Skip to main content

ΕΚΤ – Σνάμπελ: Καταστροφή για την ευρωοικονομία αν καθυστερήσει το Ταμείο Ανάκαμψης 

Προειδοποίηση ότι μία επ’ αόριστον καθυστέρηση στην εκταμίευση των κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, λόγω της προσφυγής στο γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, θα αποτελούσε καταστροφή για την Ευρώπη, απηύθυνε το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η Ίζαμπελ Σνάμπελ, σε συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό Der Spiegel.

«Δεν είναι δικό μου θέμα να κάνω σχόλιο για το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο, αλλά θα ήταν οικονομική καταστροφή για την Ευρώπη αν η εκταμίευση των κεφαλαίων καθυστερούσε επ’ αόριστο. Αν γινόταν αυτό, η Ευρώπη θα έπρεπε να σκεφθεί εναλλακτικές λύσεις, αλλά αυτό θα μπορούσε να πάρει κάποιο χρόνο», απάντησε η Σνάμπελ όταν ρωτήθηκε σχετικά με το θέμα αυτό.

Το γεγονός ότι το Ταμείο Ανάκαμψης και τα εθνικά προγράμματα στήριξης θα οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση των επιπέδων χρέους των χωρών δεν αποτελεί πρόβλημα, είπε η Σνάμπελ, εφόσον οι δαπάνες ενισχύσουν τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. «Η αύξηση στο δημόσιο χρέος είναι αναπόφευκτη και εύλογη λόγω της κρίσης του αιώνα, ενόσω οι δαπάνες ενισχύουν με βιώσιμο τρόπο την ανάπτυξη», δήλωσε η Σνάμπελ.

Το γερμανικό δικαστήριο

Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο ανέστειλε την επικύρωση του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ τον περασμένο μήνα, δηλώνοντας ότι εξετάζει την προσφυγή κατά του σχεδίου ενίσχυσης των επενδύσεων με δανεισμό.

Η Σνάμπελ εξέφρασε, επίσης, ανησυχίες για τους δυνητικούς κινδύνους στις χρηματοπιστωτικές αγορές από δραστηριότητες των ταμείων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds). Το γεγονός ότι η κατάρρευση του hedge fund Archegos προκάλεσε απώλειες δισεκατομμυρίων μεγάλων τραπεζών, όπως της Credit Suisse, αποτελεί «προειδοποιητικό μήνυμα ότι υπάρχουν σημαντικοί συστημικοί κίνδυνοι», δήλωσε η Σνάμπελ.

Η υπόθεση αυτή, πρόσθεσε, έδειξε ότι υπάρχουν «σημαντικά ρυθμιστικά κενά». Η δεύτερη μεγαλύτερη ελβετική τράπεζα υπέστη ζημιές 4,4 δισ. ελβετικών φράγκων από τις συναλλαγές της με την Archegos, οδηγώντας στην αλλαγή της διοίκησης της επενδυτικής της τράπεζας και των διευθύνσεων για τον κίνδυνο.

Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters