Skip to main content

ΤτΕ: Γιατί αυξήθηκαν οι καταθέσεις – Πού θα κατευθυνθούν μετά το τέλος της πανδημίας

Η εφαρμογή των προγραμμάτων εμβολιασμού αναμένεται να δημιουργήσει κλίμα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στα νοικοκυριά, προϋπόθεση απαραίτητη ώστε να μετατραπεί μέρος της παρατηρούμενης αύξησης των καταθέσεων σε καταναλωτική ή επενδυτική δαπάνη, τουλάχιστον για τα πιο οικονομικά εύρωστα νοικοκυριά. Παράλληλα, μέρος αυτών ενδεχομένως να κατευθυνθεί και στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων, όταν αρθεί η αναστολή πληρωμών των ευάλωτων νοικοκυριών προς το Δημόσιο και τις τράπεζες.

Όπως τονίζεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για το 2020, η πανδημία,  η οποία είναι ακόμη σε εξέλιξη, και τα μέτρα περιορισμού της εξάπλωσής της άσκησαν έντονα δυσμενείς επιδράσεις τόσο στον πλούτο των νοικοκυριών ανακόπτοντας απότομα τη δυναμική ανάκαμψη που είχε σημειωθεί το 2019, όσο και στους δείκτες μόχλευσης των νοικοκυριών, μεγάλο μέρος των οποίων μετριάστηκε χάρη στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης του εισοδήματος και της απασχόλησης που ελήφθησαν άμεσα.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα νοικοκυριά εισήλθαν στην κρίση της πανδημίας, έχοντας προχωρήσει σε αποκλιμάκωση του αποθέματος των υποχρεώσεών τους από το 2010.  Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και αναστολής υποχρεώσεων, που υιοθετήθηκαν λόγω της πανδημίας, συνέβαλαν στην προσωρινή παύση της διαδικασίας απομόχλευσης των νοικοκυριών. Εντούτοις, ο προσωρινός χαρακτήρας αυτών των μέτρων αποτελεί πρόκληση για τα νοικοκυριά. Η σταδιακή επαναφορά πληρωμής των υποχρεώσεων, ενδεχομένως με ευνοϊκότερους όρους όπου κρίνεται απαραίτητο, θα βοηθήσει τα νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν την πρόκληση αυτή.

Τους τελευταίους 13 μήνες, παρατηρήθηκε αύξηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών, εξέλιξη που δεν είχε παρατηρηθεί στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 10 δισ. ευρώ το 2020. Η άνοδος αυτή, όπως τονίζεται στην έκθεση της ΤτΕ, εξηγείται όχι μόνο από το κλίμα της αυξημένης αβεβαιότητας, αλλά και από τα περιοριστικά μέτρα που επέβαλε στην οικονομική δραστηριότητα η εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων.

Σύμφωνα με την έκθεση, η οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών όπως αποτυπώνεται στις αποφάσεις τους για επενδύσεις, αποταμίευση και δημιουργία ή μείωση υποχρεώσεων, έχει σημασία στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, καθώς επιδρά καθοριστικά στη συνολική ζήτηση και στην οικονομική ανάπτυξη.

Οι αυστηροί περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην οικονομική δραστηριότητα για την ανάσχεση της εξάπλωσης της πανδημίας οδήγησαν σε αύξηση της αβεβαιότητας ως προς το μελλοντικό εισόδημα και την απασχόληση των νοικοκυριών και ταυτόχρονα σε συρρίκνωση των καταναλωτικών τους δαπανών. Απόρροια των παραπάνω, σε συνδυασμό με τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης του εισοδήματος και την αναστολή πληρωμής υποχρεώσεων των ευάλωτων νοικοκυριών, είναι ότι οι καταθέσεις ενισχύθηκαν σημαντικά για λόγους πρόνοιας, αλλά και αναγκαστικά.

Η άνοδος αυτή βελτιώνει τη χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και αναμένεται να τροφοδοτήσει σημαντικό μέρος της ανάκαμψης της οικονομίας, μέσω της ενίσχυσης των καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών μόλις υποχωρήσει η εν εξελίξει πανδημία.
Λόγω της επιβολής διαδοχικών απαγορεύσεων (lockdowns) με σκοπό τον περιορισμό της πανδημίας, υιοθετήθηκαν δημοσιονομικά μέτρα που σκοπό είχαν να στηρίξουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που επλήγησαν. Τα εν λόγω μέτρα στήριξης και ο περιορισμός στις μετακινήσεις συνέβαλαν στην αύξηση των καταθέσεων.

Εντούτοις, παρά τη σημαντική αύξηση που παρουσίασαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών, το γ΄ τρίμηνο του 2020 αυτές εξακολουθούσαν να υπολείπονται κατά 20,1% σε σύγκριση με το 2010.

Το γ΄ τρίμηνο του 2020 συγκριτικά με το τέλος του 2019, παρατηρείται αύξηση του μεριδίου των καταθέσεων στο 55,7% από 51,1% και αντίστοιχα μείωση του μεριδίου των μετοχών στο 23,8% από 29,9% του ενεργητικού. Κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε και στην προηγούμενη οικονομική κρίση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες τις ευρωζώνης.

Συγκεκριμένα, το μερίδιο των καταθέσεων και των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών προϊόντων των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ αποτελούσε το 34% του συνολικού τους χρηματοοικονομικού πλούτου στα μέσα του 2019, παραμένοντας σημαντικά υψηλότερο από τα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης ποσοστά.  

Διαχρονικά, αλλά και πιο πρόσφατα, το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών εξακολουθεί να συνίσταται σε καταθέσεις, γεγονός που τους προσδίδει πλεονέκτημα και ευελιξία στην αντιμετώπιση οικονομικών δυσχερειών. Υπό το πρίσμα της τρέχουσας συγκυρίας, αυτός ο πιο άμεσα ρευστοποιήσιμος πλούτος των νοικοκυριών λειτουργεί ως “δίχτυ ασφαλείας” έναντι απωλειών στο εισόδημα.

Η ενίσχυση των καταθέσεων αντανακλούσε τη συμμετοχή των νοικοκυριών στα δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης που υιοθετήθηκαν, την αύξηση της ηθελημένης (για λόγους πρόνοιας) ή εξ ανάγκης (λόγω των περιοριστικών μέτρων) αποταμίευσης και την προσωρινή αναστολή των υποχρεώσεων για τα ευάλωτα νοικοκυριά που εφάρμοσαν οι τράπεζες και η κυβέρνηση.

Η ΤτΕ εκτιμά ότι η εξ ανάγκης άνοδος των καταθέσεων, φαινόμενο που δεν παρουσιάστηκε στην προηγούμενη οικονομική κρίση, θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρι να εμβολιαστεί σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, ώστε να αρθούν πλήρως τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και να βελτιωθεί η χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα των νοικοκυριών.

Αυτό αναμένεται να τροφοδοτήσει σημαντικό μέρος της ανάκαμψης της οικονομίας, μέσω της ενίσχυσης των καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών, μόλις υποχωρήσει η εν εξελίξει πανδημία.

Παράλληλα, τονίζεται η ανάγκη σταδιακής και προσεκτικής ανάκλησης των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που στοχεύουν στα ευάλωτα νοικοκυριά, ώστε να αποτραπεί ένα μεγάλο κύμα αθέτησης οικονομικών υποχρεώσεων και να μετριαστεί η επίπτωση στην κατανάλωση και εν τέλει στη δυναμική της ανάπτυξης.

Ραλλού Αλεξοπούλου