Από την έντυπη έκδοση
Στον Πλάτωνα Τσούλο
[email protected]
Η Ελλάδα, ως προορισμός επενδύσεων, σημειώνει πρόοδο, αλλά έχει ακόμα δρόμο μπροστά της. Η πολιτική σταθερότητα και η συνεπής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποτελούν τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την περαιτέρω πρόοδό της. Τα ανωτέρω αναφέρει, μεταξύ άλλων, μιλώντας στη «Ν»ο CMO (Chief Marketing Officer) της Atradius, Andrea Tesch.
Ο CMO (Chief Marketing Officer) της Atradius, Andrea Tesch, σε συνέντευξή του στη «Ν», επισημαίνει ότι η χώρα, αν και βελτιώθηκε ως επενδυτικός προορισμός, έχει ακόμα πολλά να πράξει ώσπου να γίνει πάλι πραγματικά ανταγωνιστική. Ο ίδιος αναλύει τις προκλήσεις που απομένουν στη χώρα ώστε να εξέλθει της πολυετούς οικονομικής περιπέτειας, ενώ σχολιάζοντας τη στάση των δανειστών έναντι της Ελλάδας αναφέρει ότι «η πολιτική πραγματικότητα στις δανειοδοτικές χώρες, πρώτα απ’ όλα στη Γερμανία, είναι τέτοια που πρέπει να επιβληθούν προϋποθέσεις, κατά προτίμηση με τη στήριξη του ΔΝΤ, για την παροχή δόσεων στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης ύψους 86 δισεκατομμυρίων δολαρίων».
– Πόσο έχει βελτιωθεί στην Ελλάδα η ροή κεφαλαίων έπειτα από περίπου δύο έτη capital controls;
«Από οικονομικής σκοπιάς, τα στοιχεία του ΔΝΤ δείχνουν ότι οι εισροές κεφαλαίων στην Ελλάδα ήταν πενιχρές. Οι κρίσιμες ροές Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) ήταν 0,5% του ΑΕΠ το 2015 και -1,6% το 2016. Οι ροές των χαρτοφυλακίων ήταν 4,8% το 2015 και 3,7% το 2016 κάπως καλύτερα. Αυτό δίνει μια -όχι εντυπωσιακή- εικόνα των περιορισμένων εισροών κεφαλαίων στην Ελλάδα από την επιβολή των ελέγχων κεφαλαίου, των capital controls. Αναφερόμενοι τώρα στις τράπεζες και στην εξάρτησή τους από τον μηχανισμό Βοήθειας Έκτακτης Ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance-ELA), υπάρχει και πάλι πρόοδος, εφόσον οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα άρχισαν να αυξάνονται ξανά μετά την άμβλυνση της κατάστασης το 2015. Αυτό απεικονίζεται επίσης στη μείωση, κατά 50%, της χρήσης του μηχανισμού ELA από το ρεκόρ των 87 δισεκατομμυρίων ευρώ που σημείωσε τον Ιούλιο του 2015».
– Σχετικά με τις επενδύσεις όμως, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν, ώστε να σημειωθεί μια σημαντική ροή κεφαλαίων προς την Ελλάδα. Πόσο συμβάλλει η Atradius ώστε να ξεπεραστούν ζητήματα ρευστότητας;
«Από άποψης Ασφάλισης Πιστώσεων, φαίνεται ότι η Ελλάδα έχει ακολουθήσει μια καλή διαδικασία, καθώς δεν υπάρχουν πλέον καθυστερήσεις προς ξένους προμηθευτές λόγω ελέγχων κεφαλαίου και τραπεζικών καθυστερήσεων. Κάτι τέτοιο αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα ώστε να διευκολυνθεί το εμπόριο για τους Έλληνες εισαγωγείς και, παράλληλα, παρατηρήσαμε ότι οι ελληνικές εταιρείες αντέδρασαν θετικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Επιπλέον, εμείς ως Atradius, για να διευκολύνουμε το εμπόριο -σύμφωνα με το σύνθημά μας “enable trade”- έχουμε αυξήσει τα όριά μας σε ελληνικές επιχειρήσεις σε σχεδόν περί τα 2 δισ. ευρώ ή αλλιώς σε ποσοστό 41% υψηλότερο από την κρίσιμη περίοδο του καλοκαιριού 2015. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον μέσο όρο DSO των 100 ημερών, ο κύκλος εργασιών που ασφαλίζεται από την Atradius υπερβαίνει τα 7 δισ. ευρώ, δηλαδή το 4% του ελληνικού ΑΕΠ. Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, ειδικά για τους Έλληνες εισαγωγείς -που σημαίνει ότι εξαιρούμε τις εγχώριες συναλλαγές- είναι ότι έχουμε αυξήσει τις δεσμεύσεις μας κατά 53% από τον Ιούλιο του 2015. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι πληρωμές σε αλλοδαπούς προμηθευτές πραγματοποιούνται γρηγορότερα από τους εγχώριους προμηθευτές, η Atradius εκτιμάται ότι θα καλύψει περισσότερο από το 13% των συνολικών εισαγωγών της Ελλάδας στο τέλος του έτους».
