Skip to main content

Πώς θα διπλασιαστούν οι εξαγωγές ελαιόλαδου

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη 
[email protected]

Τη δυνατότητα διπλασιασμού της αξίας των εξαγωγών ελαιόλαδου, στα 560 εκατ. ευρώ ετησίως από περίπου 310 εκατ. ευρώ που κυμαίνονται σήμερα, μέσω της τυποποίησης και της δημιουργίας εθνικού brand, διαβλέπει η μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας με θέμα «Ελαιόλαδο, Δημιουργώντας το Ελληνικό Brand».

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στη μελέτη, βασική παράμετρος για να θωρακιστεί το ελληνικό ελαιόλαδο -δεδομένης της εισόδου στις διεθνείς αγορές νέων παραγωγών από τρίτες χώρες, αλλά και της αναθεώρησης της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής- αποτελεί μια εκ βάθρων αλλαγή για τον κλάδο μέσω ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, που θα δίνει έμφαση στην τυποποίηση, την καθετοποίηση και τις οικονομίες κλίμακας. Σύμφωνα με τους αναλυτές της μελέτης, «οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την πραγματοποίηση αυτής της μεταστροφής», με γνώμονα τη θετική επίδραση τεσσάρων παράλληλων εξελίξεων:

* Σταδιακά οι καταναλωτές αναγνωρίζουν την αξία του ποιοτικού ελαιόλαδου, όπως αποτυπώνεται από την αύξηση του ποσοστού του παρθένου έναντι του ραφιναρισμένου ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές (από 70% το 1990 σε 80% το 2014). Η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου είναι ξεκάθαρη (το 80% της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο, έναντι 65% της ιταλικής και 30% της ισπανικής) και συνεπώς με συνεκτικές ενέργειες προώθησης μπορεί να αναχθεί στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η ανάδειξη νέων μεγάλων και δυναμικών αγορών (όπως η Ρωσία και η Κίνα, στις οποίες δεν έχει ακόμα κυριαρχήσει το ιταλικό ελαιόλαδο) προσφέρουν υψηλά περιθώρια διείσδυσης του ελληνικού ελαιόλαδου.

* Η δυναμική του κλάδου των επιτραπέζιων ελιών στη διεθνή αγορά κατά την τελευταία δεκαετία αυξάνει την αναγνωρισιμότητα του ελληνικού προϊόντος, ενώ προσφέρει εγκαθιδρυμένα κανάλια διανομής για τις ελληνικές επιχειρήσεις.

* Οι σχεδόν 25 εκατ. τουρίστες που επισκέπτονται ετησίως τη χώρα μας μπορούν να αναχθούν σε δυνητικούς καταναλωτές του ελληνικού ελαιόλαδου στο εξωτερικό. Εάν καταφέρουμε να πείσουμε έναν στους δέκα τουρίστες που έρχονται στη χώρα μας να καταναλώνει πέντε κιλά ελαιόλαδο ετησίως, σε βάθος πενταετίας, τότε θα μπορέσουμε να εξάγουμε τυποποιημένα όλο το προϊόν που αυτή τη στιγμή εξάγεται χύμα.

Η εικόνα του κλάδου

Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας, καθώς καλύπτει το 9% της συνολικής αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα σε όρους αξίας. Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιόλαδου παγκοσμίως (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), με παραγωγή της τάξης των 310 χιλ. τόνων, η οποία αντιστοιχεί σε 750 εκατ. ευρώ, συνεισφέροντας έτσι το 0,4% του ΑΕΠ (έναντι 0,3% του ΑΕΠ για τον ισπανικό κλάδο και 0,1% για τον ιταλικό).

Οι εξαγωγές του ελληνικού ελαιόλαδου αφορούν περί το 35% της παραγωγής, ενώ στην πλειονότητά τους απευθύνονται στην Ιταλία. Το μερίδιο, όμως, της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου κυμαίνεται μόλις στο 4%, έχοντας μάλιστα υποχωρήσει έναντι του 6% που κατείχε τη δεκαετία του 1990. Οπως επισημαίνεται στη μελέτη, μόλις το 27% της συνολικής παραγωγής ελαιόλαδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης στην Ελλάδα, με το αντίστοιχο ποσοστό για την Ισπανία να ανέρχεται στο 50% και για την Ιταλία στο 80%.

Σε επίπεδο τυποποιημένου ελαιόλαδου, τέσσερις επιχειρήσεις (Ελαΐς Unilever, Μινέρβα, Gaea και Nutria) ελέγχουν το 40% των εξαγωγών επώνυμων προϊόντων και το υπόλοιπο αφορά συνεταιρισμούς.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται η μελέτη, συνολικά 460 εταιρείες παράγουν επώνυμο ελαιόλαδο στη χώρα μας.

Λόγω του χαμηλού όγκου τυποποιημένου προϊόντος, οι ελληνικές εταιρείες τυποποίησης δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τις ιταλικές και ισπανικές πολυεθνικές του κλάδου όσον αφορά την αποτελεσματική προώθηση αναγνωρίσιμων brands.

Αξίζει να επισημανθεί ότι κομβικό ρόλο στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιόλαδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης των επιχειρήσεών της, εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο.

