Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως ένα εγχείρημα τολμηρό και μοναδικό στον κόσμο, οδήγησε στη μακροβιότερη ειρήνη στην ιστορία της ηπείρου, σε περισσότερες από έξι δεκαετίες σταθερότητας και ευημερίας. Σήμερα, οδεύοντας προς τις πιο κρίσιμες εκλογές στην ιστορία της, βλέπει τις φωνές αμφισβήτησης να ενισχύονται και ένα μεγάλο μέλος της να ετοιμάζεται να πει «αντίο».
Ακόμη και αυτοί που ωστόσο πιστεύουν στο ευρωπαϊκό όραμα, αναγνωρίζουν πως παρά τα πολλαπλά οφέλη η πολυπόθητη σύγκλιση των μελών δεν ήλθε. Η Ε.Ε. εξακολουθεί να εμφανίζει την εικόνα μιας κοινότητας πολλών ταχυτήτων σε όλα τα επίπεδα.
Αυτό έχει να κάνει τόσο με το γεγονός ότι η οικονομική και πολιτική ενοποίηση δεν έχει προχωρήσει στον βαθμό που θα επέτρεπε να περιοριστούν οι «αποστάσεις», όσο και με τη στάση τής κάθε χώρας ξεχωριστά, τις ιδιαιτερότητες, τα ατού, τα χρόνια προβλήματα και τη διάθεση να τα αντιμετωπίσει. Η «Ν» προσπαθεί να σκιαγραφήσει τον χάρτη των αποκλίσεων στην απασχόληση, στο εισόδημα, στη φορολογία, στην παραγωγικότητα, στον τραπεζικό τομέα και στην επένδυση στο μέλλον.
Απασχόληση
Το ποσοστό της ανεργίας στην Ευρωζώνη έχει μειωθεί στο 7,7% (Μάρτιος 2019), στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2008, πριν ακόμη γίνουν αισθητές οι επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης στην αγορά εργασίας. Στην Ε.Ε. των 28 κρατών-μελών είναι στο 6,5%, στο χαμηλότερο σημείο τουλάχιστον από το 2000, όταν άρχισε η συγκέντρωση μηνιαίων στοιχείων για την ανεργία στην κοινότητα.
Ενώ όμως στην Τσεχία το ποσοστό είναι στο θεαματικό χαμηλό 1,9%, στη Γερμανία στο 3,2% και στην Ολλανδία στο 3,2%, στην Πορτογαλία στο 6,4% και στην Κύπρο στο 7%, στη δεύτερη και την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, τη Γαλλία και την Ιταλία, είναι πάνω από τον μέσο όρο, στο 8,8% και 10,2% αντίστοιχα. Ακόμη και αυτά τα ποσοστά είναι άκρως ζηλευτά για την Ελλάδα, όπου το ποσοστό παραμένει στο 18,5%, ή ακόμη και για την Ισπανία που είναι 4,5 μονάδες χαμηλότερο, στο 14%.
Σε πρόσφατη έκθεσή της η ING προειδοποιούσε πως Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία κινδυνεύουν με ακόμη μία χαμένη δεκαετία στην απασχόληση, η οποία θα ανοίξει ακόμη περισσότερο την ψαλίδα με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στις χώρες αυτές η ανεργία των νέων εξακολουθεί να υπερβαίνει το 30%. Ορισμένες Περιφέρειες των τριών χωρών φαίνονται καταδικασμένες στο να έχουν για πολύ ακόμη ποσοστό ανεργίας αρκετά υψηλότερο του 10%, προειδοποιεί η ING, εξηγώντας πως η αγορά εργασίας και η δυναμική της επηρεάζονται άμεσα από τις ψηφιακές υποδομές, το πόσο ευάλωτη είναι μια οικονομία στην παγκοσμιοποίηση, την ποιότητα της εκπαίδευσης και την καινοτομία. Πρόκειται για τομείς στους οποίους ο Νότος υστερεί.
Διαπιστώνουν μάλιστα μια «ισχυρή σύνδεση» ανάμεσα στην πρόσβαση σε ευρυζωνικό διαδίκτυο και στην ανάπτυξη της απασχόλησης και θυμίζουν στοιχεία της Eurostat σύμφωνα με τα οποία το 28% των Ελλήνων και το 26% των Ιταλών δεν έχουν χρησιμοποιήσει το ίντερνετ το τελευταίο τρίμηνο.