– Ποιοι κλάδοι στη χώρα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα ρίσκα στις ασφαλίσεις πιστώσεων και ποιοι στην Ευρώπη;
«Στην Ελλάδα, θα ήθελα να αναφέρω πρώτα τους τομείς των Κατασκευών / Κατασκευαστικών Υλικών και της Κλωστοϋφαντουργίας, καθώς και τους τομείς των Μηχανήματων και τις Ιχθυοκαλλιέργειες, οι οποίοι είναι τομείς με υψηλότερα ποσοστά αφερεγγυότητας ή παρατεταμένους όρους πληρωμής. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είμαστε δογματικοί ούτε αποκλείουμε ολόκληρους τομείς, διότι υπάρχουν υγιείς επιχειρήσεις σε προβληματικούς τομείς και αντίστροφα».
– Ο Έλληνας επιχειρηματίας έχει ανεπτυγμένη ασφαλιστική συνείδηση;
«Η Ελλάδα υπέστη ένα μεγάλο διάστημα οικονομικής κρίσης, ενώ γνώρισε πολλές αφερεγγυότητες και οικονομικές αβεβαιότητες. Ως αποτέλεσμα, η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για ασφάλιση πιστώσεων έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Επιπρόσθετα, οι Έλληνες επιχειρηματίες χρησιμοποιούν την ασφάλιση πιστώσεων για να τους βοηθήσει να αποκτήσουν πρόσβαση σε φθηνότερο και ευκολότερο Κεφάλαιο Κίνησης. Ωστόσο, η ελληνική αγορά ασφάλισης πιστώσεων εξακολουθεί να θεωρείται ότι είναι υπασφαλισμένη σε σχέση με τα επίπεδα της υπόλοιπης Ε.Ε. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, μόνο το 18% των ασφαλισμένων εταιρειών στην Ελλάδα είναι ασφαλισμένα με πίστωση».
– Η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που ακολουθεί η Ευρώπη σε τι βαθμό έχει δυσκολέψει το έργο των ασφαλιστικών εταιρειών; Πόσο επηρέασε τα αποτελέσματά τους;
«Δεν βλέπουμε επιπτώσεις στην επιχειρηματική πίστη λόγω χαμηλών επιτοκίων. Οι πελάτες μας χρησιμοποιούν την ασφάλιση πιστώσεων όχι μόνο για τη χρηματοδότηση της επιχείρησής τους, αλλά -και αυτό είναι πολύ σημαντικότερο για αυτούς- και για την εξασφάλιση των ανοικτών τους υπολοίπων. Ως εκ τούτου, η ασφάλιση πιστώσεων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους, γεγονός που μπορεί να διαπιστωθεί με το διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό διατηρησιμότητας του πελατολογίου μας».
– Για πόσο καιρό πιστεύετε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει σε αυτή την πολιτική;
«Θεωρούμε ότι η επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα συνεχιστεί το 2017, αν και με βραδύτερο ρυθμό τώρα που το πρόγραμμα έχει μειωθεί σε 60 δισ. ευρώ τον μήνα, από 80 δισ. ευρώ. Το πρόγραμμα θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του 2017, αλλά, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ, κ. Μάριο Ντράγκι, “θα παραταθεί και μετά από αυτή την ημερομηνία εάν χρειαστεί”. Αναμένουμε σε αυτό το στάδιο το πρόγραμμα να μειωθεί σταδιακά το 2018 και τα επιτόκια να αυξηθούν από το 2019. Η βασική μεταβλητή που πρέπει να παρακολουθήσουμε εδώ είναι ο ρυθμός πληθωρισμού, ο οποίος πρέπει να είναι σταθερά κοντά στον στόχο του 2%».
