Από την έντυπη έκδοση
Στον Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
«Όταν θέτουμε τις προσδοκίες πολύ ψηλά, είναι λογικό ότι χρειάζεται να τις ευθυγραμμίζουμε σε αυτό που πολιτικά και τεχνικά είναι εφικτό», τονίζει με νόημα σε συνέντευξη στη «Ν» ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις, υπογραμμίζοντας ότι το πλαίσιο της συζήτησης για το ελληνικό χρέος δεν είναι άλλο από τη δήλωση του Eurogroup τον Μάιο το 2016.
Η Ελλάδα πλέον υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις, διαμηνύει ο Ευρωπαίος αξιωματούχος, συμπληρώνοντας πάντως ότι απομένουν ακόμη ορισμένα προαπαιτούμενα, «εφαρμόζονται την ώρα που μιλάμε», προτού οι θεσμοί υποβάλλουν την τελική έκθεση συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.
Ο ίδιος διαπιστώνει πρόοδο στη συζήτηση για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς «η απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να παραμείνει για 5 χρόνια, έως το 2022, αντί για 10 χρόνια που προβλέπονταν αρχικά». «Παραμένουμε στο Plan A» δηλώνει ο κ. Ντομπρόβσκις, ερωτηθείς για την περίπτωση που το ΔΝΤ δεν πειστεί να συμμετάσχει ξανά με χρήματα στο πρόγραμμα, καθώς θεωρεί εφικτή την ευόδωση των διαβουλεύσεων στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.
Ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν προσεγγίζει μόνο θετικά την υπεραπόδοση στο πρωτογενές πλεόνασμα το 2016, παρά τις υφεσιακές της επιπτώσεις, σημειώνοντας εκ του αποτελέσματος ότι οι προβλέψεις της Κομισιόν αποδείχθηκαν πιο ακριβείς από εκείνες του ΔΝΤ. Αναγνωρίζει πάντως ότι υπήρξαν και κάποια «μια κι έξω αποτελέσματα» που συνέβαλαν στο πλεόνασμα του προηγούμενου έτους, «όπως η εμπροσθοβαρής εφαρμογή ορισμένων φορολογικών μέτρων».
Παράλληλα, επισημαίνει ότι η καθυστέρηση της αξιολόγησης έχει αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά την ελληνική οικονομία, εξού και η προς τα κάτω αναθεώρηση των προβλέψεων για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2017. Ο ίδιος αποφεύγει να χαρακτηρίσει νέο ή συμπληρωματικό πρόγραμμα τα επιπλέον μέτρα με έτη αναφοράς το 2019 και το 2020· «Ήταν αναγκαία για να διασφαλιστούν όλοι οι εταίροι του προγράμματος ότι οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν και μετά το πρόγραμμα».
Αναφερόμενος στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, μίλησε για ελλείψεις και καθυστερήσεις στην εφαρμογή μετά τη νομοθέτηση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη η Ελλάδα να αναλάβει την ιδιοκτησία των ασκούμενων πολιτικών. «Στο τέλος της ημέρας είναι οι ελληνικές αρχές που θα πρέπει να κάνουν την καλύτερη χρήση της βοήθειας που λαμβάνουν και να προχωρούν γρήγορα με την υλοποίηση». Για την Κομισιόν, στόχος του προγράμματος παραμένει η επιστροφή της Ελλάδας «στα χρόνια που έρχονται».
Η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει πλέον από την πλευρά της ό,τι χρειάζεται για την επίτευξη συμφωνίας; Ή υπάρχουν ακόμη εκκρεμότητες; Ποιες είναι αυτές;
«Nαι, υπάρχει σαφής δέσμευση από την ελληνική κυβέρνηση να επιτύχει στη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος και να κάνει τη χώρα να σταθεί ξανά στα πόδια της. Στο δημοσιονομικό σκέλος, η Ελλάδα υπεραπέδωσε το προηγούμενο έτος και είναι καλά τοποθετημένη για να επιτύχει τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων αυτό και το επόμενο έτος. Μεσολάβησε παράλληλα ένα πολύ περιεκτικό, βαθύ και συχνά δύσκολο πακέτο μεταρρυθμίσεων. Δεν υποτιμούμε το πολιτικό κεφάλαιο που επενδύεται σε αυτό και το κουράγιο που απαιτείται. Τώρα, πράγματι, με την Ελλάδα να υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις, είναι σημαντικό να φτάσουμε σε μια συμφωνία γρήγορα και να κινηθούμε μπροστά με την εκταμίευση της επόμενης δόσης».
Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η λύση στην οποία μπορούν να συμφωνήσουν, ιδίως, το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας και το ΔΝΤ, αναφορικά με τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις στο ελληνικό χρέος και τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια;
«Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι ένας από τους πιστωτές της Ελλάδας, αυτοί είναι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης. Έγκειται σε αυτά να αποφασίσουν τι μπορεί να γίνει ως προς τα μέτρα για το χρέος. Ο ρόλος μας, τον οποίο αναλαμβάνουμε ενεργά, είναι να διευκολύνουμε αυτήν τη συζήτηση.
Έχοντας πει αυτό, υπάρχει ευρεία συνειδητοποίηση ότι χρειαζόμαστε μια γρήγορη κατάληξη, καθώς η καθυστέρηση της αξιολόγησης έχει αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά την ελληνική οικονομία. Είναι καίριο να συμφωνήσουμε σε ένα αξιόπιστο πακέτο για τη βιωσιμότητα του χρέους και στη διαδρομή για τα πρωτογενή πλεονάσματα, προκειμένου να καταστήσουμε ικανή την Ελλάδα να επανέλθει στις αγορές και να βγει επιτυχώς από το πρόγραμμα το 2018.
Όσον αφορά τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα, σημειώνεται πρόοδος. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Eurogroup μετά την τελευταία συνεδρίαση, η απαίτηση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θα πρέπει να παραμείνει για 5 χρόνια, έως το 2022, αντί για 10 χρόνια που προβλέπονταν αρχικά».
Η διαφωνία για το χρέος, μέχρι στιγμής, είναι αποκλειστικά μεταξύ Ευρωζώνης και ΔΝΤ ή εγείρει και η ελληνική πλευρά ζητήματα που καθιστούν ακόμη πιο σύνθετη τη διαδικασία;
«Η δουλειά συνεχίζεται, εντός του πλαισίου που έθεσε η δήλωση του Eurogroup τον Μάιο το 2016. Ελπίζω για το αποτέλεσμα και τη δυνατότητα μιας συμφωνίας μέσα στις επόμενες λίγες εβδομάδες. Μερικές φορές έχει να κάνει με τη διαχείριση των προσδοκιών – όταν θέτουμε τις προσδοκίες πολύ ψηλά, είναι λογικό ότι χρειάζεται να τις ευθυγραμμίζουμε σε αυτό που πολιτικά και τεχνικά είναι εφικτό».
Γιατί έχει καθυστερήσει τόσο πολύ η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και πώς αυτό έχει επηρεάσει τις οικονομικές προβλέψεις της Κομισιόν για την Ελλάδα;
«Η καθυστέρηση έχει πράγματι επηρεάσει τις αναπτυξιακές προοπτικές. Τον Φεβρουάριο προβλέψαμε ότι η Ελλάδα θα αναπτυσσόταν κατά 2,7% το 2017. Τώρα, στην εαρινή πρόβλεψη, αναθεωρήσαμε αυτήν την αναπτυξιακή προβολή προς τα κάτω, στο 2,1%. Είναι καίριο να καταλήξουμε γρήγορα με τη δεύτερη αξιολόγηση, ώστε να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη και να υποστηρίξουμε την ανάκαμψη. Κατά τη διάρκεια των τριών διαδοχικών προγραμμάτων στήριξης, η Ελλάδα έχει ενδυναμώσει τα οικονομικά της θεμέλια και τα θετικά αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων ήδη έχουν αρχίσει να επιδρούν».
Ποια είναι η τελική προθεσμία για μια συνολική συμφωνία;
«Ιδανικά, το επόμενο Eurogroup. Αυτός είναι ο στόχος μας. Η δουλειά συνεχίζεται σε δύο μέτωπα. Πρώτον, στα 140 προαπαιτούμενα, όπου η ελληνική κυβέρνηση έχει εκπληρώσει τη συντριπτική πλειοψηφία. Τα υπόλοιπα εφαρμόζονται αυτήν τη στιγμή που συζητάμε. Από τη στιγμή που αυτό θα γίνει, οι θεσμοί θα είναι σε θέση να υποβάλουν την τελική έκθεση συμμόρφωσης. Δεύτερον, η δουλειά θα συνεχιστεί στα θέματα του χρέους».