Ωστόσο ακόμη και στο εσωτερικό κρατών με χαμηλά ποσοστά ανεργίας διαπιστώνονται πολύ μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα σε αστικοποιημένες και αγροτικές περιοχές, όπως και ανάμεσα σε «νέες» και «γηρασμένες». Αυτή «επιβεβαιώνει το χάσμα της κοινωνίας ανάμεσα σε περιοχές που είναι ευάλωτες σε εκροές πληθυσμού και σε παρατεταμένη υψηλή ανεργία και σε εκείνες που αναπτύσσονται πιο δυναμικά και ευνοούνται από τις νέες κοινωνικές τάσεις», σημειώνει η ολλανδική επενδυτική τράπεζα. Στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, η ψαλίδα επιμένει μεταξύ ανατολικών και δυτικών κρατιδίων.
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Οι αποκλίσεις είναι μεγάλες μεταξύ Βορρά-Νότου και ακόμη μεγαλύτερες εάν η σύγκριση γίνει μεταξύ των νεότερων μελών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Ο στόχος της σύγκλισης μεταξύ των κρατών-μελών φαντάζει πολύ μακρινός, ενώ ακόμη και στο εσωτερικό της κάθε χώρας διαπιστώνονται σημαντικές ανισότητες μεταξύ των Περιφερειών.
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Eurostat που αφορούν το 2017 υπάρχουν Περιφέρειες όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι μόλις στο 31% του κοινοτικού μέσου όρου (π.χ. στη βορειοδυτική Βουλγαρία) και άλλες όπου φτάνει το δυσθεώρητο 626% (!) του κοινοτικού μέσου όρου (Εσώτερο Λονδίνο). Εξαιρετικά υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ καταγράφεται επίσης στο Λουξεμβούργο (253%), στη Νότια Ιρλανδία (220%), στο Αμβούργο (202%), στις Βρυξέλλες (196%), αλλά και στην Πράγα (187%), παρά το γεγονός ότι η Τσεχία δεν θεωρείται από τα πλούσια κράτη της Ε.Ε.
Στον αντίποδα, πέντε Περιφέρειες της Βουλγαρίας, τέσσερις της Ελλάδας και άλλες τόσες της Ουγγαρίας, τρεις της Πολωνίας και από δύο τόσο στη Ρουμανία όσο και στην πλούσια Γαλλία εμφανίζουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο του 50% του μέσου κοινοτικού όρου. Είναι οι φτωχοί της Ευρώπης, με την εικόνα να είναι ανάλογη με αυτήν και πριν από τη μεγάλη κρίση του 2008-2012.
Μισθοί
Πρόσφατα η ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera έκανε λόγο για το νέο «Σιδηρούν Παραπέτασμα», επικαλούμενη το χάσμα στο μέσο ημερομίσθιο ανάμεσα στη δυτική πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την ανατολική. Ουσιαστικά στους μισθούς έχουμε τρεις ταχύτητες, όπως προκύπτει από τις έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία συγκεντρώνει στοιχεία για το ωριαίο εργατικό κόστος (συμπεριλαμβανομένου και του μη μισθολογικού) και τους κατώτατους μισθούς στα κράτη-μέλη.
Το μέσο ωριαίο εργατικό κόστος το 2018 ήταν 27,4 ευρώ στην Ε.Ε.-28 και 30,6 στην Ευρωζώνη. Κυμάνθηκε από μόλις 5,4 ευρώ στη Βουλγαρία έως και 45,3 ευρώ στη Δανία. Στην πρώτη ταχύτητα βρίσκονται χώρες όπως το Λουξεμβούργο (40,6 ευρώ), το Βέλγιο (39,7 ευρώ), η Ολλανδία (35,9 ευρώ), η Γαλλία (35,8 ευρώ) και η Γερμανία (34,6 ευρώ). Στη δεύτερη ταχύτητα η Ισπανία (21,5 ευρώ), η Κύπρος (16,3 ευρώ), η Ελλάδα (16,1 ευρώ), η Πορτογαλία και η Μάλτα με το μέσο ωριαίο εργατικό κόστος λίγο πάνω από τα 14 ευρώ. Και στην τελευταία, η Ρουμανία (6,9 ευρώ), η Λιθουανία (9 ευρώ), η Ουγγαρία (9,2 ευρώ), η Λετονία (9,3 ευρώ) και η Πολωνία (10,1 ευρώ).
Παρόμοια η εικόνα και στους κατώτατους μισθούς, που έχουν καθιερωθεί σε 22 από τα 28 κράτη-μέλη. Εδώ η Βουλγαρία είναι μία κατηγορία μόνη της, με τον κατώτατο μισθό στα 286 ευρώ. Εννέα κράτη-μέλη στην Ανατολική Ευρώπη έχουν κατώτατο μισθό από 400 έως 600 ευρώ (Λετονία, Ρουμανία, Ουγγαρία, Κροατία, Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία, Εσθονία και Λιθουανία). Πέντε κράτη-μέλη έχουν κατώτατο μισθό από 650 έως 1.000 ευρώ (Ελλάδα, Πορτογαλία, Μάλτα, Σλοβενία και Ισπανία). Και στα υπόλοιπα επτά η ψαλίδα ανοίγει αρκετά, με κατώτατο μισθό από 1.450 ευρώ τον μήνα και πάνω. Πρόκειται για τις Βρετανία (1.453 ευρώ), Γαλλία (1.521 ευρώ), Γερμανία (1.557 ευρώ), Βέλγιο (1.594 ευρώ), Ολλανδία (1.616 ευρώ) και Λουξεμβούργο (2.071 ευρώ).
Παραγωγικότητα
Έρευνες του ΟΟΣΑ συχνά αποκαλύπτουν ότι οι Έλληνες, αλλά και οι Βρετανοί είναι από τους πλέον σκληρά εργαζόμενους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με πολύ περισσότερες ώρες εργασίας τον χρόνο σε σχέση με τους Γερμανούς για παράδειγμα. Ωστόσο αυτό δεν τους καθιστά και πιο παραγωγικούς. Και τούτο γιατί η παραγωγικότητα εξαρτάται από σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων η σύνδεση θέσης – δεξιοτήτων, τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι εργαζόμενοι, οι συνθήκες εργασίας κτλ.
Στην Ε.Ε.-28 η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο και ανά ώρα εργασίας είναι κατά μέσο όρο στις 100 μονάδες. Τα πρωτεία έχει η Ιρλανδία με 181 μονάδες. Στο Λουξεμβούργο υπερβαίνει τις 160 μονάδες, ενώ στο Βέλγιο και στη Νορβηγία προσεγγίζει τις 130 μονάδες. Στην Ιταλία είναι 107 μονάδες, στη Γερμανία 106 και στην Ισπανία 101. Στην Ελλάδα είναι μόνο 81 μονάδες. Παρόμοιες είναι οι επιδόσεις της παραγωγικότητας στην Κύπρο και στην Τσεχία. Χαμηλότερες ακόμη (περίπου 75) είναι στην Πορτογαλία και στην Πολωνία. Οι Βρετανοί είναι ακριβώς στον κοινοτικό μέσο όρο. Σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα κινείται η παραγωγικότητα στη Βουλγαρία (45 μονάδες) και στη Ρουμανία (65 μονάδες).
Φορολογική επιβάρυνση
Το ύψος φόρων και εισφορών στην Ε.Ε. ήταν κατά μέσο όρο 40,2% του ΑΕΠ το 2017, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σε ισχυρές οικονομίες υψηλού εισοδήματος κινείται σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Έτσι είναι στο 47,3% στο Βέλγιο, στο 46,5% στη Δανία, στο 44,9% στη Σουηδία και στο 43,4% στη Φινλανδία. Ακολουθούν Αυστρία και Ιταλία με 42,4% και ένα σκαλοπάτι πιο κάτω βρίσκεται η Ελλάδα με 41,8%. Συγκριτικά στις άλλες χώρες του Νότου, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρο, Μάλτα είναι κοντά στο 35%.
Στον αντίποδα συναντάμε τους συνήθεις υπόπτους: Ιρλανδία (23,5%), Ρουμανία (25,8%) και Βουλγαρία (29,5%).
Ισοζύγιο συναλλαγών
Η δυναμική και η υγεία μιας οικονομίας δεν μετράται μόνο από το εισόδημα. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία στον σημερινό, άκρως διασυνδεδεμένο κόσμο είναι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η Ε.Ε. εμφάνισε πλεόνασμα ύψους 38,6 δισ. ευρώ στο τέταρτο τρίμηνο του 2018.
Τα υψηλότερα πλεονάσματα σε απόλυτους όρους καταγράφηκαν το συγκεκριμένο διάστημα στη Γερμανία (67,6 δισ. ευρώ), στην Ολλανδία (27,5 δισ. ευρώ), στην Ιταλία (13,3 δισ. ευρώ) -που παρά τη χαμηλή παραγωγικότητα και την αναιμική ανάπτυξη παραμένει ισχυρή βιομηχανική και εξαγωγική δύναμη-, στη Γαλλία (7,1 δισ. ευρώ) και στην Ισπανία (6,6 δισ. ευρώ).
Στον αντίποδα τα μεγαλύτερα ελλείμματα εμφάνισαν η Βρετανία (21,5 δισ. ευρώ), η Ελλάδα (3,9 δισ. ευρώ), το Βέλγιο (3,8 δισ. ευρώ), η Ρουμανία (2,2 δισ. ευρώ) και η Πολωνία (1,8 δισ. ευρώ).
Κρατικές εγγυήσεις
Τα υψηλότερα ποσοστά κρατικών εγγυήσεων συναντάμε στη Φινλανδία (32% του ΑΕΠ), στην Αυστρία (15,8%), στη Γερμανία (13,3%) και στο Λουξεμβούργο. Αντιθέτως είδος υπό εξαφάνιση είναι οι κρατικές εγγυήσεις στη Σλοβακία (0,02% του ΑΕΠ), στη Βρετανία και στην Τσεχία (0,2% και στις δύο), στη Βουλγαρία (0,3%) και στην Ιρλανδία (0,5%). Στην Ελλάδα είναι στο 4%.
Στα περισσότερα κράτη-μέλη η κεντρική κυβέρνηση είναι ο μεγαλύτερος εγγυητής. Εξαίρεση η Σουηδία, η Δανία και η Τσεχία, όπου το ποσοστό των εγγυήσεων των τοπικών αρχών είναι υψηλότερο. Σε αρκετές χώρες, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ισπανία, μεγάλο μέρος των κρατικών εγγυήσεων κατευθύνεται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι περισσότερες εξ αυτών χορηγήθηκαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
«Κόκκινα» δάνεια
Εξαιρετικά σημαντική είναι και η υγεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις τραπεζικές χορηγήσεις. Αυτές μπορούν να δώσουν την απαραίτητη τονωτική ένεση στην ανάπτυξη. Στο σύνολο της Ε.Ε. το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι πολύ χαμηλό (3,4% του συνόλου). Ωστόσο οι αποκλίσεις είναι τεράστιες από χώρα σε χώρα. Έτσι, ενώ στην Ελλάδα είναι στο 44,9% και στην Κύπρο στο 28%, στην Πορτογαλία είναι 11,7% και στην Ιταλία 10%. Στη Γερμανία είναι μόλις 1,7%, στη Φινλανδία, στη Σουηδία και στη Βρετανία κοντά στο 1% και στο Λουξεμβούργο σχεδόν ανύπαρκτα (0,6%).
Επενδύσεις R&D
Και εάν οι τραπεζικές χορηγήσεις δίνουν άμεσες τονωτικές ενέσεις, η βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμη βάση εξαρτάται από το κατά πόσο οι κυβερνήσεις επενδύουν στο μέλλον. Ένα καλό μέτρο είναι οι επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Ως ποσοστό του ΑΕΠ τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στη Σουηδία (3,33%), στην Αυστρία (3,16%), στη Δανία (3,06%) και στη Γερμανία (3,02%). Στη Φινλανδία είναι στο 2,76%, στο Βέλγιο και στη Γαλλία κοντά στο 2,5%. Στη Ρουμανία, στη Λετονία, στη Μάλτα και στην Κύπρο είναι κοντά στο 0,5%. Στην Ελλάδα είναι λίγο πάνω από το 1%.
Χάσμα στους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
Καθοριστικός παράγοντας για το μέλλον μιας χώρας είναι μεταξύ άλλων η εκπαίδευση. Στο πλαίσιο αυτό στόχος της Ε.Ε. ήταν έως το 2020 τουλάχιστον το 40% των πολιτών ηλικίας 30-34 ετών να έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο στόχος επετεύχθη, με το ποσοστό το 2018 να είναι 40,7%, έναντι μόλις 23,6% το 2002.
Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στη Λιθουανία (57,6%), στην Κύπρο (57,1%), στην Ιρλανδία (56,3%), στο Λουξεμβούργο (56,2%) και στη Σουηδία (52%).
Στην Ελλάδα είναι επίσης υψηλότερο του στόχου, κοντά στο 47%. Στο άλλο άκρο συναντάμε τη Ρουμανία (24,6%) και την Ιταλία (27,8%). Να σημειωθεί βεβαίως ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης είναι ένας επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας, που είναι όμως και πιο δύσκολο να μετρηθεί.
Διαφορετικές ταχύτητες στην απονομή Δικαιοσύνης
Η αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας είναι καθοριστικής σημασίας για να προστατεύει το Κράτος Δικαίου και οι αξίες πάνω στις οποίες ιδρύθηκε η Ε.Ε., να εξασφαλίζει ότι οι πολίτες μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως τα δικαιώματά τους, αλλά και οι επιχειρήσεις να ωφεληθούν από τη νομική σταθερότητα και ένα περιβάλλον ίσων ευκαιριών. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι σίγουρα ο πιο σπουδαίος παράγοντας.
Ωστόσο και η ταχύτητα στην απονομή της έχει τη σημασία της. Οι μικρότεροι χρόνοι για την επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων καταγράφονται στην Ολλανδία, στη Σλοβακία, στην Αυστρία, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και στην Τσεχία. Στον αντίποδα βρίσκονται Ιταλία, Ελλάδα και Μάλτα, ενώ και στη Γαλλία οι διαδικασίες χρειάζονται περισσότερο χρόνο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.