Για να κλείσει η διαπραγμάτευση, εμείς πρέπει να γίνουμε πιο παραγωγικοί και πιο ανταγωνιστικοί και οι δανειστές, να αποδεχθούν ότι η μνημονιακή λογική απέτυχε και πρέπει να μπει στο περιθώριο, τόνισε από το βήμα του ΣΕΒ ο Γ. Βαρουφάκης, κάνοντας λόγο για μεγάλη, μακρά, επίπονη διαπραγμάτευση που πλησιάζει σε μία έντιμη συμφωνία, της οποίας τα στοιχεία περιέγραψε.
Αναφερόμενος στα δημοσιονομικά και το μεσοπρόθεσμο πλάνο για την περίοδο 2015-2019, ο κ. Βαρουφάκης επεσήμανε ότι στόχος των δανειστών αλλά και της κυβέρνησης είναι η εγγύηση πως το ελληνικό Δημόσιο δεν θα χρειαστεί ξανά δανεικά για να καλύπτει τις πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες του.
Ο υπουργός Οικονομικών εκτίμησε ότι το υπάρχον πρόγραμμα δεν δύναται να καταστήσει το κράτος ξανά αξιόχρεο σε εύλογο χρονικό διάστημα και συμπλήρωσε ότι αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με ένταση το μεσοπρόθεσμο της χώρας.
Παράλληλα, σημείωσε ότι το σημείο εκκίνησης του υπάρχοντος προγράμματος είναι ένας αυθαίρετος στόχος για το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2019, καθώς ορίζεται ο στόχος στο 139%.
Συνεχίζοντας, ο υπουργός αναφέρθηκε στους τόκους που πρέπει να καταβάλει το κράτος από σήμερα έως τότε, με βάση την υπάρχουσα συμφωνία, προσθέτοντας πως οι τόκοι αυτοί ανέρχονται για την τετραετία, στο 25,1% του ετήσιου εθνικού εισοδήματος το οποίο εκτιμάται ότι θα έχει η χώρα το 2019.
Επιπλέον, υπογράμμισε ότι για να μειωθεί το ως ποσοστό του ΑΕΠ από το 180% που είναι σήμερα στο 139% το 2019, δηλαδή κατά 41% του ΑΕΠ του 2019, απαιτείται να επιτευχθεί συσσωρευτική μεγέθυνση του ΑΕΠ, την περίοδο 2015-2019, 27,3% σε σχέση με το σημερινό ΑΕΠ, καθώς και συσσωρευτικό πρωτογενές πλεόνασμα, την ίδια περίοδο, περίπου 20%, χαρακτηρίζοντας ασύμβατους τους στόχους μεταξύ τους.
Σε ό,τι αφορά τις προτάσεις της κυβέρνησης, ο κ. Βαρουφάκης στάθηκε στην ανάγκη ύπαρξης πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα που να συνάδουν με τον ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος, εκτίμησε ο υπουργός, μπορεί να δημιουργήσει την μακροδυναμική που απαιτείται ώστε να εξέλθει η κοινωνική μας οικονομία από το τέλμα, να αρχίσει για πρώτη φορά να αυξάνεται το ονομαστικό ΑΕΠ, και να αρχίσει να υποχωρεί πραγματικά το χρέος ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ.
«Ο αντίλογος εδώ είναι ότι με χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα δεν επιτυγχάνεται το ποσοστό χρέους που οι δανειστές κρίνουν ως το μέγιστο για να βγούμε στις αγορές. Ο αντίλογός μας στον αντίλογο αυτόν είναι απλός: Αν δεν εισακουστεί η πρότασή μας για χαμηλότερα πλεονάσματα, τότε το ποσοστό χρέους θα αυξηθεί όπως αυξανόταν τα τελευταία χρόνια καθώς οι στόχοι της οικονομικής μεγέθυνσης θα βουλιάξουν και πάλι στο τέλμα της ύφεσης», συμπλήρωσε ο κ. Βαρουφάκης.
Αναφερόμενος στον στόχο εξόδου στις αγορές, ο υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι θα επιτευχθεί μέσα από την μεγιστοποίηση των ρυθμών ανάπτυξης που θα φέρουν τα χαμηλότερα πλεονάσματα και βεβαίως την ορθολογικότερη διάρθρωση του χρέους.
Μιλώντας για τους λόγους που δεν κλείνει γρήγορα μία συμφωνία, τόνισε ότι πρέπει οι δύο πλευρές, η δική μας και των δανειστών, να προβούν στην εξής, αμοιβαία, συνειδητοποίηση.