Ποιο είναι το plan Β για την εκταμίευση της δόσης στην Ελλάδα, στην περίπτωση που το ΔΝΤ δεν πειστεί να συμμετάσχει σε αυτήν τη φάση με χρηματοδότηση στο πρόγραμμα;
«Υπάρχει μια προκαταρκτική συμφωνία με όλους τους θεσμούς στο πακέτο πολιτικών. Η Ελλάδα υιοθέτησε ένα σημαντικό πακέτο μέτρων και προχωρά με τα προαπαιτούμενα που απομένουν καθώς συζητάμε. Η Ελλάδα παραδίδει. Το Eurogroup καλωσόρισε το ισχυρό πακέτο πολιτικών και διεξήγαγε συζητήσεις σε βάθος όσον αφορά το θέμα του χρέους. Αυτό είναι ένα σύνθετο ζήτημα που απαιτεί συμφωνία σε πολλές παραμέτρους. Η δουλειά τώρα συνεχίζεται με στόχο να φτάσουμε σε μια οριστική κατάληξη στο επόμενο Eurogroup, στις 15 Ιουνίου. Στην Κομισιόν πιστεύουμε ότι αυτό είναι εφικτό. Συνεπώς, παραμένουμε στο Plan A».
Η ελληνική Βουλή με τις ψήφους της κυβερνητικής πλειοψηφίας ενέκρινε οικονομικά μέτρα ύψους 2% του ΑΕΠ, τα οποία θα εφαρμοστούν μετά τη λήξη του προγράμματος, δηλαδή μετά το 2018. Εφόσον τα μέτρα αυτά αφορούν το τρέχον πρόγραμμα, γιατί δεν εφαρμόζονται στο πλαίσιο του τρέχοντος προγράμματος; Ή πρόκειται για ένα νέο, συμπληρωματικό πρόγραμμα;
«Αυτά τα μέτρα είναι μέρος του συμφωνημένου πακέτου πολιτικών. Ήταν αναγκαία για να διασφαλιστούν όλοι οι εταίροι του προγράμματος ότι οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν και μετά το πρόγραμμα. Ωστόσο, υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτύσσεται σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών, παράλληλα θα ενεργοποιηθούν επεκτατικά μέτρα. Σε αυτήν την περίπτωση, το πακέτο πολιτικών θα ήταν ουδέτερο, εξισορροπώντας το υφιστάμενο σετ πολιτικών με έναν τρόπο που ενισχύει την ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία».
Κύριε Ντομπρόβσκις, το 2016 η Ελλάδα πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 8 φορές υψηλότερο από τον στόχο. Το γεγονός αυτό ενισχύει μεν την αξιοπιστία του ελληνικού κράτους, ωστόσο στερεί σημαντικούς πόρους από την οικονομία, η οποία κουβαλά στις πλάτες της σχεδόν 7 χρόνια ύφεσης. Μήπως υπήρξε ανακριβής σχεδιασμός των μέτρων και υπερβολική φορολόγηση της πραγματικής οικονομίας;
«Πράγματι, είδαμε μια μεγάλη υπεραπόδοση. Δείχνει ότι οι προβλέψεις μας δεν είναι υπεραισιόδοξες και ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ βρίσκονταν στην απαισιόδοξη πλευρά. Αυτό παρέχει ένα έξτρα επιχείρημα ώστε να πειστεί το ΔΝΤ ως προς τις μελλοντικές εξελίξεις. Είναι διάφοροι παράγοντες πίσω από αυτήν την υπεραπόδοση. Πρώτον, η ανάπτυξη ήταν ισχυρότερη απ’ ό,τι προβλεπόταν. Δεύτερον, οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις που θεσπίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια δουλεύουν και φέρνουν αποτελέσματα. Τέλος, υπήρξαν επίσης κάποια μια κι έξω αποτελέσματα που συνέβαλαν στα πρωτογενή πλεονάσματα, όπως η εμπροσθοβαρής εφαρμογή ορισμένων φορολογικών μέτρων.
Συνεπώς, υπάρχει ένα μόνιμο και ένα προσωρινό μέρος σε αυτήν την υπεραπόδοση, αλλά συνολικά είναι ένα θετικό επιχείρημα πίσω από το ιστορικό της εφαρμογής στην Ελλάδα».
Η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει περισσότερο να προέρχεται από την αύξηση των φόρων ή τη μείωση των δαπανών; Στην Ελλάδα βέβαια ένα μεγάλο μέρος των κρατικών δαπανών καταλήγει στην παροχή συντάξεων, αν και πολλές από αυτές είναι πρόωρες συντάξεις. Όμως, εργοδότες και εργαζόμενοι είναι έτσι αντιμέτωποι με αυξανόμενα φορολογικά βάρη που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη. Τι πιστεύετε;
«Γι’ αυτόν τον λόγο υπήρξε μια συνεκτική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και επίσης εισήχθη ένα κατάλληλο κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία – το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που ξεκίνησε στην αρχή του 2017. Αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν δίκιο και η Ελλάδα παραμείνει σε τροχιά επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, τα μέτρα ενίσχυσης της ανάπτυξης για την περίοδο μετά το πρόγραμμα προβλέπουν μειώσεις φόρων εισοδήματος για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, όπως και του φόρου ακινήτων, εξισορροπώντας το πακέτο στο τέλος της ημέρας. Η κοινωνική προστασία θα είναι επίσης ενισχυμένη μέσω της αύξησης στοχευμένων κοινωνικών παροχών για ευρύτερες κοινωνικές ομάδες (στεγαστικά επιδόματα, παιδικά επιδόματα, σχολικά γεύματα, νηπιαγωγείο/προσχολική εκπαίδευση, μείωση συμμετοχών υγείας)».
