Από την έντυπη έκδοση
Των Νίκου Μπέλλου και Γιάννη Καμπουράκη
Μονόδρομο χαρακτηρίζουν στις Βρυξέλλες την ανάγκη μετακίνησης του ΔΝΤ και του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε «από τις ακραίες θέσεις τους» σε σχέση με το ελληνικό ζήτημα, ώστε να καταστεί δυνατή η λήψη συνολικής απόφασης στην προσεχή συνεδρίαση του Εurogroup στις 15 Ιουνίου.
Την επισήμανση αυτή έκαναν χθες κοινοτικές πηγές με αφορμή τις διαρροές με τα πρακτικά της συζήτησης στο Εurogroup, που δείχνουν ότι το ΔΝΤ εμφανίστηκε με υπερβολικές προβλέψεις για την ανάπτυξη στην Ελλάδα και πολύ απαιτητικό σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2022. Από την πλευρά του, ο κ. Σόιμπλε δεν επέδειξε καμία ευελιξία σε σχέση με τις διευκρινίσεις που ζητούσε ο διεθνής οργανισμός για το χρέος.
Ωστόσο, οι προσδοκίες της Κομισιόν φαίνεται να σκοντάφτουν στη σκληρή στάση που τήρησε στη θυελλώδη συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας ο κ. Σόιμπλε, όπως προέκυψε από τα πρακτικά της συνεδρίασης, από τα οποία προκύπτει πως εάν δεν αλλάξει η στάση του Βερολίνου είναι εξαιρετικά δύσκολη η συμφωνία.
Ειδικότερα, από τα έγγραφα που διέρρευσαν προκύπτει σαφέστατα ότι αρκετοί υπουργοί βρήκαν υπερβολικά απαισιόδοξες τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ και του εκπροσώπου του στη συνεδρίαση Πολ Τόμσεν σε σχέση με την ανάπτυξη τα επόμενα 40 χρόνια, όπου προβλέπει ότι ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα είναι 1%. Με το ποσοστό αυτό δεν συμφωνεί ούτε η Κομισιόν ούτε οι υπουργοί που έλαβαν τον λόγο στη διάρκεια της συνεδρίασης.
Αξιωματούχος της Ευρωζώνης με εμπλοκή στη διαπραγμάτευση είχε δηλώσει για το θέμα την περασμένη βδομάδα ότι κανένας δεν μπορεί να κάνει σοβαρή πρόβλεψη ανάπτυξης για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και για μια χώρα, όπως η Ελλάδα.
Από το θέμα αυτό, αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2022, όπου το ΔΝΤ ζητούσε να καθοριστούν στη ζώνη του 1,5% του ΑΕΠ ετησίως, ξεκίνησαν και οι δυσκολίες με την έναρξη της συνεδρίασης.
Από την άλλη, όμως, στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι και ο κ. Σόιμπλε τράβηξε το σχοινί θεωρώντας ότι οποιαδήποτε διευκρίνιση δοθεί για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους ξεφεύγει από την απόφαση του Εurogroup της 25ης Μαΐου 2016, και πως ο ίδιος δεν έχει εντολή από το γερμανικό κοινοβούλιο να ξεφύγει από αυτήν την απόφαση.
Υπερβολική είναι αυτή η άποψη του Γερμανού υπουργού, δεδομένου ότι η απόφαση του Μαΐου 2016 μιλάει σαφώς για επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του ΕΤΧΣ (δεύτερη διάσωση) ύψους 131,9 δισ. ευρώ. Συνεπώς το να δοθεί ένας χρονικός προσδιορισμός στην επιμήκυνση, 15-20 χρόνια για παράδειγμα, δεν ξεφεύγει από την απόφαση εκείνη, γιατί δεν υπήρχε κάποια άλλη δέσμευση ως προς τη διάρκεια της επιμήκυνσης που θα άλλαζε τώρα.
Απλώς, η συμπεριφορά αυτή του κ. Σόιμπλε έχει να κάνει περισσότερο με την εσωτερική πολιτική κατάσταση στη Γερμανία εν όψει εκλογών και την κόντρα του για το ελληνικό χρέος με τους συνεταίρους στην κυβέρνηση σοσιαλδημοκράτες του SPD.
Όσον αφορά την πρόταση που έγινε στη διάρκεια της συνεδρίασης στον κ. Τσακαλώτο να αποδεχθεί λύση χωρίς έκθεση του ΔΝΤ, που θα χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο, στις Βρυξέλλες υπογραμμίζουν ότι θα ήταν ό,τι χειρότερο για την Ελλάδα. Άλλωστε και ο ίδιος ο Γερούν Ντέισελμπλουμ που την παρουσίασε μετά από μαραθώνιες συζητήσεις, αναγνώρισε όπως προκύπτει από τα πρακτικά ότι θα άφηνε σοβαρές αμφιβολίες στις αγορές γιατί δεν θα είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του ΔΝΤ. Αρνητική ήταν η στάση και του Γάλλου υπουργού Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ, που διαπίστωσε ότι θα διαιωνίσει το πρόβλημα και σε κάθε περίπτωση δεν θα έδινε την καθαρή λύση που του ζήτησε για την Ελλάδα ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Μια μεσοβέζικη λύση, η οποία θα περιλαμβάνει την εκταμίευση της δόσης και θα παραπέμπει το χρέος στις καλένδες, δηλαδή μετά τη λήξη του προγράμματος, δεν την υποστηρίζει ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν και θεσμικά δεν έχει ενεργό συμμετοχή στη συζήτηση για το χρέος.
Στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι ακόμη κι αν αυτή η ενδιάμεση λύση οδηγούσε σε ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ, πάλι θα είναι κακή για την ελληνική οικονομία. Κι αυτό γιατί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που θα δώσει μια ανάσα στις τράπεζες μπορεί να καταργηθεί στο τέλος του έτους, ενώ οι αγορές ρίχνουν το βάρος στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, η οποία θα αποκαθιστούσε την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία.
Είναι σαφές ότι υπάρχουν περιθώρια εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης για την Ελλάδα στην επόμενη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, υπό την προϋπόθεση ότι το ΔΝΤ και το Βερολίνο θα «στρογγυλέψουν» τις θέσεις τους για να βρουν κοινό τόπο, χωρίς νικητές και ηττημένους, τονίζουν στις Βρυξέλλες, ενώ θεωρούν βέβαιο ότι τις επόμενες μέρες θα ενταθούν οι διεργασίες προς αυτήν την κατεύθυνση.
Β. Σόιμπλε: «Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις»
Στο πρώτο μέρος της συνεδρίασης του Eurogroup, ενώ είχαν παρουσιαστεί τα σενάρια για τη διευθέτηση του χρέους και ασκούνταν πιέσεις για βαθύτερες παρεμβάσεις σ’ αυτό, ο κ. Σόιμπλε παρενέβη, σύμφωνα με τα πρακτικά που αποκάλυψε το Euro2day, λέγοντας τα ακόλουθα: «Δεν μπορώ να διαπραγματευτώ μια καινούργια εντολή, άρα η βάση μας πρέπει να είναι αυτή (η συμφωνία του Μαΐου 2016). Δεν βάλαμε βέτο στο ΔΝΤ, ούτε εμείς ούτε η Ολλανδία. Να υπενθυμίσω ότι έχουμε ήδη εγκρίνει δύο προγράμματα από το Ταμείο».
Στην παρέμβαση του εκπροσώπου του ΔΝΤ, Πολ Τόμσεν, ότι το Ταμείο δεν πρόκειται θεωρήσει το χρέος βιώσιμο, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ απάντησε: «Δεν είναι αποδεκτό ότι ο ένας συμβιβασμός (2016) οδηγεί σε έναν άλλο. Δεν έχω εξουσιοδότηση. Εάν είναι αυτός ο δρόμος, τότε καλή τύχη! Δεν θα βρούμε λύση».
Κατόπιν η συνεδρίαση διακόπηκε για διαβουλεύσεις, με τον επικεφαλής του Eurogroup Γ. Ντέισελμπλουμ να έχει ξεχωριστές επαφές με ΔΝΤ, Γερμανία, Γαλλία και Ελλάδα. Επίσης ο κ. Τσακαλώτος επικοινώνησε με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο και ενημέρωσε για το σχέδιο-πρόταση.
O Ευκλείδης Τσακαλώτος
Με την επανάληψη της συνεδρίασης, ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ ενημερώνει πως τις προτάσεις δεν τις απορρίπτει η Ελλάδα. «Έχουμε κάνει τεράστιες προσπάθειες, αυτό το έγγραφο έχει αρκετά στοιχεία που μπορούν να δουλέψουν για την Ελλάδα, όμως εάν ένας από τους θεσμούς πει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, τότε δεν υπάρχει η ξεκάθαρη λύση που θέλουν οι αγορές» είπε ο κ. Τσακαλώτος, που πρόσθεσε ότι δεσμεύεται προσωπικά να τελειώσει τα prior actions και ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για το χρέος.
«Εάν υπέγραφα αυτό τώρα, θα δημιουργούσα τεράστια πολιτική κρίση στην Ελλάδα και εάν γίνει αυτό, χρειάζομαι περισσότερο χρόνο για να σκεφτώ», είπε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Κατόπιν, ο κ. Ντέισελμπλουμ, επιχείρησε να ολοκληρώσει τη συνεδρίαση, λέγοντας πως θα κάνει τα πάντα για να κλείσει το θέμα μέχρι το επόμενο Eurogroup.
Τότε ακολουθεί νέα σκληρή παρέμβαση του Β. Σόιμπλε: «Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Αυτό ήταν μια τεράστια αποτυχία» είπε και επέκρινε όσους μίλησαν νωρίτερα στα ΜΜΕ και καλλιέργησαν προσδοκίες.
