το NYSE.
Όταν ένας πολίτης ή άλλος οργανισμός «υφίσταται σημαντικές απώλειες» από τη μη συμμόρφωση με την ξένη νομοθεσία, «οι αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες ενδέχεται να παρέχουν την απαραίτητη υποστήριξη», αναφέρει η ανακοίνωση, ενώ η κινεζική κυβέρνηση μπορεί επίσης να προχωρήσει σε αντίμετρα ως απάντηση.
Στο μεταξύ, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2018 το εμπορικό έλλειμμα της Ε.Ε. έναντι της Κίνας ήταν 185 δισ. ευρώ. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν εδώ και χρόνια στραμμένα τα βλέμματα στην τεράστια κινεζική αγορά, αλλά μέχρι πρόσφατα το Πεκίνο κρατά σχεδόν κλειστές τις πόρτες. Τον Οκτώβριο του 2020 Ε.Ε. και Κίνα «αντάλλαξαν» επιβολή δασμών στους τομείς αλουμινίου και καουτσούκ αντίστοιχα.
Η Γερμανία κάλεσε την Ε.Ε. εν μέσω πανδημίας -η οποία μείωσε την αξία των μετοχών πολλών εταιρειών- να προχωρήσει σε 12μηνη απαγόρευση εξαγορών ευρωπαϊκών εταιρειών από Κινέζους επενδυτές.
Οι κινεζικοί κολοσσοί
Και όλα τα παραπάνω με φόντο τη δυναμική τόσο της κινεζικής οικονομίας (βιομηχανία, ΑΕΠ) που αναρρώνει πολύ ταχύτερα από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού όσο και από το μέγεθος και τον αριθμό εταιρειών που διεκδικούν την κορυφή του παγκόσμιου επιχειρείν. Για τη γιγάντωση των κινεζικών εταιρειών στο παγκόσμιο επιχειρηματικό σκηνικό μιλούν τα στοιχεία τόσο του Forbes όσο κα του Fortune 500.
Το Forbes για να κατατάξει τις μεγαλύτερες εταιρείες επιστρατεύει έναν σύνθετο δείκτη που λαμβάνει υπόψη έσοδα, κέρδη, περιουσιακά στοιχεία και κεφαλαιοποίηση. Βάσει λοιπόν του Forbes στην πρώτη πεντάδα το 2020 βρίσκονται τρεις κινεζικές εταιρείες και δύο αμερικανικές: ICBC (Κίνα), China Construction Bank (Κίνα), JPMorgan Chase (ΗΠΑ), Berkshire Hathaway (ΗΠΑ) και Agricultural Bank of China (Κίνα). Η τελευταία μοιράζεται την πέμπτη θέση με τον κολοσσό πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, τη Saudi Arabian Oil Company (Saudi Aramco).
Αλλά και στη λίστα του Fortune 500 με βάση τα έσοδα στο παγκόσμιο τοπ 5 φιγουράρουν τρεις κινεζικές και μόλις μία αμερικανική και μία ευρωπαϊκή: Walmart (ΗΠΑ), State Grid (Κίνα), Sinopec (Κίνα), China Natural Petroleum (Κίνα), Royal Dutch Shell (Ολλανδία).
Οι στόχοι της προεδρίας Μπάιντεν
Παρατηρώντας τους αριθμούς είναι ίσως εύκολο να εκτιμηθεί ότι η Κίνα είναι η ανερχόμενη παγκόσμια οικονομική δύναμη που επιδιώκει να εκθρονίσει τις ΗΠΑ. Κατά άλλους μάλιστα το 2060 αυτό θα είναι γεγονός.
Η προεδρία του Μπάιντεν -που αρχίζει σε λίγες ημέρες – χαρακτηρίζεται από έναν αγώνα μεταξύ των προσπαθειών της Ουάσιγκτον να διαμορφώσει έναν ευρύτερο, ισχυρό συνασπισμό εναντίον της Κίνας και των προσπαθειών του Πεκίνου να τον διασπάσει.
Η επενδυτική συμφωνία Ε.Ε. – Κίνας θα μπορούσε να ειδωθεί μέσα από αυτό το πρίσμα. Κατά το Bloomberg, αυτή η συμφωνία είναι οικονομικά απογοητευτική. Προσφέρει σε μέτριο επίπεδο μεγαλύτερες επενδυτικές ευκαιρίες για τις ευρωπαϊκές εταιρείες στην Κίνα, αν και ορισμένοι εμπειρογνώμονες είναι αρκετά σκεπτικοί.
Το πιο σημαντικό, είναι ότι η συμφωνία θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα βήμα στο πλαίσιο της προσπάθειας της Κίνας να διασπάσει έναν παγκόσμιο συνασπισμό που θέλει να δημιουργήσει ο Τζο Μπάιντεν.
