Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Αποδέκτης των πρώτων σχολίων από τους Ευρωπαίους ομολόγους του σχετικά με τις πρόσφατες εξαγγελίες της ελληνικής κυβέρνησης για τα ευνοϊκά μέτρα, αλλά και τη χρηματοδότησή τους με «εγγύηση» από το μαξιλάρι ασφαλείας αναμένεται να γίνει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στη συνεδρίαση του Eurogroup την προσεχή Πέμπτη.
Επισήμως, οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα ασχοληθούν με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ωστόσο στο περιθώριο της συνεδρίασης της 16ης Μαΐου είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν συζητήσεις επί των εξαγγελιών Τσίπρα.
Δεδομένου ότι θα βρισκόμαστε πλέον μόλις 10 ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές, όλες οι πλευρές αναμένεται να κρατήσουν χαμηλά τους τόνους. Ωστόσο, η ελληνική ομάδα αναμένεται να σχηματίσει σαφή εικόνα για τη στάση των Ευρωπαίων, η οποία άλλωστε θα αποτυπωθεί και στην έκθεση της 3ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, που αναμένεται να δημοσιευτεί στις αρχές Ιουνίου.
Δημοσιονομικοί στόχοι
Δεδομένου ότι η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και για το 2019 αλλά και για την τριετία 2020-2022 αποτελεί το βασικό «κεφάλαιο» της μεταμνημονιακής συμφωνίας με τους δανειστές, το ενδιαφέρον μέσα στα επόμενα 24ωρα θα επικεντρωθεί στο κατά πόσο οι θεσμοί θα κρίνουν ότι ο δημοσιονομικός στόχος της φετινής χρονιάς δεν τίθεται εν αμφιβόλω από την ενεργοποίηση του πακέτου μέτρων του 2019.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να ψηφίσει τα μέτρα της φετινής χρονιάς αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για τη ρύθμιση των χρεών σε ασφαλιστικά ταμεία, εφορία και δήμους.
Ήδη η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου έχει εκφράσει δημόσια την πρόθεση της κυβέρνησης οι νέοι συντελεστές του ΦΠΑ (σε ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο, τρόφιμα και εστίαση) να ενεργοποιηθούν από την 1η Ιουνίου, ενώ ο υφυπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Αναστάσιος Πετρόπουλος υποστήριξε ότι η λεγόμενη «13η σύνταξη» θα καταβληθεί στις 20 Μαΐου. Αυτό σημαίνει ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις θα πρέπει να έχουν ψηφιστεί μέχρι τότε στη Βουλή, δηλαδή το νομοσχέδιο να έχει κατατεθεί ακόμη και μέσα στην εβδομάδα που διανύουμε.
Η γνώμη των θεσμών
Με αυτά τα δεδομένα, μένει να φανεί αν η κυβέρνηση θα εμφανιστεί να προχωρά «μονομερώς» στην ψήφιση των μέτρων που έχουν δημοσιονομικό κόστος άνω του 1,15 δισ. ευρώ για φέτος (περίπου 800 εκατ. ευρώ κοστίζει μόνο η καταβολή της «13ης σύνταξης») ή αν θα επιδιώξει να εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών.
Χωρίς συμφωνία, η πρώτη αντίδραση των θεσμών θα είναι η έκδοση αρνητικής έκθεσης στις αρχές Ιουνίου στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής αξιολόγησης, κάτι που αναμένεται να έχει αντίκτυπο (μετά τις ευρωεκλογές) και στην αγορά των ομολόγων.
Ουσιαστική διαφορά
Σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, φέτος υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Μέχρι και το τέλος του 2018 η κυβέρνηση προχωρούσε στη διανομή του υπερπλεονάσματος μέσα στο τελευταίο δίμηνο της χρονιάς και αφού προηγουμένως είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Βέβαια, αυτό της στερούσε τη δυνατότητα να περάσει μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, τα οποία έχουν θετικότερο αντίκτυπο για την οικονομία από τα έκτακτα μερίσματα.
Φέτος, η κυβέρνηση θέλει να προεξοφλήσει την παραγωγή των πρωτογενών πλεονασμάτων και να ενεργοποιήσει από τώρα μέτρα μόνιμου χαρακτήρα (δηλαδή μέτρα που θα επιβαρύνουν τους προϋπολογισμούς όλων των ετών από εδώ και στο εξής), παρότι προς το παρόν δεν υπάρχει εικόνα για την εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού, παρά μόνο οι καλές επιδόσεις του παρελθόντος που μπορούν να εκληφθούν και ως «πιλότος» για το τι πρόκειται να γίνει και φέτος.
Ειδική χρονιά λόγω εκλογών
Το 2019 είναι βέβαια «ειδική» χρονιά, λόγω των πολλαπλών εκλογών στην Ελλάδα, αλλά και της γενικότερης ανησυχίας που υπάρχει στην Ευρώπη για την πορεία της οικονομίας.
Η ελληνική πλευρά έχει ήδη επιχειρηματολογήσει υπέρ του ότι θα εμφανιστεί και φέτος υπερπλεόνασμα.
Αφενός στηρίζεται στις καλύτερες του αναμενομένου επιδόσεις του 2018 και αφετέρου στο ότι το πακέτο των μέτρων θα ενισχύσει την ανάπτυξη (η πρόβλεψη για τη φετινή χρονιά αλλά και για την επόμενη είναι στο +2,3%).
Ειδικά τα μέτρα του 2019 αποσκοπούν στο σύνολό τους στο να ενισχύσουν την ιδιωτική κατανάλωση, καθώς τόσο η «13η σύνταξη» όσο και οι μειώσεις του ΦΠΑ δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα σε άλλα μεγέθη του ΑΕΠ όπως είναι οι εξαγωγές ή οι επενδύσεις.
Ο ειδικός λογαριασμός των 5,55 δισ.
Για τα μέτρα του 2020 η συζήτηση με τους δανειστές θα είναι πολύ πιο «δύσκολη», παρά το γεγονός ότι τα μέτρα δεν θα ψηφιστούν από τώρα. Αυτό ισχύει διότι η ελληνική κυβέρνηση «αγγίζει» το θέμα του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων και δεν περιορίζεται απλώς στη διανομή των υπερπλεονασμάτων.
Πρακτικά, ο ειδικός λογαριασμός που θέλει να ανοίξει το υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να μεταφέρει σε αυτόν τα 5,55 δισ. ευρώ από το μαξιλάρι ασφαλείας, συνιστά έμμεση χρηματοδότηση των θετικών μέτρων με τα αποταμιευμένα κεφάλαια που προορίζονται ως «εγγύηση» για την αποπληρωμή των δόσεων του χρέους.
Δηλαδή, η κυβέρνηση ουσιαστικά εγγυάται ότι σε περίπτωση που το πρωτογενές πλεόνασμα του 2020, του 2021 και του 2022 δεν κλείσει στο 3,5%, θα πάρει τα χρήματα από τον λογαριασμό της «εγγύησης» για να φτάσει στο συμφωνηθέν δημοσιονομικό όριο.
Για να γίνει αυτό, οι δανειστές θα πρέπει να συμφωνήσουν αφενός στην έμμεση μείωση του βασικότερου μεταμνημονιακού όρου και αφετέρου στην αλλαγή «χρήσης» του μαξιλαριού ασφαλείας.
Οι πρώτες αντιδράσεις
Προς το παρόν, η κυβέρνηση έχει καταγράψει την πρώτη αντίδραση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, εκπρόσωπος του οποίου από την επομένη κιόλας των ανακοινώσεων δήλωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για τους δημοσιονομικούς στόχους του 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, διά του επικεφαλής του κλιμακίου στην Ελλάδα Π. Ντόλμαν, τάχθηκε ουσιαστικά κατά της πρόθεσης της κυβέρνησης να ακυρώσει τη φορολογική μεταρρύθμιση που είναι προγραμματισμένο να ισχύσει από την 1η/1/2020.
Βέβαια, το ΔΝΤ -ακόμη και πριν από την πρόωρη αποπληρωμή μέρους του χρέους με το κεφάλαιο των 3,6 δισ. ευρώ- είναι πλέον ξεκάθαρο ότι έχει συμβουλευτικό ρόλο στην Ελλάδα.
Προς το παρόν, πάντως, η πιο ηχηρή αντίδραση ήταν αυτή των αγορών. Από την επομένη της ανακοίνωσης των μέτρων η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ανέβηκε κατά τουλάχιστον 20 μονάδες βάσης ξεπερνώντας το 3,5%, με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον αμφίβολη η νέα έκδοση ελληνικού ομολόγου μέσα στον μήνα και σε κάθε περίπτωση πριν από τις ευρωεκλογές.
Πριν από την ανακοίνωση του πακέτου μέτρων, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους είχε έτοιμο σχέδιο έκδοσης 7ετούς ομολόγου για την άντληση ποσού της τάξεως των 2 δισ. ευρώ.