Η χώρα εξακολουθεί να καταλαμβάνει ιδιαίτερα χαμηλή θέση στις κατατάξεις ανταγωνιστικότητας και το επίπεδο των εξαγωγών, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν ενθουσιάζει. Πώς εξελίσσεται η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα;
«Η αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων είναι πάντοτε ο αδύναμος κρίκος όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες. Δεν αρκεί η νομοθέτηση. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται εγκαίρως και αποτελεσματικά. Μιλώντας συγκεκριμένα για την Ελλάδα, η έλλειψη εφαρμογής ή η καθυστέρηση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων κρατούν πίσω την ανάκαμψη.
Γι’ αυτό το τρέχον πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας περιλαμβάνει ενισχυμένο το στοιχείο της τεχνικής υποστήριξης. Και αυτή η υποστήριξη παρέχεται ουσιαστικά σε όλους τους τομείς των μεταρρυθμίσεων που έχουν αναληφθεί. Φυσικά, στο τέλος της ημέρας, είναι οι ελληνικές αρχές που θα πρέπει να κάνουν την καλύτερη χρήση της βοήθειας που λαμβάνουν και να προχωρούν γρήγορα με την εφαρμογή».
Αν οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση παρουσίαζε στους θεσμούς ένα γενναίο πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με κεντρικό στοιχείο τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, θα συναινούσαν οι θεσμοί σε μια μεγαλύτερη ευελιξία ως προς τους δημοσιονομικούς στόχους; Ή τα προσεγγίζουν ως δύο ανεξάρτητα πεδία;
«Πράγματι, το να διευκολύνεις την επιχειρηματικότητα, το να καταστήσεις τη χώρα πιο ελκυστική για τους επενδυτές, το να αντιμετωπίσεις τα εμπόδια για τις επενδύσεις, το να μειώσεις το ρυθμιστικό βάρος για τις επιχειρήσεις είναι μία από τις βασικές μεταρρυθμιστικές κατευθύνσεις που συνιστούμε όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Είμαι αισιόδοξος ότι, όπως διάφορες άλλες χώρες στην Ευρώπη, η Ελλάδα μπορεί να “γυρίσει” την οικονομία της. Η Ιρλανδία το έκανε, οι βαλτικές χώρες επίσης, η Ισπανία, η Πορτογαλία – μπορεί να το κάνει και η Ελλάδα. Έχετε υποστεί μια από τις βαθύτερες οικονομικές κρίσεις, η οποία έχει επιφέρει τεράστιες προκλήσεις και ρήγμα στην εμπιστοσύνη όχι μόνο για τους επενδυτές, αλλά και για τους Έλληνες πολίτες.
Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντική η διασφάλιση ενός φιλικού επενδυτικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση κεφαλαίων, για τη διαμόρφωση των συνθηκών μέσα στις οποίες θα ανθήσει η καινοτομία, θα αναπτυχθούν οι επιχειρήσεις και θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Αυτά τα στοιχεία είναι καίρια για την ευρεία δέσμη των μέτρων πολιτικής υπό το πρόγραμμα του ESM και θα έπρεπε να εφαρμόζονται από τις αρχές με πλήρη ιδιοκτησία.
Σε ό,τι αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους, αναθεωρούνται -όπως ήδη επισήμανα- προς μια βραχύτερη διάρκεια».
Θα επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018 ή θα χρειαστεί ένα νέο πρόγραμμα;
«Αυτό είναι το νόημα του τρέχοντος προγράμματος. Η Ελλάδα καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες για να εκτελέσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώστε να εκσυγχρονίσει την οικονομία της και τη δημόσια διοίκηση και να διασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα. Και αυτές οι προσπάθειες αποδίδουν, όπως είδαμε το 2016. Είμαστε αισιόδοξοι ότι αυτές θα βοηθήσουν τη χώρα να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των αγορών στα χρόνια που έρχονται».