Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Την επιβολή διπλού κοινοτικού προστίμου στην Ελλάδα για μη εκτέλεση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2012, η οποία ζητούσε την ανάκτηση παράνομων κρατικών ενισχύσεων στα Ελληνικά Ναυπηγεία (ΕΝΑΕ) Σκαραμαγκά, εισηγήθηκε χθες ο Γενικός Εισαγγελέας Μελκιόρ Γουατλέ στην ολομέλεια των Ευρωπαίων δικαστών.
Σύμφωνα με τη χθεσινή εισήγηση, ο γενικός εισαγγελέας προτείνει στο Δικαστήριο να υποχρεώσει την Ελλάδα στην καταβολή:
- Κατ΄ αποκοπήν πρόστιμου 13 εκατ. ευρώ,
- στην καταβολή εξαμηνιαίου προστίμου ύψους 9,5 εκατ. ευρώ, το οποίο θα αρχίσει να ισχύει από την επόμενη μέρα της δεύτερης καταδίκης και θα προσαυξάνεται κατά 2 εκατ. ευρώ για κάθε εξάμηνο που καθυστερεί η συμμόρφωση της χώρας.
Το πρώτο πρόστιμο θα καταβληθεί σε κάθε περίπτωση, ενώ το δεύτερο θα καταβληθεί μόνον εφόσον η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τη δεύτερη καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου. Μάλιστα, για να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση η εισήγηση προβλέπει την προσαύξηση του ποσού κατά 2 εκατ. ανά εξάμηνο καθυστέρησης.
Η όλη υπόθεση ξεκίνησε το 2008, όταν η Κομισιόν εξέδωσε απόφαση με την οποία ζήτησε από την Ελλάδα να ανακτήσει πάνω από 230 εκατομμύρια ευρώ παράνομες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στην ΕΝΑΕ μεταξύ 1996 και 2002 υπό μορφή δανείων, εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου χωρίς προηγουμένως να εγκριθούν από τις Βρυξέλλες. Η εκτέλεση της παραπάνω απόφαση έπρεπε να γίνει μέσα σε τέσσερις μήνες, δηλαδή μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2008, κάτι που δεν έγινε.
Στις 28 Ιουνίου 2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε η Κομισιόν διαπίστωσε ότι η Ελλάδα παρέσχε μεν καθ’ όλη τη διάρκεια της αλληλογραφίας που διατήρησε με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σημαντικό αριθμό πληροφοριών σχετικά με τα μέτρα, ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν ανακοινώθηκαν εντός της προθεσμίας που έτασσε η απόφαση.
Το 2015, οι ελληνικές αρχές απέστειλαν στην ENΑΕ ένταλμα εισπράξεως ύψους 523 εκατ. ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο 80 % περίπου του προς ανάκτηση ποσού. Στις 3 Φεβρουαρίου 2017 κίνησαν οι ελληνικές φορολογικές αρχές διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές της δραστηριότητες, στο πλαίσιο της οποίας κατάσχεσαν δύο πλωτές δεξαμενές στις 21 Μαρτίου 2017. Επιπλέον, στις 6 Φεβρουαρίου 2017, οι ελληνικές αρχές προέβησαν σε κατασχέσεις εις χείρας τριών τραπεζών στις οποίες διατηρούσε λογαριασμούς η ΕΝΑΕ. Εντούτοις, ελλείψει καταθέσεων, δεν ανακτήθηκε κανένα ποσό. Στις 27 Ιουνίου 2017, οι ελληνικές αρχές κάλεσαν την ΕΝΑΕ να ρυθμίσει το εναπομείναν 20 % του ποσού της προς ανάκτηση ενίσχυσης (συμπεριλαμβανομένων των τόκων έως τις 30 Ιουνίου 2017), ήτοι 95 εκατ. ευρώ.
