To σκεπτικό με το οποίο αναβάθμισε προ ημερών το αξιόχρεο της Ελλάδας στο ΒΒ- με θετικές προοπτικές εξηγεί σε σημερινό σημείωμά του ο οίκος Scope Ratings. Αλλά και σημειώνει ποια είναι τα εμπόδια σε περαιτέρω αναβάθμιση.
Ο Τζέικομπ Σουβάλσκι, επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα, υπενθυμίζει ότι είναι η τρίτη αναβάθμιση της χώρας από το 2017. Είχαν προηγηθεί εκείνες του Ιουνίου του 2017 και του περσινού Μαΐου. Το πιο σημαντικό στοιχείο για τη νέα αναβάθμιση, όπως τονίζει, είναι η βελτιωμένη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους βραχυπρόθεσμα και μεσπρόθεσμα. Το μαξιλάρι ασφαλείας των 27 δισ. ευρώ το οποίο καλύπτει πλήρως τις ανάγκες έως το 2022 και το σχέδιο για πρόωρη αποπληρωμή ακριβών δανείων του ΔΝΤ συβμάλλουν τα μέγιστα σε αυτή την κατεύθυνση, σημειώνει.
Ο αναλυτής χαρακτηρίζει «ζωτικής σημασίας» τη βοήθεια από τους εταίρους της Ευρωζώνης και υπενθυμίζει ότι ο μέσος τόκος στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας μειώθηκε στο 1,6% πέρυσι από 4,5% το 2011. Πολύ σημαντικό θεωρεί και το γεγονός ότι το 83% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα.
«Χωρίς το μαξιλάρι ρευστότητας, τη στήριξη των Ευρωπαίων πιστωτών της και τη βελτίωση στο προφίλ του χρέους, θα ήταν πραγματικά δύσκολο να επιστρέψει η Ελλάδα στις κεφαλαιαγορές φέτος» υπογραμμίζει.
Όσον αφορά στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, πάντως, προειδοποιεί ότι παραμένει «μεγάλη πρόκληση». Ωστόσο οι προοπτικές διαγράφονται κάπως καλύτερες, στη βάση της υπόθεσης για ρυθμούς ανάπτυξης 2,5% φέτος και το 2020 και σταδιακή επιβράδυνση στο 1,5% έως το 2024, αλλά και υπό την προϋπόθεση να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις.
Ο οίκος σημειώνει ότι παρά την αβεβαιότητα που δημιουργούν οι εκλογές (για αυτοδιοίκηση, Ευρωκοινοβούλιο και Βουλή), «φαίνεται να υπάρχει ικανή διακομματική στήριξη για μεταρρυθμίσεις που στηρίζουν την ανάπτυξη».
Ο αναλυτής της Scope Ratings υπογραμμίζει ότ η Ελλάδα αντιμετωπίζει «περιορισμούς» στην αξιολόγησή της. Εκφράζει συγκεκριμένα ανησυχία για αναστροφή κρίσιμων πολιτικών, επικαλουμένος και την πρόσφατη ανακοίνωση των σχεδίων της κυβέρνησης να ρίξει το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ από 3,5%. «Την ίδια ώρα όμως, η μετα-προγραμματική εποπτεία από τους πιστωτές, η οποία συνδέει τις δεσμεύσεις με την ελάφρυνση του χρέους, θα περιορίσει την έκταση της όποιας μελλοντικής αντιστροφής» σχολιάζει.
Μεταξύ των εμποδίων που επικαλείται επίσης είναι η χαμηλή δυναμική ανάπτυξης, η υψηλή ανεργία και οι «κληρονομιές» της κρίσης, όπως το υψηλότατο επίπεδο κόκκινων δανείων.
naftemporiki.gr