Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Τον κίνδυνο να δουν τα έσοδά τους να μειώνονται κατά 80% αντιμετωπίζουν οι εφοδιαστές πλοίων, εξαιτίας των νέων ρυθμίσεων του υπουργείου Οικονομικών. Αντίθετα, αν απλοποιηθεί το πλαίσιο λειτουργίας του κλάδου, ο τζίρος των επιχειρήσεων μπορεί να φτάσει από τα 250 εκατ. ευρώ σήμερα στα 600 εκατ. ευρώ ετησίως, με συντηρητικούς μάλιστα υπολογισμούς.
Με αφορμή τα στοιχεία που εξέδωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή και τα οποία δείχνουν τα έσοδα του κλάδου το 2015 να είναι στα 70 εκατ. ευρώ και το 2016 να πέφτουν σχεδόν στο μηδέν (790.000 ευρώ), ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εφοδιαστών Πλοίων-Εξαγωγέων(ΠΣΕΠΕ) Νίκος Μαυρίκος επισημαίνει ότι τα έσοδα του κλάδου σε ετήσια βάση φτάνουν κατά προσέγγιση στα 250 εκατ. ευρώ.
Ξεκαθαρίζει όμως ότι «σήμερα είναι φθηνότερο να εφοδιαστεί ένα πλοίο σε άλλο λιμάνι εκτός Ελλάδας, ή να περιμένει τη μεταφορά των προμηθειών του από άλλη χώρα προς την Ελλάδα, με φορτηγά, αντί να χρησιμοποιήσει ελληνικές εφοδιαστικές επιχειρήσεις και ελληνικά προϊόντα».
«Το κυριότερο είναι ότι ο κλάδος θα μπορούσε να έχει τριπλάσια έσοδα από όσα πραγματικά έχει σήμερα, αλλά το περίπλοκο και δυσνόητο πλαίσιο στο οποίο δραστηριοποιούμαστε δεν μας δίνει την ευκαιρία να αναπτυχθούμε» υπογραμμίζει στη «Ν» ο κ. Μαυρίκος. Προσθέτει δε ότι η συνέχεια θα είναι αντίστροφη αν δεν «αποσύρει» το υπουργείο Οικονομικών την απαίτηση να εκδίδονται τα φορολογικά στοιχεία στο όνομα του πλοιοκτήτη. Αν παραμείνει αυτό το καθεστώς τα έσοδα του κλάδου θα συρρικνωθούν στα 50 εκατ. ευρώ ετησίως, αφού οι συναλλαγές γίνονται με τους διαχειριστές ή τους εκπροσώπους.
Απαγορευτικό προσέγγισης
Ετησίως στην Ελλάδα καταφθάνουν με πλοία (κρουαζιερόπλοια, επιβατικά, αναψυχής κ.ά.) περισσότεροι από 2,5 εκατ. επιβάτες (στοιχεία Medcruise), στους οποίους δεν συνυπολογίζονται οι χιλιάδες των πληρωμάτων εμπορικών, αλιευτικών και πολεμικών πλοίων. Διεθνείς έρευνες (Cruise Market Watch) δείχνουν ότι μόνο οι επιβάτες κρουαζιερόπλοιων ξοδεύουν εν πλω περισσότερα από 350 ευρώ κατά κεφαλή. Αντίστοιχα, για τον καθένα από αυτούς τους επιβάτες οι επιχειρήσεις κρουαζιέρας προϋπολογίζουν έξοδα μόνο για τη διατροφή ύψους σχεδόν 100 ευρώ κατά κεφαλή.
Οι εκτιμήσεις του ΠΣΕΠΕ αναφέρουν ότι πέρα των τροφίμων και αλκοολούχων ποτών, εάν συνυπολογιστούν και τα υπόλοιπα εφόδια (χρώματα, ανταλλακτικά μηχανών, εργαλεία, σχοινιά, αλυσίδες, καπνικά/τσιγάρα κ.τ.λ.), η δυνητική αγορά των εφοδιασμών πλοίων στην Ελλάδα, «με τη λήψη των κατάλληλων διοικητικών μέτρων, θα μπορούσε άμεσα να ξεπεράσει τις προοπτικές ολόκληρης της πολύφερνης και πολυδιαφημισμένης αγοράς της Κίνας, που το 2016 εισήγαγε ελληνικά προϊόντα αξίας 330 εκατ. ευρώ».
Εξαγωγές χαμένες στη μετάφραση
Όπως προέκυψε από πρόσφατη σύσκεψη που συγκάλεσε στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς ο ΠΣΕΠΕ και στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι 15 συλλογικών φορέων της εφοδιαστικής αλυσίδας, η αδυναμία αξιοποίησης των προοπτικών του κλάδου προς όφελος της ελληνικής οικονομίας συνολικά οφείλεται στη μη εφαρμογή από την Ελλάδα κοινοτικών κανονισμών και οδηγιών, καθώς και στη μη ορθή ερμηνεία ακόμη και του ίδιου του ορισμού του εξαγωγέα ή του πλοιοκτήτη, από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές της χώρας.
Ο ΠΣΕΠΕ χαρακτηριστικά αναφέρει ότι από τη μία πλευρά «αμφισβητείται ευθέως σε καθημερινή βάση η νομιμότητα των συναλλαγών μας», ενώ από την άλλη «με το ισχύον εθνικό τελωνειακό πλαίσιο εκτρέπουμε (αντί να προσεγγίζουμε με ευελιξία όπως απαιτείται) τους εφοδιασμούς προς όφελος των άλλων κρατών – μελών».
Πιο συγκεκριμένα, πρόσφατη διαταγή της διοίκησης προς τα τελωνεία της χώρας, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει κοινοποιηθεί στους εφοδιαστές-εξαγωγείς, ορίζει ότι: προκειμένου να τύχουν απαλλαγή από τις δασμολογικές επιβαρύνσεις όλα τα προϊόντα συμπεριλαμβανομένων λιπαντικών – καυσίμων, που παραδίδονται στα πλοία, θα πρέπει τα φορολογικά στοιχεία να εκδίδονται μόνο στο όνομα του πλοιοκτήτη. Ενώ, στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και σε όλα τα κράτη-μέλη, η συντριπτική πλειονότητα τιμολογείται προς τη ναυλώτρια εταιρεία, διαχειρίστρια εταιρεία ή σε εκπρόσωπο πλοίου πάνω σε αυτό. Αν μάλιστα δεν αλλάξει αυτό, ο σημερινός τζίρος των 250 εκατ. ευρώ θα περιοριστεί δραματικά στα 50 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχα, στην εθνική ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου περιορίζεται και η ίδια η έννοια του «εξαγωγέα», ταυτίζοντάς την μόνο με τον παραγωγό – κύριο των προϊόντων, ακυρώνοντας έτσι τις έννοιες της εφοδιαστικής αλυσίδας και της αλυσίδας αξίας, παραλείποντας δυναμικά τμήματα και στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας (logistics, διαμεταφορές, διαμετακομίσεις, πρακτόρευση, εφοδιασμοί κ.ά.)