Γιατί δεν έχουν κυριαρχήσει στις παγκόσμιες αγορές τα εξαιρετικά προϊόντα της ελληνικής γης; Μήπως ο ελληνικός αγροδιατροφικός τομέας δεν εκμεταλλεύεται τα πλεονεκτήματά του όπως θα μπορούσε; Στα ερωτήματα αυτά επιχειρεί να απαντήσει η διαΝΕΟσις με μία έρευνα, η οποία ρίχνει φως στην μεγάλη ανεκμετάλλευτη ευκαιρία της πρωτογενούς παραγωγής για τη χώρα.
Για την Ελλάδα ο πρωτογενής τομέας έχει μεγαλύτερη σημασία από ό,τι στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας, όσο και σε όρους απασχόλησης. Ωστόσο μαστίζεται από πολύ χαμηλή παραγωγικότητα και μικρή διείσδυση σε ξένες αγορές. Πού οφείλεται αυτή η υστέρηση;
Ομάδα ερευνητών υπό τον συντονισμό της Μαριάννας Σκυλακάκη, managing partner – Τόπος Συμβουλευτική, αναλύει τα μοντέλα συνεργατικότητας στον ελληνικό πρωτογενή τομέα, τεκμηριώνει τα αίτια της κατάρρευσής τους, αποτυπώνει τη νομοθετική και θεσμική πραγματικότητα στη χώρα μας, και συντάσσει ένα λεπτομερές σχέδιο μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσει στη θεραπεία των παθογενειών που μαστίζουν τον χώρο, και θα επιτρέψουν σε υγιείς, νέου τύπου συνεταιρισμούς να αναπτυχθούν και να γίνουν ανταγωνιστικοί διεθνώς.
Τα βασικά της συμπεράσματα και οι κύριες προτάσεις στις οποίες καταλήγει είναι οι ακόλουθες:
Το μέγεθος μετράει
Αν κάποιος θέλει να αναζητήσει μία απλή εξήγηση για την έλλειψη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, μπορεί να κοιτάξει στο μέγεθος. Στην Ελλάδα οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις είναι πολύ μικρές. Ο μέσος κλήρος είναι μόλις 68 στρέμματα, σχεδόν το 1/3 από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (161 στρέμματα), ενώ περισσότερες από τις μισές εκμεταλλεύσεις έχουν μέγεθος μικρότερο από 20 στρέμματα. «Το μέγεθος στον αγροδιατροφικό τομέα είναι τόσο μικρό, ώστε να καθιστά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα τη μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών μονάδων μη ανταγωνιστικές σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές και, γενικότερα, τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα του αγροδιατροφικού τομέα» εξηγούν οι ερευνητές.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά και τον κρίσιμο τομέα της μεταποίησης. Το 95% των περίπου 17 χιλιάδων επιχειρήσεων στον τομέα των τροφίμων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα έχουν λιγότερους από 10 υπαλλήλους. Το 2015 στη χώρα μας μόνο 27 επιχειρήσεις που μεταποιούν προϊόντα του πρωτογενούς τομέα είχαν πωλήσεις άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ. Ούτε μία -συμπεριλαμβανομένων και των θυγατρικών πολυεθνικών στην Ελλάδα- δεν είχε πωλήσεις άνω των 500 εκατ. ευρώ
Αυτό δεν έχει συμβεί τυχαία. Για πολλούς Έλληνες αγρότες το μικρό μέγεθος είναι επιλογή, καθώς τους εξασφαλίζει πρόσβαση στη «μαύρη» οικονομία, αναφέρει η έκθεση.
Απουσία κουλτούρας και κινήτρων για συνεργασίες- συγχωνεύσεις
Εξάλλου, το οικογενειακό δίκαιο, η ιδιοκτησιακή κουλτούρα και γενικότερα η οικονομική μας ιστορία δεν έχουν διευκολύνει τις συνεργασίες και τις συγχωνεύσεις.
Μέχρι πρόσφατα, στις εποχές των μεγάλων επιδοτήσεων και των κρατικών παρεμβάσεων στους προβληματικούς ελληνικούς συνεταιρισμούς, οι Έλληνες αγρότες δεν είχαν ιδιαίτερα κίνητρα να αναπτύξουν εξωστρεφείς στρατηγικές ή να αναζητήσουν συμμαχίες. Βεβαίως, τόσο μικρές επιχειρήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να είναι ανταγωνιστικές σε διεθνείς αγορές, να βρουν συνεργάτες στον τομέα της μεταποίησης ή πρόσβαση σε δίκτυα διανομής, ή και να επενδύσουν σε marketing ή σε καινοτομία.
Έτσι ο πρωτογενής τομέας στη χώρα μας αποδίδει σε ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα περίπου 60% λιγότερο από ό,τι ο αντίστοιχος τομέας στην Ιταλία, για παράδειγμα.