Ο Μπάιντεν δεν κρύβει ότι αυτός είναι ο στόχος του. «Σε οποιοδήποτε ζήτημα αφορά στη σχέση ΗΠΑ-Κίνας», δήλωσε τον Δεκέμβριο, «είμαστε ισχυρότεροι και πιο αποτελεσματικοί όταν συνεργαζόμαστε με έθνη που μοιράζονται το όραμά μας για το μέλλον του κόσμου».
Ο Μπάιντεν μίλησε προεκλογικά για την ανάγκη εξωστρέφειας των ΗΠΑ με επανατοποθέτηση του brand της φιλελεύθερης χώρας, μετά την τετραετία του εμπορικού προστατευτισμού, όμως τα επεισόδια στο Καπιτώλιο -που καταδεικνύουν τη βαθιά διχασμένη Αμερική, πιθανότατα θα φρενάρουν τα σχέδια Μπάιντεν καθώς αναμένεται να ακολουθήσει μία περίοδος εσωστρέφειας στο πλαίσιο επούλωσης των πληγών.
Εδώ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι τον Δεκέμβριο υπογράφηκε και η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία στον κόσμο μεταξύ 15 χωρών της Ασίας και του Ειρηνικού, η RCEP, χωρίς τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Η RCEP θα αντιπροσωπεύει το 30% της παγκόσμιας οικονομίας, το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού και θα αφορά 2,2 δισ. καταναλωτές. Η RCEP μπορεί να ενισχύσει τη θέση της Κίνας ως οικονομικού εταίρου με τη Νοτιοανατολική Ασία, την Ιαπωνία και την Κορέα, θέτοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο σε καλύτερη θέση για να διαμορφώσει τους εμπορικούς κανόνες της περιοχής.
Γκρίνια στους κόλπους της Ε.Ε.
Η καταρχήν συμφωνία δεν έγινε πανηγυρικά αποδεκτή από όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. Η ισχυρή πίεση της Γερμανίδας καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ για τη σύναψη της συμφωνίας Ε.Ε.-Κίνας τις τελευταίες ημέρες του έτους άφησε μια κακή γεύση μεταξύ μιας ομάδας «μικρότερων» χωρών της Ε.Ε. που δήλωσαν ότι αισθάνονται πως αγνοούνται. Επίσης διατυπώνουν αμφιβολίες κατά πόσο η Ε.Ε. μπορεί να ασκήσει επιρροή στην Κίνα πάνω στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κάτι που υπογραμμίστηκε κυρίως από το Βέλγιο και την Ολλανδία.
Αξιωματούχοι από την Ιταλία, την Πολωνία, το Βέλγιο, την Ισπανία και το κόμμα των Πρασίνων επέκριναν τον τρόπο με τον οποίο η Γερμανία προώθησε την επενδυτική συμφωνία με την Κίνα τις τελευταίες ημέρες της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε., παρά τις προειδοποιήσεις τους για την καταναγκαστική εργασία και την έλλειψη ανεξάρτητων εργατικών συνδικάτων στην Κίνα, ενώ ταυτόχρονα διακινδύνευε να αποξενώσει τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, σύμφωνα με το Politico.
Οι αξιωματούχοι δήλωσαν ότι αισθάνθηκαν να «καπελώνονται» από τη Μέρκελ και τον «γερμανικό μηχανισμό» μέσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ιδίως από την πρόεδρο της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λέιν και τη διευθύντρια του εμπορικού τμήματος Σαμπίν Γουέιαντ, οι οποίες είναι και οι δύο Γερμανίδες.
Ωστόσο, οι επικριτές ανησυχούν επιπλέον ότι η συμφωνία ήταν πολιτική νίκη του προέδρου της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ και ήρθε ακριβώς όταν η κυβέρνησή του παρενέβη στο Χονγκ Κονγκ, και μειονότητες στο Σινγιάνγκ καθώς και δημοσιογράφοι ανέφεραν την προέλευση της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η Ιταλία ήταν επίσης δυσαρεστημένη καθώς μόνο ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν κλήθηκε να συμμετάσχει στην τηλεδιάσκεψη με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ μαζί με τη Μέρκελ, η οποία εκπροσώπησε την προεδρία της ΕΕ, ενώ άλλοι ηγέτες της Ε.Ε. δεν ήταν παρόντες.
Αρκετοί αναρωτιούνται κατά πόσο τελικά τα οικονομικά οφέλη θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν «εκπτώσεις» σε αρχές όπως η καταναγκαστική εργασία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μένει να δούμε πώς και πόσο θα υλοποιηθεί η διμερής συμφωνία -όταν πάρει σάρκα και οστά- και ποια θα είναι η θέση του Μπάιντεν απέναντι στα νέα δεδομένα.