Skip to main content

Γιάννης Τόλιος στη «Ν»: Πώς θα ανασυγκροτηθεί ο μεταποιητικός τομέας

Στον Σταμάτη Ζησίμου
[email protected]

Μιλώντας στη «Ν» ο γενικός γραμματέας Βιομηχανίας, Γιάννης Τόλιος, επισημαίνει ότι η ανασυγκρότηση κλάδων δεν μπορεί να αφήνεται στους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά χρειάζεται στοχευμένες πολιτικές και συνδυασμένη χρήση κλαδικών και οριζόντιων μέτρων.

Eπίσης τονίζει ότι καθοριστικός παράγοντας για την ενίσχυση του παραγωγικού ιστού είναι η διευθέτηση τόσο του χρέους της χώρας όσο και των «κόκκινων» δανείων των επιχειρήσεων, ενώ στο πλαίσιο αυτό προτείνει και την επαναλειτουργία κλειστών βιομηχανικών μονάδων.

Κύριε Τόλιο, το ζήτημα της ανάπτυξης αναγνωρίζεται απ’ όλους ως το βασικότερο στοιχείο στην προσπάθεια εξόδου της οικονομίας από την κρίση. Ωστόσο, οι προοπτικές δεν εμφανίζονται ευοίωνες. Κατά τη γνώμη σας πού βρίσκεται η αιτία;

«Οι πολιτικές μνημονίου που εφαρμόστηκαν την τελευταία πενταετία ήταν υφεσιακές, δηλαδή βίαιης συρρίκνωσης αγοραστικής δύναμης λαϊκών στρωμάτων, συντριβής εργασιακών δικαιωμάτων, “παραγωγής” απολύσεων, χιλιάδων “λουκέτων” σε μικροεπιχειρήσεις, δραστικής συρρίκνωσης παραγωγικής βάσης και μείωσης εθνικού εισοδήματος. Η απόρριψη της συγκεκριμένης πολιτικής από τον ελληνικό λαό στις τελευταίες εκλογές ήταν σημαντικό βήμα για αναστροφή της κατάστασης.

Η κυβέρνηση, παρά τις αφόρητες πιέσεις και εκβιασμούς των εγχώριων και υπερεθνικών ελίτ, απορρίπτει σταθερά την ιδέα των υφεσιακών πολιτικών και εφαρμόζει μέτρα τόνωσης της λαϊκής κατανάλωσης και στήριξης των μμε και πμε.

Ωστόσο, αυτά δεν επαρκούν. Για την ουσιαστική επανεκκίνηση της οικονομίας χρειάζεται ισχυρή ενίσχυση της “ενεργού ζήτησης”, καταναλωτικής και επενδυτικής, ιδιωτικής και δημόσιας. Κι εδώ μοιραία φτάνουμε στον “κόμπο” του προβλήματος, δηλαδή στο θέμα των πόρων και κατ’ επέκταση στο θέμα του χρέους και των τεράστιων δαπανών εξυπηρέτησής του.

Χωρίς βιώσιμη λύση στο δημόσιο χρέος δεν υπάρχουν ουσιαστικά περιθώρια ανάσας της ελληνικής κοινωνίας. Αρα το ζήτημα της ανάπτυξης σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές, χωρίς αυτό να αναιρεί την επιτακτική ανάγκη έντασης των προσπαθειών ανασυγκρότησης της χώρας. Ελπίζω οι διαπραγματεύσεις να δώσουν βιώσιμη λύση».

Η ελληνική βιομηχανία και κυρίως η μεταποίηση συρρικνώνεται με γρήγορους ρυθμούς. Αν το φαινόμενο ήταν ελληνικό θα λέγαμε ότι οφείλεται στην κρίση. Ομως η «αποβιομηχάνιση» αγγίζει λίγο-πολύ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Μήπως αυτό σημαίνει ότι η βιομηχανία δεν έχει μέλλον στην Ελλάδα και οι όποιες προσπάθειες ανασυγκρότησης δεν έχουν προοπτική;

«Θα ήταν τραγικό λάθος να καταλήγαμε σε αυτό το συμπέρασμα. Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τις τελευταίες δεκαετίες, υπό την επίδραση της “φούσκας” των υψηλών αποδόσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα και της παγκοσμιοποιημένης δράσης του χρηματιστικού κεφαλαίου, κυριάρχησαν αντιλήψεις υποτίμησης της σφαίρας της υλικής παραγωγής και δημιουργίας “νέας αξίας” σε επίπεδο εθνικών οικονομιών.

Αυτό το λάθος φαίνεται να έχει συνειδητοποιηθεί από την Ε.Ε., η οποία στις τελευταίες συνόδους του “Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας” έθεσε στόχο την αύξηση της συμβολής της βιομηχανίας στο ΑΕΠ από 15,3% το 2013 σε 20% το 2020. Αν υπολογίσουμε ότι η συμβολή της ελληνικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ βρίσκεται, λόγω κρίσης, στο 9%, δείχνει την οξύτητα του προβλήματος.

Σε κάθε περίπτωση χωρίς την παραγωγή “νέας αξίας” και κυρίως χωρίς βιομηχανία που δημιουργεί πολλαπλασιαστικά αναπτυξιακά αποτελέσματα σ’ όλη την οικονομία, δεν μπορεί να επιβιώσει η χώρα, ακόμα κι αν ο τουρισμός φθάσει στα ύψη. Ωστόσο, θα πρέπει να δούμε τα κριτήρια, τους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς όρους μιας σύγχρονης βιομηχανικής ανάπτυξης, ώστε εκτός από περιβαλλοντικά βιώσιμη να είναι και κοινωνικά δίκαιη».