Μονόδρομος η ανάπτυξη μονάδων συνεργατικότητας
Σύμφωνα με την έρευνα, η ανάπτυξη μονάδων συνεργατικότητας στον πρωτογενή τομέα σήμερα είναι απόλυτη ανάγκη. Μάλιστα οι ερευνητές τονίζουν πως αυτές οι μονάδες δεν πρόκειται να εμφανιστούν μόνες τους ή υπό την πίεση των αναγκών της αγοράς, για μια σειρά από αίτια που έχουν να κάνουν και με τις καθόλου γόνιμες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα μετά από δέκα χρόνια κρίσης.
«Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο του αγροδιατροφικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους» γράφουν οι ερευνητές.
Στόχος είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας τόσο οριζόντια, μεταξύ των αγροτών (παραδοσιακοί συνεταιρισμοί, νέου τύπου, αγροτικές επιχειρήσεις κλπ.) ή/και μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων (δίκτυα και clusters) όσο και κάθετα μεταξύ των αγροτών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων (συμβολαιακή γεωργία, υβριδικά σχήματα συνεργασίας μεταξύ συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων), ή μεταξύ ολόκληρης της αλυσίδας αξίας και των ερευνητικών κέντρων.
Τι είναι οι συνεταιρισμοί και ποια η εικόνα στη χώρα μας
Σύμφωνα με τον ευρέως αποδεκτό ορισμό, «συνεταιρισμός είναι μια αυτόνομη ένωση προσώπων που συγκροτείται εθελοντικά για την αντιμετώπιση των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών αναγκών και επιδιώξεών τους, διαμέσου μιας συνιδιόκτητης και δημοκρατικά διοικούμενης επιχείρησης». Πρόκειται για μια εξαιρετικά επιτυχημένη μορφή οικονομικής σύμπραξης. Παγκοσμίως, οι συνεταιρισμοί που υπάρχουν αριθμούν πάνω από ένα δισεκατομμύριο μέλη και απασχολούν περίπου 279 εκατομμύρια εργαζόμενους. Οι 300 μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί παγκοσμίως -το 1/3 των οποίων είναι αγροτικοί- έχουν ετήσιο τζίρο της τάξης των 2,02 τρισ. δολαρίων ετησίως.
Στη χώρα μας το «δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι» κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1864. Ο πρώτος συνεταιρισμός, ο «Μετοχικός Γεωργικός Σύλλογος Αλμυρού» ιδρύθηκε το 1900 και πρώτος νόμος που όρισε την υιοθέτηση του συνεταιριστικού θεσμού από το κράτος πέρασε το 1915. Εκείνη τη χρονιά στην Ελλάδα υπήρχαν 150 αγροτικοί συνεταιρισμοί -μόλις 14 χρόνια αργότερα είχαν φτάσει τους 5.186. Ως εξαιρετικά επιτυχημένο μοντέλο, όμως, δεν άργησε να προσελκύσει και πολιτικές παρεμβάσεις, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’30 κιόλας. Κι αυτή ήταν η αρχή του τέλους τους.
Μηχανισμοί παραγωγής… ψήφων
Οι συνεταιρισμοί, σχολιάζουν οι ερευνητές, «έγιναν πρωτίστως μηχανισμοί παραγωγής ψήφων και όχι υγιείς επιχειρηματικές προσπάθειες. Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η συσσώρευση γιγάντιων χρεών, που με τη σειρά της οδήγησε σε ακόμα περισσότερες πολιτικές παρεμβάσεις για τη ρύθμισή τους».
Αναφέρονται σε ορισμένες «εξωφρενικές περιπτώσεις», όπως η στήριξη της γαλακτοκομικής συνεταιριστικής οργάνωσης ΑΓΝΟ, με πρόφαση την καταστροφή του πυρηνικού εργοστασίου Τσερνομπίλ, για την οποία και καταδικάστηκε τελικά η Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. «Αυτή η στρεβλή κατάσταση οδήγησε αναπόφευκτα στην κακοδιοίκηση και, τελικά, στην αναποτελεσματικότητα και στην κατάρρευση» τονίζουν.
Το 2000 στη χώρα μας υπήρχαν τυπικά σχεδόν 6.500 συνεταιρισμοί οι οποίοι είχαν σχεδόν 750.000 μέλη, αλλά απασχολούσαν λιγότερους από 10.000 εργαζόμενους. Η συντριπτική πλειονότητα ήταν πρακτικά ανενεργοί ή και εικονικοί, σημειώνει η έκθεση. Όταν το 2011 άρχισε η σύνταξη του σχετικού Μητρώου (μια μνημονιακή υποχρέωση) και το υπουργείο Γεωργίας έστειλε ένα ερωτηματολόγιο στους ελληνικούς συνεταιρισμούς, μάθαμε ότι λιγότερο από το ένα πέμπτο είχαν έστω και υποτυπώδη οικονομική παρουσία.
