Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Μεθαύριο Πέμπτη αναμένεται να καταθέσει στη Βουλή ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος το νομοσχέδιο για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, το οποίο περιέχει σαρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ασφάλισης.
Από τις ενοποιήσεις όλων των ασφαλιστικών ταμείων υπό τη σκέπη του νέου Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), έως την εξομοίωση των ασφαλιστικών εισφορών και συνταξιοδοτικών παροχών για όλους τους εργαζόμενους, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Επίσης, ανοικτό είναι το ενδεχόμενο νέας συνάντησης αύριο του υπουργού Εργασίας με το κουαρτέτο των θεσμών.
Στόχος είναι να εξευρεθούν επιπλέον σημεία σύγκλισης μεταξύ των δύο πλευρών, ειδικά στο θέμα των επικουρικών συντάξεων, το οποίο εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πλέον ακανθώδη προβλήματα, τόσο σε επίπεδο διαπραγμάτευσης όσο και σε τεχνικό επίπεδο εφαρμογής των προτεινόμενων αλλαγών.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι
Ηδη, το υπουργείο Εργασίας έχει ολοκληρώσει την επεξεργασία του τμήματος του νομοσχεδίου που αφορά το ασφαλιστικό των δημοσίων υπαλλήλων. Σύμφωνα με το τελικό κείμενο, στον νέο Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης υπάγονται: τακτικοί και μετακλητοί υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, της Βουλής, υπάλληλοι ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, οι ιερείς, καθώς και τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, του πυροσβεστικού σώματος.
Από 1-1-2017 το συνολικό ποσοστό εισφοράς για τον κλάδο σύνταξης στον ΕΦΚΑ ασφαλισμένου και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των συντάξιμων μηνιαίων αποδοχών και κατανέμονται κατά 6,67% σε βάρος του εργαζομένου και κατά 13,33% σε βάρος του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.
Οι συντάξεις για όσους δημοσίους υπαλλήλους αποχωρήσουν από την υπηρεσία τους μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν έως τις 31/12/2014. Οσοι δημόσιοι υπάλληλοι αποχώρησαν ή θα αποχωρήσουν μέσα στο 2016, εάν το μικτό ποσό της σύνταξής τους είναι μικρότερο κατά 20% και πλέον σε σύγκριση με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (31/12/2014), τότε θα δικαιούνται το μισό αυτής της διαφοράς ως προσωπική διαφορά. Εάν συνταξιοδοτηθούν μέσα στο 2017 θα πάρουν το 1/3 και όσοι συνταξιοδοτηθούν μέσα στο 2018 θα πάρουν το 1/4 αυτής της διαφοράς.
Εθνική σύνταξη
1 Η εθνική σύνταξη ορίζεται σε τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 20 έτη ασφάλισης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών, μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης, που αποτελούν προϋπόθεση για την καταβολή της. Στις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, η εθνική σύνταξη καταβάλλεται στους δικαιούχους εφόσον διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου έτους ηλικίας και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
2 Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης και με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99% χορηγείται το 50% αυτής. Στους συνταξιούχους που λαμβάνουν μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας με ποσοστό αναπηρίας έως 49,99% χορηγείται το 40% της εθνικής σύνταξης. Για τους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
3 Σε περίπτωση σώρευσης πολλών κύριων συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη. Στην περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μιας πλήρους σε ποσό σύνταξης και μιας μειωμένης κύριας σύνταξης, το ποσό της χορηγούμενης εθνικής σύνταξης είναι πλήρες. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε μία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
Ανταποδοτική σύνταξη
4 Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού και για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπ’ όψιν ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του δημοσίου τομέα που ίσχυαν μέχρι τη δημοσίευση του νέου νόμου. Μέχρι την 31.12.2017 οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις.
5 Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών διά του συνολικού χρόνου ασφάλισής του. Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, εξαιρουμένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας που τυχόν καταβλήθηκαν.
Η «προσωπική διαφορά»
6 Από την 1.1.2018, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό αυτών των συντάξεων είναι μεγαλύτερο από το ποσό που προκύπτει από τον νέο τρόπο υπολογισμού, τότε το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του. Εάν το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, τότε αυτό προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο της διαφοράς σταδιακά και ισόποσα εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Ποιοι κερδίζουν – ποιοι χάνουν
Οι μεγάλοι ευνοημένοι είναι όσοι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν ήδη καταθέσει αίτηση συνταξιοδότησης καθώς και όσοι θα ολοκληρώσουν τη διαδικασία κατάθεσης των σχετικών αιτήσεων πριν από την ψήφιση του νέου νόμου, επειδή οι συντάξεις τους θα υπολογιστούν με το παλαιό σύστημα.
Επίσης ευνοούνται όσοι εισπράττουν ως αποδοχές ποσά από την υπηρεσία τους τα οποία δεν θεωρούνται συντάξιμες αποδοχές (αφορά κυρίως νοσοκομειακούς και εφοριακούς).
Απώλειες θα έχουν κυρίως οι ασφαλισμένοι των ειδικών μισθολογίων, όπως είναι οι πανεπιστημιακοί και οι γιατροί του ΕΣΥ, καθώς και οι ασφαλισμένοι του ΕΤΕΑ που πλήρωναν ασφαλιστικές εισφορές σε δύο ταμεία.