«Δεν είμαι πολύ αισιόδοξος ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν και θα βρούμε καλύτερη λύση από τη σημερινή. Να μάθετε το μάθημά σας, ότι πρέπει να παραμένουμε σε αυτά που έχουμε συμφωνήσει και να μην προσπαθούμε να αλλάξουμε τη ρητορική με δημόσιες δηλώσεις. Είμαι πραγματικά απογοητευμένος, γιατί μερικοί από μας μετακινήθηκαν περισσότερο από την εντολή για να βρούμε λύση και τώρα αποτύχαμε. Λυπάμαι», είπε ο κ. Σόιμπλε.
Το Μέγαρο Μαξίμου
Με επίθεση κατά του ελληνικού Τύπου και δηλώσεις βεβαιότητας για επίτευξη συμφωνίας στις 15 Ιουνίου στο Eurogroup, αντέδρασε η κυβέρνηση στο κλίμα αμφισβήτησης και ανησυχίας που προκάλεσε η μη συμφωνία στο Eurogroup της 22ας Μαΐου και οι πληροφορίες για το τι συζητήθηκε μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. «H κατάσταση με τα ΜΜΕ στη χώρα μας δεν είναι σοβαρή, είναι όμως κρίσιμη» γράφει το non paper του Μαξίμου, κάνοντας λόγο για αντικυβερνητική προπαγάνδα και παρασκευή ψευδών ειδήσεων από ελληνικά ΜΜΕ, που δεν κατονομάζει.
Στο non paper υποστηρίζεται ότι «φτιάχτηκε η είδηση ότι η Ελλάδα απομονώθηκε στο Eurogroup και ότι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δέχτηκε σφοδρή κριτική από συναδέλφους», ενώ η κατά το Μαξίμου αλήθεια είναι ότι «κατά τη συνεδρίαση ευρωπαϊκοί θεσμοί αλλά και μια σειρά από κράτη μέλη της Ε.Ε. έπαιρναν με σαφήνεια τη θέση της Ελλάδας». «Απομονωμένος ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε» γράφουν οι συνεργάτες του πρωθυπουργού υποστηρίζοντας ότι κατασκευάστηκε η είδηση ότι ο κ. Τσίπρας έκανε πίσω στο ζήτημα του χρέους, «τη στιγμή που έχει κάνει ξεκάθαρο σε όλους τους τόνους ότι η Ελλάδα διεκδικεί μια καθαρή λύση και μια συνολική συμφωνία με τους δανειστές».
«Προφανώς τα διεθνή media παρουσιάζοντας τη θέση αυτή δεν βλέπουν καλά και πρέπει μάλλον να πάρουν μαθήματα δημοσιογραφίας από το ελληνικό μιντιακό κατεστημένο» λέει το Μαξίμου στο non paper που κυκλοφόρησε, αγνοώντας επιδεικτικά πλήθος πληροφοριών που δημοσιεύτηκαν τόσο στον διεθνή όσο και στον ελληνικό Τύπο για την προηγούμενη συνεδρίαση του Eurogroup, που όχι μόνο δεν διαψεύστηκαν -όπως φαίνεται και από τη χθεσινή αποκάλυψη των πρακτικών της συνεδρίασης- αλλά επιβεβαιώθηκαν πλήρως.
«Στις 15 Ιουνίου θα υπάρξει μία συμφωνία η οποία θα καλύπτει το σύνολο των εμπλεκόμενων πλευρών και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πάμε σε μία κατάσταση κρίσης, καμία περίπτωση να χρειαστεί να καταφύγουμε σε πολιτικές λύσεις άλλου τύπου» δήλωσε παράλληλα ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, στην προσπάθεια της κυβέρνησης να προλάβει το κλίμα ανησυχίας που τείνει να δημιουργηθεί εν όψει της 15ης Ιουνίου. «Ο στόχος στον οποίο δουλεύουμε όλοι είναι να υπάρξουν δοκιμαστικές έξοδοι στις αγορές, έτσι ώστε να προετοιμαστούμε διότι από τον Αύγουστο του 2018 θα πρέπει να αναχρηματοδοτούμε το χρέος μας από τις αγορές χρήματος» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλώντας στο Star και πρόσθεσε: «Νομίζετε ότι η Ευρώπη θέλει να πάρει στις πλάτες της άλλο ένα πρόγραμμα διάσωσης; Θεωρείτε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει το πολιτικό κεφάλαιο στην Ευρώπη για να οδηγηθούμε σε μια νέα αποτυχία του ελληνικού προγράμματος; Σας λέω λοιπόν ότι κανένας δεν δουλεύει προς αυτή την κατεύθυνση».
Ο κ. Τζανακόπουλος επιτέθηκε εναντίον της Ν.Δ. χαρακτηρίζοντας υποκριτική τη στάση της για το χρέος, ενώ σε ερώτηση αν προτίθεται η κυβέρνηση να ζητήσει συνάντηση με τους πολιτικούς αρχηγούς για να χαραχθεί μια εθνική γραμμή για το ζήτημα του χρέους ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε ότι δεν έχει νόημα κάτι τέτοιο, καθώς, όπως είπε, «η διεθνής συζήτηση για το χρέος έχει προ πολλού ξεπεράσει, στο επίπεδο και στο βάθος της, τη συζήτηση που γίνεται στην εγχώρια πολιτική και στα μίντια».