Και τα φωτεινά παραδείγματα
Βεβαίως, ακόμα και μέσα σε αυτό το κλίμα υπήρχαν και φωτεινά παραδείγματα, όπως η Venus και η ΑΛΜΜΕ στα κονσερβοποιημένα φρούτα, ή η Ελαιουργική και η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λέσβου στο ελαιόλαδο. Ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ανατολή στην Ιεράπετρα, για παράδειγμα, που έχει 200 μέλη, είναι κερδοφόρος, έχει ελάχιστο τραπεζικό δανεισμό, διαχειρίζεται 1.200 στρέμματα θερμοκηπιακών καλλιεργειών και τυποποιεί και εξάγει τα προϊόντα του (ντομάτα, πιπεριά, αγγούρι και μελιτζάνα). Η επίσης κερδοφόρα ομάδα παραγωγών Ζευς στην Πιερία αριθμεί 350 μέλη, παράγει ακτινίδια, δαμάσκηνα και απύρηνα σταφύλια (τα οποία εξάγει σε ποσοστό 100%) και είναι μία από τις ελάχιστες επιχειρήσεις του είδους που επενδύουν σε έρευνα, αναπτύσσοντας σε συνεργασία με έναν Ιταλό παραγωγό νέες ποικιλίες ακτινιδίων. Η δε Ένωση Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων Santo, που ιδρύθηκε το 1947, διαθέτει 1.200 μέλη, σύγχρονες εγκαταστάσεις (το οινοποιείο SantoWines χωρητικότητας 4.000 τόνων, εργοστάσιο επεξεργασίας για το τοματάκι Σαντορίνης, και το Κέντρο Οινοτουρισμού SantoWines το οποίο επισκέπτονται 400.000 επισκέπτες το χρόνο, και όπου φιλοξενούνται ακόμη και γάμοι) και παράγει μια σειρά από διάσημα τοπικά προϊόντα όπως η φάβα, το τοματάκι, η κάπαρη και φυσικά το κρασί.
Εννέα προτάσεις για το μέλλον
Οι ερευνητές προτείνουν τα ακόλουθα βήματα:
- Οικονομικά κίνητρα για συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα, όπως η κατάργηση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος με την είσοδο σε ένα συνεργατικό σχήμα, ή η προνομιακή πρόσβαση σε επιδοτήσεις του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης και σε προγράμματα συμβολαιακής γεωργίας.
- Δημιουργία ενός νόμου πλαισίου που να δίνει στους συνεταιρισμούς την ευελιξία να καθορίζουν οι ίδιοι, μέσω του καταστατικού τους, την εσωτερική οργάνωση και επιχειρηματική κατεύθυνση που επιθυμούν, έχοντας την ευχέρεια να υιοθετήσουν μικρά οργανωτικά χαρακτηριστικά. Αυστηρή ουδετερότητα σε θέματα φορολογίας, επιδοτήσεων κλπ., ανεξαρτήτως της νομικής μορφής των συνεργατικών σχημάτων. Το νομοθετικό πλαίσιο πρέπει να παραμένει σταθερό και να μην αλλάζει με κάθε νέα κυβέρνηση.
- Δημιουργία ηλεκτρονικών εφαρμογών για τη διαχείριση της δραστηριότητας των συνεργατικών σχηματισμών και την επικοινωνία των μελών τους.
- Κατάργηση της απαγόρευσης μεταβίβασης και διαπραγμάτευσης των συμβολαίων της συμβολαιακής γεωργίας σε δημοπρατήρια, χρηματαγορές ή χρηματιστήρια εμπορευμάτων της Ελλάδας ή του εξωτερικού -και βέβαια η δημιουργία μιας τέτοιας αγοράς στη χώρα μας.
- Πρόγραμμα οικοδόμησης ικανοτήτων για τη δημιουργία συνεργατικών σχημάτων. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την προβολή επιτυχημένων τέτοιων σχημάτων, την προώθηση θεσμών που θα λειτουργήσουν ως καταλύτες συνεργασίας και την οργάνωση δράσεων που διευκολύνουν τη συνεργατικότητα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Τα μέτρα θα συνεισφέρουν και στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης σε νέες μορφές συνεργατικότητας.
- Δημιουργία προγραμμάτων που ενθαρρύνουν τη συνεργατικότητα και την εξωστρέφεια με την από κοινού αξιοποίηση δικτύων μάρκετινγκ και εμπορίας. Η δημιουργία ενός οργανισμού προώθησης της εξωστρέφειας στον αγροδιατροφικό τομέα, αντίστοιχου με τον ΣΕΤΕ στον τομέα του τουρισμού, κρίνεται απαραίτητη.
- Αξιοποίηση των μέτρων του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, ιδίως αυτών που αφορούν την κατάρτιση των αγροτών, τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, τα συστήματα ποιότητας, τη βιολογική γεωργία και άλλα.
- Λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της μαύρης οικονομίας, μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων μεν, αλλά και μέσω της οικοδόμησης ενός συστήματος ελέγχου του παραγόμενου εισοδήματος στη βάση των εισροών, σε συνδυασμό με τη μηχανογραφημένη γνώση για την τοπική παραγωγικότητα των συγκεκριμένων καλλιεργειών.
- Αξιοποίηση του προγράμματος ενοικίασης δημόσιας γης για να ενθαρρυνθεί η αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων και η ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα εδώ:
naftemporiki.gr