Τα δεδομένα της τελευταίας έρευνας για τον δείκτη μεταποίησης-PMI υπέδειξαν εκ νέου, μολονότι οριακή, βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών του ελληνικού μεταποιητικού τομέα τον Μάρτιο. Παρότι εξακολούθησαν να υποδεικνύουν συρρίκνωση, οι ρυθμοί μείωσης της παραγωγής και των νέων παραγγελιών εξασθένησαν.
Εν τω μεταξύ, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη αυξήθηκε, καθώς οι εταιρείες αύξησαν τον αριθμό εργαζομένων τους προβλέποντας μελλοντική αύξηση των νέων παραγγελιών. Οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού επιδεινώθηκαν και πάλι στον μεγαλύτερο βαθμό που έχει καταγραφεί από τον περασμένο Απρίλιο. Οι επακόλουθες ελλείψεις πρώτων υλών οδήγησαν στην ταχύτερη αύξηση του κόστους εισροών που έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής.
Ωστόσο, οι εταιρείες κατάφεραν να μετακυλίσουν μέρος της ανόδου του κόστους των τιμών εισροών, καθώς ο ρυθμός αύξησης των τιμών χρέωσης άγγιξε νέα υψηλή τιμή-ρεκόρ στην ιστορία της έρευνας.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI ) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας. Προκύπτει από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών. Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα. Ο κύριος δείκτης PMI έκλεισε στις 51.8 μονάδες τον Μάρτιο, τιμή υψηλότερη από τις 49.4 μονάδες του Φεβρουαρίου, υποδεικνύοντας την πρώτη βελτίωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020.
Ωστόσο, ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν οριακός σε γενικές γραμμές και αισθητά βραδύτερος από τους ρυθμούς που παρατηρήθηκαν αμέσως πριν από την έξαρση της πανδημίας. Στην αύξηση της τιμής του κύριου δείκτη συνέβαλε η περαιτέρω επιδείνωση της απόδοσης των προμηθευτών τον Μάρτιο (η οποία, κατά κανόνα, αποτελεί ένδειξη βελτίωσης των συνθηκών ζήτησης). Σύμφωνα με αναφορές, οι συνεχιζόμενες διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού, που οφείλονταν σε καθυστερήσεις στις μεταφορές και σε ελλείψεις πρώτων υλών ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), επιμήκυναν τον χρόνο παράδοσης προμηθειών.
Οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών αυξήθηκαν σημαντικά και στον μεγαλύτερο βαθμό που έχει καταγραφεί από τον Απρίλιο του 2020. Λόγω των ελλείψεων προμηθειών, το κόστος εισροών που κλήθηκαν να καταβάλουν οι Έλληνες παραγωγοί αγαθών αυξήθηκε με πρωτοφανή ρυθμό στο τέλος του πρώτου τριμήνου. Ορισμένες εταιρείες ανέφεραν επίσης ότι οι υψηλότερες τιμές εισροών συνδέθηκαν με το επιπρόσθετο κόστος που προέκυψε λόγω Brexit. Οι εταιρείες κατάφεραν να αυξήσουν τις τιμές πώλησης τον Μάρτιο και με τον δριμύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής των συγκεκριμένων στοιχείων, τον Νοέμβριο του 2002. Οι ερωτηθέντες στην έρευνα απέδωσαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, την αύξηση των χρεώσεων στη μετακύλιση του υψηλότερου κόστους στους πελάτες.
Παράλληλα, η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες συρρικνώθηκαν περαιτέρω, μολονότι ηπιότερα και με οριακούς ρυθμούς. Σύμφωνα με αναφορές, οι μειώσεις οφείλονταν στην εξασθενημένη ζήτηση από την πλευρά των πελατών και στα μέτρα σχετικά με το συνεχιζόμενο κλείσιμο των επιχειρήσεων που ανήκουν στον κλάδο φιλοξενίας και τουρισμού. Κατ’ αναλογία με τις υποτονικές συνθήκες ζήτησης, ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών μειώθηκε έντονα τον Μάρτιο. Παρόλ’ αυτά, οι εταιρείες ήταν αισιόδοξες σχετικά με τη μελλοντική παραγωγή και αύξησαν τον αριθμό εργαζομένων τους με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020.
Η εμπιστοσύνη σχετικά με τις προοπτικές ως προς την παραγωγή το 12μηνο που διανύουμε βελτιώθηκε επίσης και κυμάνθηκε στο δεύτερο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από πέρυσι μετά την έξαρση της πανδημίας. Τ
Τέλος, οι προσπάθειες δημιουργίας αποθεμάτων και αποφυγής μελλοντικών ελλείψεων στις προμήθειες οδήγησαν σε νέα άνοδο των αγορών προμηθειών τον Μάρτιο. Η αύξηση της αγοραστικής δραστηριότητας συνέβη παράλληλα με την περαιτέρω συρρίκνωση των αποθεμάτων προμηθειών και ετοίμων προϊόντων, δεδομένου ότι οι εταιρείες κατέβαλαν σκληρές προσπάθειες για να ανανεώσουν τα αποθέματα εισροών και ετοίμων προϊόντων, λόγω των καθυστερήσεων στις παραδόσεις.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, είπε: «Οι λειτουργικές συνθήκες στις εταιρείες του ελληνικού μεταποιητικού τομέα βελτιώθηκαν για πρώτη φορά σε διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους τον Μάρτιο. Παρόλ’ αυτά, οι μειώσεις της παραγωγής και των νέων παραγγελιών διατηρήθηκαν, καθώς ήταν δύσκολη η ανοδική πορεία της ζήτησης από το εσωτερικό και το εξωτερικό.»
«Ωστόσο, στην άνοδο της τιμής τους κύριου δείκτη συνέβαλε η μεγαλύτερη επιδείνωση της απόδοσης των προμηθευτών, η οποία ήταν αντίστοιχη με αυτήν που παρατηρήθηκε αμέσως μετά την έξαρση της πανδημίας τον Απρίλιο του 2020, και μετά το δημοψήφισμα του 2015 για το πακέτο διάσωσης. Κατά συνέπεια, το κόστος εισροών εκτοξεύθηκε στα ύψη, ενώ σε μεγάλο βαθμό οι εταιρείες μετακύλισαν το υψηλότερο κόστος στους πελάτες τους.Παρά την αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων σε όλη την Ευρώπη, οι κατασκευαστές ήταν περισσότερο αισιόδοξοι τον Μάρτιο. Οι εταιρείες προσέλαβαν επίσης περισσότερο προσωπικό χάρη στις ελπίδες για μελλοντική αύξηση της ζήτησης από την πλευρά των πελατών. Ωστόσο, οι ισχυρότερες συνθήκες ζήτησης θα εξαρτηθούν από την επαναλειτουργία των επιχειρήσεων στον κλάδο τουρισμού και φιλοξενίας.»
naftemporiki.gr