Υπό διαπραγμάτευση είναι το αποκαλούμενο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο 2021-2027, το οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζει τις δαπάνες για κονδύλια που αφορούν άμεσα την Ελλάδα, όπως η αγροτική πολιτική, τα διαρθρωτικά ταμεία, το πρόγραμμα «Εράσμους» ή άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Παρά τις εκκλήσεις για υπευθυνότητα και αλληλεγγύη, τα 28 κράτη-μέλη (ή τουλάχιστον τα 27, μετά την αποχώρηση της Μ.Βρετανίας) δεν κατέληξαν σε οριστική συμφωνία πριν τις Ευρωεκλογές, αν και ο αρμόδιος Επίτροπος Γκύντερ Έτινγκερ είχε υποβάλει αναλυτικές προτάσεις από πέρσι. Έτσι, το φλέγον ζήτημα παραπέμπεται στην επόμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Στη γραφειοκρατική ορολογία των Βρυξελλών ο βασικός διαχωρισμός γίνεται ανάμεσα στους «καθαρούς συνεισφέροντες» στον κοινοτικό προϋπολογισμό (που πληρώνουν περισσότερα χρήματα από όσα εισπράττουν μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων) και στους «καθαρούς αποδέκτες» (που εισπράττουν περισσότερα από όσα πληρώνουν).
Σε γενικές γραμμές, «συνεισφέροντες» είναι ο Βορράς και η Δύση της Ευρώπης, ενώ ο Νότος και η Ανατολή είναι «αποδέκτες». Εξαίρεση αποτελεί η Ιταλία, μία νότια χώρα που είναι και «συνεισφέρων». Η Ελλάδα ήταν πάντα «αποδέκτης». Αυτή την ορολογία θα τη βρίσκουμε πάντα μπροστά μας όταν συζητάμε τα οικονομικά της ΕΕ.
Χάσμα Βορρά-Νότου;
Πολλοί αναλυτές βλέπουν ένα μόνιμο χάσμα Βορρά-Νότου με αφορμή τις αντιπαραθέσεις για τον προϋπολογισμό. Ο Γιάννης Εμμανουηλίδης, επικεφαλής του European Policy Center στις Βρυξέλλες, επισημαίνει ωστόσο ότι «έχουμε συγκρούσεις ανάμεσα σε Βόρειους και Νότιους, αλλά έχουμε επίσης διαφορές ή διαχωριστικές γραμμές εντός των κρατών-μελών.
Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να μην υπεραπλουστεύουμε τα πράγματα». Από την πλευρά του ο Επίτροπος Έτινγκερ, παρουσιάζοντας τις προτάσεις του για το δημοσιονομικό πλαίσιο στην ΕΕ, επισήμανε ότι «υπάρχουν χώρες που θεωρούν ότι οι συνολικές δαπάνες είναι υπερβολικές, ενώ άλλες χώρες αρνούνται περικοπές στις αγροτικές δαπάνες».
Η κατάρτιση του προϋπολογισμού αποτελεί άσκηση υψηλής δυσκολίας, γιατί η ΕΕ αποκτά νέες αρμοδιότητες, όπως η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων, χωρίς όμως να έχει εξασφαλίσει και πρόσθετη χρηματοδότηση. Επιπλέον, η αποχώρηση της Μ.Βρετανίας αφήνει χρηματοδοτικό κενό ύψους 10 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, το οποίο ο Επίτροπος Έτινγκερ μόνο κατά το ήμισυ θέλει να καλύψει από περικοπές.
Τα υπόλοιπα καλούνται να πληρώσουν οι «συνεισφέροντες». Πρόκειται για τις εξής χώρες: Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Σουηδία, Φινλανδία, Δανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ιρλανδία. Πάντως ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε έχει ξεκαθαρίσει ότι απορρίπτει οποιαδήποτε αύξηση στη δική του συνεισφορά, ενώ στην ίδια γραμμή κινείται πλέον και ο καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς.
Δύσκολος ο συμβιβασμός
Από την άλλη πλευρά οι «καθαροί αποδέκτες» όπως η Ελλάδα, η Ουγγαρία και η Πολωνία όχι μόνο δεν δέχονται περικοπές, αλλά ζητούν περισσότερα χρήματα και «περισσότερη αλληλεγγύη», ιδιαίτερα μετά την τελευταία οικονομική κρίση. Αλλά φαίνεται ότι η κρίση προκαλεί και νέους τριγμούς.
Ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας ξεκαθαρίζει ότι «στο μέλλον οικονομική στήριξη σε χώρες με υπερβολικά χρέη θα δίνεται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι ομολογιούχοι των χωρών αυτών θα δεχτούν μία αναδιάρθρωση χρέους, ώστε να συμμετέχουν και εκείνοι στη διάσωση. Θα ήταν άδικο να ζητήσουμε από τους φορολογούμενους σε άλλα κράτη-μέλη να πληρώσουν τον λογαριασμό…».
Τί γίνεται όμως στην Ιταλία, μία χώρα που έχει υπερβολικό δημόσιο χρέος, αλλά είναι και «συνεισφέρων» στην ΕΕ; Το συγκυβερνών λαϊκιστικό κόμμα «Πέντε Αστέρια» υποστηρίζει ότι είναι υπερβολικό να πληρώνει η Ιταλία στον κοινοτικό προϋπολογισμό δύο δισεκατομμύρια περισσότερα από όσα λαμβάνει και την ίδια στιγμή τα υπόλοιπα κράτη-μέλη να μην χρηματοδοτούν το χρέος της.
Σε τελική ανάλυση, επισημαίνει ο αναλυτής Γιάννης Εμμανουηλίδης, «τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο δύσκολη η εξεύρεση κοινού παρονομαστή, η ενότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές». Από την πλευρά του ο Κάρελ Λενό, διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Σπουδών εκτιμά ότι «σε μερικές περιπτώσεις οι εθνολαϊκιστές γίνονται ελκυστικοί όταν αυξάνεται το χάσμα πλούσιων και φτωχών. Το βλέπουμε σίγουρα στην Ιταλία. Το βλέπουμε στην Ελλάδα, στην Κύπρο, λιγότερο στην Ισπανία».