Στην πάγια θέση Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε κατά της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, αλλά και στο γενικότερο θετικό κλίμα στην Ευρώπη υπέρ ενός τέτοιου ενδεχομένου εστιάζει ο γερμανικός Tύπος.
«Ο αριθμός των υποστηρικτών μιας ελάφρυνσης χρέους για την Ελλάδα αυξάνεται, αφότου η Αθήνα επικύρωσε ένα νέο μεταρρυθμιστικό πακέτο. Ωστόσο κάποιος δεν θέλει ακόμη να πάει μαζί τους» γράφει στην ιστοσελίδα της η Welt, σε άρθρο με τίτλο «Μόνο ένας αντιστέκεται στην ελάφρυνση χρέους». «Η πίεση προς τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (CDU) να εγκρίνει άμεσα την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους αυξάνεται. Μετά τον υπ. Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (SPD) που ζήτησε σαφείς δεσμεύσεις προς την Ελλάδα, και ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν τάχθηκε υπέρ της Ελλάδας» σημειώνει η Welt. Το δημοσίευμα υπενθυμίζει τη σταθερή θέση του ΔΝΤ, το οποίο εξαρτά τη συμμετοχή του στο τρίτο ελληνικό πρόγραμμα από την απομείωση του ελληνικού χρέους από τους Ευρωπαίους, αλλά και την εμμονή Σόιμπλε ως προς την απόρριψη των όποιων ελαφρύνσεων μέχρι το τέλος του τρέχοντος προγράμματος το 2018: «Ο Σόιμπλε προσπαθεί να μειώσει τις προσδοκίες της Αθήνας. Δεν διαθέτει καμία εντολή να μιλά για μέτρα, που θα αντιστοιχούσαν σε ένα τέταρτο πρόγραμμα» γράφει η Welt.
Η Γαλλία ζητά από τη Γερμανία ελάφρυνση χρέους
«Ουδείς λόγος για τα χρέη» είναι ο τίτλος σχετικού άρθρου στην Tageszeitung. «Ο Εμανουέλ Μακρόν το θέλει, ο Γκάμπριελ το θέλει: η Αθήνα πρέπει να ανακουφιστεί. Μόνο ο Σόιμπλε επιμένει», γράφει η TAZ, παίρνοντας αφορμή από τη συνάντηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με το νέο Γάλλο ομόλογό του Μπρουνό Λεμέρ στο Βερολίνο, κατά την οποία συζήτησαν μεταξύ άλλων και για το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με την εφημερίδα του Βερολίνου οι δύο υπουργοί συνομίλησαν σε χαλαρό και φιλικό κλίμα, ωστόσο «οι πολιτικές αβρότητες κάλυψαν μόνο φευγαλέα μια θεμελιώδη διαφωνία που υπάρχει μεταξύ του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από τη μια πλευρά και του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του Γερμανού ΥΠΕΞ Ζίγκμαρ Γκάμπριελ από την άλλη. Οι δύο τελευταίοι ζητούν μια ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα», άποψη που σε καμία περίπτωση δεν συμμερίζεται ο Σόιμπλε, επαναλαμβάνοντας ότι για κάτι τέτοιο απαιτείται κοινοβουλευτική εντολή.
Η TAZ εκτιμά πως αν ο Σόιμπλε «παραμείνει στη δική του απόλυτη θέση, τα περιθώρια θα στενέψουν για την Ελλάδα». «Η χώρα χρειάζεται επειγόντως φρέσκο χρήμα. Τον Ιούλιο πρέπει να εξοφλήσει 7 δισεκατομμύρια ευρώ» θυμίζει.
Στη συνάντηση Σόιμπλε-Λεμέρ αναφέρεται και η Süddeutsche Zeitung σε άρθρο στην πρώτη σελίδα της με τίτλο «Η Γαλλία ζητά από τον Σόιμπλε βοήθεια για την Ελλάδα». Όπως σημειώνει το άρθρο «ο Γάλλος ΥΠΟΙΚ ζητά συμβιβασμό, εντούτοις ο Γερμανός ομόλογός του απορρίπτει κατηγορηματικά μια διαγραφή χρεών». Παρά την προσπάθεια του Μπρουνό Λεμέρ να φανεί αισιόδοξος ότι θα επιτευχθεί συμβιβασμός και μια λύση «που θα ησυχάσει τόσο τον ελληνικό λαό όσο και τους δανειστές», ο Σόιμπλε απέρριψε εκ νέου το αίτημα για επιπρόσθετες ελαφρύνσεις πριν το καλοκαίρι του 2018. Όπως αναφέρει η SZ τα λόγια του Σόιμπλε «βρήκαν απήχηση στον βαυαρό συνάδελφό του από το CSU Mάρκους Σέντερ, ο οποίος δήλωσε ότι ‘ένα κούρεμα χρέους δεν βοηθά κανέναν». «Απαιτεί θάρρος από τον Γκάμπριελ να υποστηρίζει ότι δεν θέλει μείωση φόρων στη Γερμανία, αλλά ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα’» συμπληρώνει η SZ.
To τέλος της ελληνικής κρίσης και το μέλλον της Ευρώπης
H SZ αναφέρεται παράλληλα στις τελευταίες εξελίξεις στο θέμα της Ελλάδας, αλλά και το μέλλον της Ευρώπης συνολικά. «Τι θα κάνουν οι υπ. Οικονομικών της Ευρωζώνης, όταν δεν θα πρέπει πια να ασχολούνται διαρκώς με την Ελλάδα; Θα έχουν τότε επιτέλους χρόνο να ασχοληθούν με το πρόβλημα που υποκρύπτει η ελληνική κρίση, η οποία μαίνεται εδώ και επτά χρόνια: το μέλλον της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Aλλά και να θέσουν το ερώτημα πόσα είναι πρόθυμοι να δώσουν για την Ευρώπη –με την πραγματική έννοια της λέξης», σημειώνει η εφημερίδα.
Όπως εκτιμά η SZ «η μεγάλη δοκιμασία για κάτι τέτοιο θα έρθει με τις διαπραγματεύσεις για τον επόμενο προϋπολογισμό της Ε.Ε. (…): Με την αποχώρηση μιας χώρας που εισέφερε πολλά όπως η Μ. Βρετανία ανακύπτει το ερώτημα ποιος θα καλύψει το κενό. Ή αλλιώς αν κάποιος είναι πρόθυμος για κάτι τέτοιο. Για τα δικά τους συμφέροντα, η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλες χώρες θα πρέπει να πληρώσουν περισσότερα για την Ευρώπη. Μόνο τότε τότε θα επωφεληθούν από το μοναδικό ευρωπαϊκό εγχείρημα, το οποίο, παρά την ελληνική κρίση και το Brexit, ακόμη υπάρχει προς υποστήριξη ενός αγαθού που δεν αποτιμάται σε χρήμα: την ειρήνη».