Στις 22 Φεβρουαρίου 2017, η Επιτροπή κατέθεσε στο Δικαστήριο δεύτερη προσφυγή κατά της Ελλάδας, θεωρώντας ότι, ενώ πέρασαν 10 έτη από την πρώτη απόφαση η Ελλάδα δεν την είχε ακόμη εκτελέσει και, συνεπώς, δεν είχε συμμορφωθεί.
Με τις χθεσινές προτάσεις τους, ο γενικός εισαγγελέας διαπιστώνει ότι οι ελληνικές αρχές δεν έχουν μέχρι στιγμής ανακτήσει κάποιο ποσό από τη μη συμβατή ενίσχυση. Αντιθέτως, το προς ανάκτηση ποσό προσαυξάνεται συνεχώς με τους σχετικούς τόκους και υπερέβαινε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (15/3/2018), τα 670 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι περισσότερο από 2,6 φορές το αρχικό ποσό. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν εκτέλεσε την πρώτη απόφαση του Δικαστηρίου.
Όσον αφορά τις χρηματικές κυρώσεις, ο γενικός εισαγγελέας εξετάζει χωριστά το ζήτημα της σκοπιμότητας της καταδίκης της Ελλάδας στην καταβολή χρηματικής ποινής και εκείνο της καταβολής κατ’ αποκοπήν ποσού. Αρχικά, εκτιμά ότι η καταδίκη της Ελλάδας στην καταβολή χρηματικής ποινής συνιστά πρόσφορο μέσο για τη διασφάλιση της πλήρους εκτέλεσης της απόφασης της 28ης Ιουνίου 2012.
Η χθεσινή ανακοίνωση του δικαστηρίου κάνει και μια ιστορική αναδρομή σε σχέση με τη δραστηριότητα της ΕΝΑΕ, υπογραμμίζοντας ότι το 1985, η επιχείρηση ιδιοκτήτρια ενός ελληνικού ναυπηγείου (εμπορικού και στρατιωτικού) ευρισκόμενου στον Σκαραμαγκά (Ελλάδα), έπαυσε τις δραστηριότητές της και ετέθη υπό εκκαθάριση. To 1985 επίσης, η κρατική τράπεζα ΕΤΒΑ απέκτησε την πλειονότητα των μετοχών της ΕΝΑΕ. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1995, υπεγράφη σύμβαση για την πώληση του 49 % των μετοχών της ΕΝΑΕ στους εργαζομένους της. Το 1998, η Ελλάδα αποφάσισε να εκσυγχρονίσει και να ενισχύσει τον στόλο των υποβρυχίων της. Για τον σκοπό αυτόν, συνήψε με την ΕΝΑΕ σύμβαση για την κατασκευή τεσσάρων υποβρυχίων «HDW τύπου 214» (σύμβαση «Αρχιμήδης») και σύμβαση για τον εκσυγχρονισμό τριών υποβρυχίων «HDW τύπου 209» (σύμβαση «Ποσειδών II»). Για την κατασκευή και τον εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων αυτών, η ΕΝΑΕ συνήψε συμβάσεις υπεργολαβίας με τη Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH (HDW) και τη Ferrostaal AG. Το 2001, η Ελλάδα αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει πλήρως την ΕΝΑΕ. Στο τέλος της διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως, η HDW-Ferrostaal απέκτησε το σύνολο των μετοχών της ΕΝΑΕ. Κατά τη διάρκεια του έτους 2005, ο γερμανικός όμιλος ThyssenKrupp AG αγόρασε την HDW καθώς και τις μετοχές που κατείχε η Ferrostaal στην ΕΝΑΕ. Στο πλαίσιο της ιδιωτικοποιήσεως της ΕΝΑΕ, η Ελλάδα έλαβε, κατά τα έτη 1996 έως 2003, ορισμένα μέτρα τα οποία συνίσταντο σε εισφορές κεφαλαίου, παροχή εγγυήσεων, αντεγγυήσεων και χορήγηση δανείων υπέρ της ENΑΕ, που αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών αποφάσεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.