– Με όλα τα θετικά και αρνητικά σχόλια που αφορούν την Ελλάδα, πώς θα σχολιάζατε τη χώρα ως επενδυτικό προορισμό;
«Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα, ως προορισμός επενδύσεων, έχει σημειώσει πρόοδο, αλλά έχει ακόμα δρόμο μπροστά της. Η πολιτική σταθερότητα και η συνεπής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποτελούν τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για την περαιτέρω πρόοδό της. Θετικό γεγονός αποτελεί η αντιμετώπιση του κυβερνητικού ελλείμματος, η μείωση του οποίου ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Επιπλέον, μετά το παραλίγο Grexit στις αρχές του καλοκαιριού του 2015, η σχέση με τους εταίρους της Ευρωζώνης ήταν σχετικά σταθερή. Η Ελλάδα πληροί ευρέως τις συνθήκες του προγράμματος μέχρι στιγμής. Αυτό επέτρεψε τη βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών με την αποκατάσταση της ανάπτυξης στα τέλη του 2016.
Η ανεργία στην Ελλάδα έχει επίσης βελτιωθεί, αλλά παραμένει πολύ υψηλή, στο 23,2%, υποστηριζόμενη από προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Τα ποσοστά επενδύσεων έχουν επίσης αυξηθεί, αρχής γενομένης από ένα χαμηλό επίπεδο. Η λαϊκή υποστήριξη για την παραμονή στην Ευρωζώνη εξακολουθεί να δείχνει πλειοψηφία, αν και βαίνει διαβρούμενη. Ταυτόχρονα, υπάρχουν αρκετές προκλήσεις. Το κυριότερο είναι το δημόσιο χρέος σε ποσοστό άνω του 175% του ΑΕΠ, αν και η σημασία αυτού του θέματος ίσως είναι υπερεκτιμημένη δεδομένης της εξυπηρέτησης του χρέους και του προφίλ των επιτοκίων. Επιπλέον, ο τραπεζικός τομέας είναι αδύναμος με τα μη εξυπηρετούμενα στοιχεία στο 45% των ακαθάριστων δανείων, με αποτέλεσμα τη διακοπή του δανεισμού. Αυτό που είναι πραγματικά αναγκαίο είναι οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στην αγορά προϊόντων. Επιπλέον, το πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης πρέπει να ανανεωθεί.
Η Ελλάδα έχει χρέος να γίνει πιο ανταγωνιστική και οι έλεγχοι κεφαλαίου πρέπει να καταργηθούν το συντομότερο δυνατό, καθώς εμποδίζουν την ανάπτυξη. Με αυτό το σκεπτικό, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι προοπτικές είναι χαμηλές: 1,2% και 1,7% για το 2017 και το 2018 (αναφορά της Economist Intelligence Unit). Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα μιας χώρας που έχει βελτιωθεί ως επενδυτικός προορισμός, αλλά έχει ακόμα δρόμο, ώσπου να γίνει πάλι πραγματικά ανταγωνιστική».
– Θα θέλατε να σχολιάσετε το γεγονός ότι, ενώ η Ελλάδα δείχνει αδυναμία να απορροφήσει τα μνημόνια, οι δανειστές επιμένουν στην ίδια, αυστηρή πολιτική για την εφαρμογή νέων μέτρων, που λειτουργούν σε βάρος της ανάπτυξης;
«Πρώτα απ’ όλα επιτρέψτε μου να πω ότι εμείς, ως ασφαλιστές πιστώσεων, δεν σχολιάζουμε πολιτικές εξελίξεις αλλά μόνο οικονομικές.
Βλέπουμε την Ελλάδα ως μια χώρα η οποία έχει τεθεί σε ένα μάλλον αυστηρό πρόγραμμα ανάκαμψης και της οποίας, μόνο το μέρος των δημόσιων οικονομικών και ειδικότερα η μείωση του ελλείμματος, ήταν επιτυχής. Η θέσπιση νομοθεσίας, ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποτέλεσε πρόκληση. Οι συνθήκες αυτές αποτελούν μέρος ενός μακροοικονομικού προγράμματος, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να επιτρέψει στην Ελλάδα να σταθεί στα πόδια της. Η πολιτική στήριξη ήταν σχετικά περιορισμένη κατά τη διάρκεια των διαφόρων προγραμμάτων διάσωσης, και όχι μόνο από τη σημερινή κυβέρνηση.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική πραγματικότητα στις δανειοδοτικές χώρες, πρώτα απ’ όλα στη Γερμανία, είναι τέτοια που πρέπει να επιβληθούν προϋποθέσεις, κατά προτίμηση με τη στήριξη του ΔΝΤ, για την παροχή δόσεων στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης ύψους 86 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Και για τα δύο μέρη, το Grexit δεν αποτελεί επιλογή, η οποία στην παρούσα φάση, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μορφή πλεονεκτήματος για την Ελλάδα».