Skip to main content

Tα οφέλη από μια μείωση των φόρων στα ακίνητα

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Κούρου
[email protected]

Τη «χαριστική βολή» στην οικονομία έδωσαν τα τελευταία χρόνια ο ΕΝΦΙΑ αλλά και ο «προκάτοχός» του ΕΕΤΗΔΕ, ή το γνωστό «χαράτσι» της ΔΕΗ, επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην τελευταία έκθεση του ΙΟΒΕ, που αναφέρεται ειδικά στη φορολογία ακινήτων και το μέλλον του κλάδου των κατασκευών στη χώρα μας.

Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι στην εν λόγω μελέτη επισημαίνεται πως «το ΕΕΤΗΔΕ και ο ΕΝΦΙΑ επιτάχυναν την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, μειώνοντας την καταναλωτική δαπάνη και τις επενδύσεις σε κατοικίες. Επίσης, συντέλεσαν στο πάγωμα της αγοράς ακινήτων, λόγω και της απότομης προοδευτικότητας, αποτρέποντας την εξομάλυνση της κατανάλωσης με χρήση αποταμιεύσεων σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, δυσκολίας πληρωμής φόρων και αύξησης των προβληματικών δανείων».

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι φόροι περιουσίας συμμετέχουν με υψηλότερο ποσοστό στα συνολικά φορολογικά έσοδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, με αποτέλεσμα οι Έλληνες που κατέχουν κάποιο ακίνητο να πληρώνουν περίπου το 1,7% του ΑΕΠ.

Η αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος

Η οικονομική αποτελεσματικότητα, όπως αναφέρεται στην ίδια μελέτη, υποσκάπτεται από το ύψος του φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων, σε συνδυασμό με την επιβολή πρόσθετων φόρων στα ακίνητα, όπως ο φόρος εισοδήματος από ενοίκια, ο ΦΠΑ και οι υπόλοιποι φόροι συναλλαγών, οι οποίοι εν πολλοίς έχουν την ίδια ή παρόμοια αιτιολογική βάση.

Επιπλέον, η αναποτελεσματικότητα του συστήματος αποτίμησης της αξίας των ακινήτων, οι αντικειμενικές τιμές στις οποίες επιβάλλεται ο ΕΝΦΙΑ δεν ακολουθούν ακόμη τις εμπορικές τιμές, όπως και η καθολική πληρωμή του φόρου, ακόμα και για ακίνητα που δεν δημιουργούν χρηματικό εισόδημα, ή που είναι δεσμευμένα από το Δημόσιο και τις τράπεζες, αποτελούν ενδείξεις της αδυναμίας συνεκτίμησης της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και εγείρουν ζητήματα που σχετίζονται με την επίτευξη οικονομικής δικαιοσύνης και ισότητας μέσω του φορολογικού συστήματος.

Η επίδραση της κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανάλυση της δομής του ΕΝΦΙΑ, ο οποίος αποτελείται από τον κύριο και τον συμπληρωματικό φόρο, που λειτουργεί τιμωρητικά για όσους έχουν ακίνητη περιουσία που τιμάται πάνω από 250.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το ΑΕΠ θα είναι υψηλότερο κατά 1,1 έως 1,4 δισ. ευρώ τα χρόνια που έπονται της κατάργησης του συμπληρωματικού φόρου ακίνητης περιουσίας, συγκριτικά με την περίπτωση στην οποία διατηρείται το υφιστάμενο φορολογικό καθεστώς.

Ευνοϊκά θα είναι τα αποτελέσματα και για την απασχόληση αφού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, οι νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης μπορεί να ξεπεράσουν σταδιακά, εντός μιας πενταετίας έως το 2022, τις 33.000, μέγεθος ιδιαίτερα σημαντικό δοθέντος του υψηλού ποσοστού ανεργίας στην Ελλάδα.

Ο θετικός αντίκτυπος από μία ενδεχόμενη μείωση του ΦΠΑ

Επιπλέον, η μείωση του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές από 24% σε 13% θα έδινε στους κατασκευαστές τη δυνατότητα μείωσης των τιμών πώλησης νέων κατοικιών κατά περίπου 9%, βελτιώνοντας τη σχετική τιμή των νέων έναντι των παλαιότερων κατοικιών, άρα αυξάνοντας τη ζήτηση για νέες κατοικίες, γεγονός που θα «απορροφούσε» τις απώλειες εσόδων από τη μείωση του συντελεστή.

Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται μάλιστα ότι καθώς υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον από το εξωτερικό για επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελλάδα, όπως δείχνουν τα στοιχεία από τις ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων από κατοίκους του εξωτερικού, είναι εύλογο να αναμένεται πως η μείωση του ΦΠΑ θα έχει αρκετά σημαντική οικονομική επίδραση, εφόσον εκτός από την αύξηση της εγχώριας ζήτησης, ένα μέρος των επενδύσεων από το εξωτερικό θα κατευθυνθεί σε νέες κατοικίες.

Επιπλέον, αφού τα έσοδα από ΦΠΑ σε νέες οικοδομές διαμορφώθηκαν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, κατά μέσο όρο 13,5 εκατ. ευρώ την πενταετία 2013-2017, τότε μια μείωση του συντελεστή ΦΠΑ δεν θα είχε ιδιαίτερο δημοσιονομικό αντίκτυπο.

Επισημαίνεται ότι η μείωση του συντελεστή ΦΠΑ αφήνει ένα τμήμα ΦΠΑ που δεν συμψηφίζεται από τον κατασκευαστή, με αποτέλεσμα τα έσοδα από τον ΦΠΑ να μην εκμηδενίζονται, αλλά να αυξάνονται ανάλογα με το επίπεδο των επενδύσεων. Προτείνεται, δηλαδή, ένα μέτρο οικονομικής πολιτικής με συγκεκριμένο και ελεγχόμενο δημοσιονομικό κόστος, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, και δυνητικά σημαντικό όφελος για την ελληνική οικονομία.

Τα δημοσιονομικά οφέλη σε αριθμούς

Με βάση τη μελέτη του ΙΟΒΕ, η ζήτηση νέων κατοικιών θα διευρυνθεί κατά 3,1% έως 12,4%, έναντι του επιπέδου επενδύσεων σε νέες κατοικίες το 2016, ή κατά 35-140 εκατ. ευρώ.

Το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 66-265 εκατ. ευρώ, ενώ η απασχόληση από 912-3.650 θέσεις εργασίας και φυσικά τα έσοδα από φόρους και εισφορές εκτιμώνται υψηλότερα κατά 18-72 εκατ. ευρώ.

Η ουσία αυτών των εκτιμήσεων είναι ότι ακόμα και μικρή να είναι η επίδραση της μείωσης του ΦΠΑ στη ζήτηση νέων κατοικιών, η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας που προκύπτει υπεραντισταθμίζει την απώλεια εσόδων, άρα έχει τελικά θετικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα και προσφέρει αρκετές θέσεις εργασίας στην οικονομία.

Αναμόρφωση φορολογίας  ακινήτων σε ευρύτερο πλαίσιο

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, για την αποκατάσταση της οικονομικής δικαιοσύνης και τη βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας απαιτείται η εξάλειψη και των υπόλοιπων αδυναμιών της φορολογίας ακινήτων στην Ελλάδα, με παρεμβάσεις όπως (ενδεικτικά) η ανάπτυξη ενός συστήματος αποτίμησης ακινήτων που θα ανταποκρίνεται στις εξελίξεις στις αγορές ακινήτων, η μείωση του ύψους του κύριου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων και η μέριμνα για μετριασμό του φορολογικού βάρους, όταν δεν υπάρχει αντίστοιχη φοροδοτική ικανότητα.

Στο πλαίσιο αυτό, η αναμόρφωση της φορολογίας ακινήτων απαιτείται να πραγματοποιηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, στο οποίο θα ληφθούν υπ’ όψιν όλες οι πτυχές του φορολογικού συστήματος (φορολογία εισοδήματος, έμμεση φορολογία κ.λπ.) και των δημόσιων δαπανών.

Εξάλλου, η ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα αποτελεί τη φορολογική βάση ενός μεγάλου αριθμού φόρων και τελών, που μπορούν να διακριθούν σε:

α) φόρους συναλλαγών ακινήτων, οι οποίοι επιβάλλονται με την απόκτηση ή μεταβίβαση ενός ακινήτου (ΦΠΑ στις οικοδομές, φόρος μεταβίβασης, φόρος κληρονομιάς, φόρος υπεραξίας κ.ά.),

β) φόρους ιδιοκτησίας ακίνητης περιουσίας, οι οποίοι επιβάλλονται στους ιδιοκτήτες ακινήτων, ανεξαρτήτως του αν έχουν εισόδημα από το ακίνητο [Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ)] και

γ) φόρους διάθεσης και εκμετάλλευσης ακινήτων, οι οποίοι επιβάλλονται στο εισόδημα (μισθώματα ή τεκμαρτό εισόδημα) που αποκομίζουν οι ιδιοκτήτες από τα ακίνητα που έχουν στην κατοχή τους (φόρος εισοδήματος μισθωμάτων, ειδική εισφορά αλληλεγγύης και τέλος χαρτοσήμου).