Συνολικά οι επανεξαγωγές καλύπτουν περίπου το 1/3 της διεθνούς αγοράς τυποποιημένου ελαιόλαδου και αποφέρουν στην Ιταλία υπεραξία της τάξης του 1,3 ευρώ/κιλό (καθώς η Ελλάδα και η Ισπανία εξάγουν στην Ιταλία σε τιμές κοντά στα 2,2 ευρώ/κιλό, η οποία στη συνέχεια εξάγει σε τιμές της τάξης των 3,5 ευρώ/κιλό). Οσον αφορά την εγχώρια κατανάλωση, η οποία απορροφά περίπου τα 2/3 της συνολικής παραγωγής, το μεγαλύτερο μέρος της (σχεδόν 75%) καλύπτεται με χύμα ελαιόλαδο.

Σχετικά με την κατανάλωση τυποποιημένου ελαιόλαδου, δύο επιχειρήσεις (Ελαΐς Unilever και Μινέρβα) ελέγχουν το 60% των εγχώριων πωλήσεων, ενώ περί το 20% υπολογίζεται το μερίδιο του ελαιόλαδου ιδιωτικής ετικέτας που διακινούν οι λιανεμπορικές αλυσίδες. Το εναπομείναν 20% μοιράζεται σε συνεταιρισμούς και λοιπές επιχειρήσεις.

Εκτιμήσεις για κάμψη της παραγωγής την επόμενη πενταετία

Σε επίπεδο παραγωγής τα μηνύματα είναι αρνητικά, καθώς το «κούρεμα» των επιδοτήσεων κατά 29% σε πραγματικούς όρους (στο διάστημα έως το 2020) εκτιμάται ότι θα επιφέρει πτώση του όγκου παραγωγής κατά 10% την επόμενη πενταετία. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί η υψηλή εξάρτηση των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών από τις επιδοτήσεις, οι οποίες καλύπτουν το 41% των εσόδων τους (έναντι 32% για τους Ιταλούς και 28% για τους Ισπανούς).

Συνεπώς, η παραγωγή αναμένεται να περιοριστεί κοντά στις 280.000 τόνους το 2020, με το μερίδιο της Ελλάδας στην παγκόσμια παραγωγή να περιορίζεται στο 8,5% το 2020 από 11% το 2014.

Οι προοπτικές

Οπως υπογραμμίζεται στη μελέτη, με τη στήριξη από τις επιδοτήσεις να περιορίζεται και με την Ιταλία να μειώνει σταδιακά την εξάρτησή της από την Ελλάδα για τις εισαγωγές της σε χύμα ελαιόλαδο (από 30% των ιταλικών εισαγωγών το 1990 σε 17% το 2014), η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης καθίσταται πλέον μονόδρομος.

Δεδομένου ότι η προφανής διέξοδος είναι η διεθνής αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου, η νέα στρατηγική του κλάδου πρέπει να βασίζεται στο συνδυασμό Οικονομίες κλίμακας – Καθετοποίηση – Τυποποίηση – Προώθηση/Διανομή.

Συγκεκριμένα, απαιτείται:

* Περιορισμός του κόστους παραγωγής (κυρίως μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής και καθετοποίησης της διαδικασίας παραγωγής).

* Αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται (τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά), ώστε οι ελληνικές εταιρείες να αποκτήσουν την κρίσιμη μάζα για την αποτελεσματική προώθηση του ελαιόλαδου στο εξωτερικό.

* Οργανωμένη εθνική στρατηγική προσέγγισης καταναλωτών και δημιουργίας καναλιών διανομής.

Η διεθνής αγορά

Η διεθνής ελαιοπαραγωγή έχει διπλασιαστεί την τελευταία 25ετία, προσεγγίζοντας το επίπεδο των τριών εκατομμυρίων τόνων. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της αλματώδους ανάπτυξης ήταν:

* Η Ισπανία, η οποία διπλασιάζοντας την παραγωγή της καλύπτει πλέον άνω του 40% της παγκόσμιας παραγωγής.

* Νέες χώρες-παραγωγοί (κυρίως Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Συρία), οι οποίες αύξησαν το μερίδιό τους στην παγκόσμια παραγωγή στο 35% το 2014 από 25% το 1990.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δύο λοιποί παραδοσιακοί παραγωγοί -Ιταλία και Ελλάδα- υπέστησαν συρρίκνωση των μεριδίων τους στην παραγωγή (από το 23% το 1990 στο 14% το 2014 για την Ιταλία και από το 14% στο 11% αντίστοιχα για την Ελλάδα).

Η αυξημένη παραγωγή οδήγησε σε αντίστοιχη άνοδο τη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου, καθώς η στροφή στη μεσογειακή διατροφή εντείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και η ποσότητα που καταναλώνουν οι τρεις παραδοσιακοί παραγωγοί (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) παρέμεινε σταθερή κοντά στο 1,3 εκατ. τόνους ετησίως.

Συγκεκριμένα, οι ποσότητες του ελαιόλαδου που διακινούνται μέσω ροών διεθνούς εμπορίου σε καταναλωτές τρίτων χωρών προσέγγισαν το 1,3 εκατ. τόνους το 2014 από 0,2 εκατ. τόνους το 1990. Ως βασικές χώρες προορισμού ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ (15%), η Γαλλία (11%) και η Γερμανία (7%), ενώ παράλληλα εμφανίζονται νέες δυναμικές αγορές, όπως η Ρωσία και η Κίνα.