«Εμείς πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι απαραίτητο να αλλάξουμε ήθη και έθιμα. Να γίνουμε πιο παραγωγικοί, περισσότερο αποτελεσματικοί, να συγκλίνουμε ως προς την ανταγωνιστικότητά μας με την Βόρεια Ευρώπη. Εκείνοι, οι δανειστές, πρέπει να αποδεχθούν ότι η μνημονιακή λογική, μέρος της οποίας σας ανέπτυξα σε σχέση με τα πρωτογενή πλεονάσματα, το χρέος και την μεγέθυνση του ΑΕΠ, απέτυχε στην περίπτωση της Ελλάδας και πρέπει να μπει στο περιθώριο», είπε.
Στη συνέχεια, έκανε λόγο για μεταρρυθμίσεις που δημιουργούν ένα σύγχρονο φορολογικό σύστημα που δεν θα επηρεάζεται είτε από πολιτικές παρεμβάσεις και από παρεμβάσεις εταιρικών συμφερόντων, και οι οποίες θα ρυθμίζουν αποτελεσματικά την αγορά εργασίας καθιστώντας το ασφαλιστικό σύστημα ξανά βιώσιμο.
Παράλληλα, έκανε λόγο για αδιέξοδη πολιτική που οι δανειστές επέβαλαν και στην οποία επιμένουν, με αποτέλεσμα, όπως εκτίμησε, η απασχόληση να έχει καταρρεύσει, η κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων να έχει δεχθεί πλήγμα με το PSI, το ποσοστό αδήλωτης εργασίας να γιγαντώνεται, ενώ σημείωσε πως οι δανειστές προσδοκούν μείωση των συντάξεων με την κυβέρνηση να αρνείται.
Αναφερόμενος στην μετά τον Ιούνιο εποχή περιέγραψε πέντε σημεία – κλειδιά που αποτελούν όπως είπε προαπαιτούμενα:
Πρώτον, ο εξορθολογισμός της διάρθρωσης του δημόσιου χρέους «χωρίς κουρέματα και δραματικές αλλαγές». Σε αυτό το σημείο, ο κ. Βαρουφάκης επανέλαβε την πρόταση για swap προκειμένου να αποπληρωθούν τα ομόλογα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με διαμεσολάβηση του ESM ώστε η ΕΚΤ να αποπληρωθεί από αυτόν και, παράλληλα, το ελληνικό δημόσιο να αποπληρώσει τον ESM σε βάθος χρόνου. Πρότεινε επίσης τη διασύνδεση των επιτοκίων αποπληρωμής με τον ρυθμό ανάπτυξης.
Δεύτερον, επενδύσεις και αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας με λελογισμένο μίγμα ιδιωτικοποιήσεων και διατήρησης από το κράτος μεριδίου που θα χρησιμοποιηθεί ως περιουσιακό στοιχείο στην αναπτυξιακή Τράπεζα.
Τρίτον η δημιουργία δημόσιας εταιρείας διαχείρισής των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με συμμετοχή και συμβολή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Τέταρτον, η καταπολέμηση της φτώχειας, με βάση ένα πρόγραμμα το οποίο, όπως επεσήμανε ο κ. Βαρουφάκης, σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να επεκτείνει «έως ότου τα ίχνη της κοινωνικής λαίλαπας που έπληξε την χώρα μας εξαφανιστούν».
Πέμπτο προαπαιτούμενο, συνέχισε ο κ. Βαρουφάκης, είναι οι κοινές προϋποθέσεις κλεισίματος του υπάρχοντος προγράμματος και του Νέου Συμβολαίου για την Ευρώπη. «Η καθυστέρηση της επίτευξης συμφωνίας, καθώς και η ανάγκη να περάσουμε από τα Μνημονιακά προγράμματα που γράφτηκαν στη γλώσσα και στη λογική του ΔΝΤ σε ένα νέο συμβόλαιο, που να θυμίζει περισσότερο αναπτυξιακό πρόγραμμα τύπου Παγκόσμιας Τράπεζας, επιβάλλει σε όλα τα μέρη της διαπραγμάτευσης να συμφωνήσουμε σε ένα, κοινό conditionality, σε ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων, στη βάση του οποίου θα κλείσει η προηγούμενη και θα ξεκινήσει η νέα μεταμνημονιακή περίοδος», πρόσθεσε ο υπουργός.
Ο κ. Βαρουφάκης μετέφερε και τους προβληματισμούς του για το ευρωπαϊκό περιβάλλον, εκτιμώντας πως το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, αν και μεγεθύνθηκε κατά 0,4%, δεν έχει εξέλθει πραγματικά από την ύφεση, ενώ τόνισε ότι η μείωση της ισοτιμίας του ευρώ δεν απέδωσε σημαντική τόνωση της ενεργούς ζήτησης.
Χαρακτήρισε μεγάλο πρόβλημα τις υποτονικές επενδύσεις και τις εκροές κεφαλαίων εκτός Ευρώπης, ενώ κλείνοντας υπογράμμισε ότι η ανακοίνωση μια συμφωνίας στη βάση όσων περιέγραψε θα αρκεί για να περάσουμε σε μια νέα, ελπιδοφόρα εποχή.