Η ανασυγκρότηση κλάδων συνδέεται άμεσα όπως υπαινιχθήκατε με το θέμα των πόρων. Με δεδομένη τη δημοσιονομική στενότητα, την περιορισμένη τραπεζική ρευστότητα και τα «ψαλιδισμένα» κονδύλια του ΠΔΕ, πού βλέπετε την εύρεσή τους;

«Η ρύθμιση του χρέους, όπως ήδη αναφέραμε, είναι κρίσιμος παράγοντας στην εξοικονόμηση πόρων. Από την άλλη, η πάταξη της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής και των προνομίων της “διαπλοκής”, η λειτουργία με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια των τραπεζών, η ρύθμιση των “κόκκινων” δανείων βιομηχανικών επιχειρήσεων, η ανάπτυξη επωφελών οικονομικών σχέσεων με άλλες χώρες κ.ο.κ. θα συνέβαλαν αποφασιστικά στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Σήμερα υπάρχουν πολλές κλειστές επιχειρήσεις που μπορούν να επαναλειτουργήσουν με λίγα σχετικά κεφάλαια, εφόσον ρυθμιστούν τα παλιά χρέη.

Ετσι θα ανακτηθούν χαμένες θέσεις εργασίας, θα αυξηθεί η παραγωγή, το εισόδημα, οι εξαγωγές κ.ο.κ. Ενδεικτικά αναφέρω τον όμιλο “Κλωστηρίων Ναούσης” που υπάρχει επιχειρηματικό σχέδιο επανεκκίνησης, αν ρυθμιστούν τα χρέη. Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, τις χαλυβουργίες, κ.ά. Εκτός από συγκεκριμένα σχέδια και πολιτική βούληση, χρειάζεται επίσης ενίσχυση του εθνικού σκέλους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Παράλληλα, πρέπει να επανεξεταστούν δράσεις του νέου ΕΣΠΑ και ειδικά του προγράμματος ΕΠΑΝΕΚ, ώστε οι δράσεις του να αντιστοιχιστούν στις ειδικότερες ανάγκες ανασυγκρότησης της ελληνικής μεταποίησης, αντί της παθητικής και “εξ υπολοίπου” προσαρμογής που ακολούθησε η προηγούμενη κυβέρνηση στις “συντεταγμένες” των κοινοτικών δομών, σύμφωνα με τις προτεραιότητες των ισχυρών χωρών και όχι τις αναγκαιότητες της εθνικής οικονομίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στους βασικούς άξονες δράσεις του ΕΠΑΝΕΚ η “μεταποίηση” αναφέρεται μόνο υπαινικτικά, ενώ εντείνεται η “τριτογενοποίηση” της οικονομίας. Η κεντρική ιδέα-πιλότος είναι η στήριξη γενικά της “επιχειρηματικότητας” και όχι η υλική παραγωγή με αύξηση θέσεων εργασίας και πλουραλιστικά επιχειρηματικά σχήματα δημόσιου-κοινωνικού-ιδιωτικού τομέα.

Τέλος, η ίδια η πορεία της παραγωγικής ανασυγκρότησης, από τη φύση της παράγει αναπτυξιακούς πόρους και συντείνει στη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη».

Ποιο συγκεκριμένο ρόλο προορίζεται να παίξει το υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και ειδικά η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας στη διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής βιομηχανίας;

«Το ΥΠΑΠΕ εξ αντικειμένου καλείται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ωστόσο, το έργο της παραγωγικής ανασυγκρότησης είναι υπόθεση όλων των υπουργείων, ιδιαίτερα του Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού και του υπουργείου Οικονομικών. Οσον αφορά τη Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας, ο ρόλος της με τη “στενή έννοια” επικεντρώνεται σε τρεις άξονες. Πρώτος, ο τομέας της βιομηχανικής πολιτικής για τη στήριξη των μμε και πμε, της καινοτομίας, των νέων τεχνολογιών, της περιφερειακής ανάπτυξης και των διεθνών σχέσεων.

Ο δεύτερος, αφορά γενικά τις υποδομές βιομηχανικής πολιτικής και ειδικότερα τη βιομηχανική νομοθεσία, τα τεχνικά επαγγέλματα, την ασφάλεια εγκαταστάσεων, την πολιτική ποιότητας, τις αδειοδοτήσεις, τα επιχειρηματικά πάρκα, την εποπτεία και τον έλεγχο της αγοράς. Ο τρίτος συνδέεται με δραστηριότητες εξειδικευμένων φορέων εποπτείας της ΓΓΒ, που έχουν υποστηρικτικό ρόλο στη βιομηχανική ανάπτυξη.

Πρόκειται για το ΕΣΥΠ, τον ΟΒΙ και την ΕΒΕΤΑΜ. Ωστόσο, ο ρόλος της ΓΓΒ είναι ευρύτερος, διότι συνδέεται άμεσα με την εξορυκτική βιομηχανία, τις αγροτο-βιομηχανίες, τις βιομηχανίες ενέργειας, τις αμυντικές βιομηχανίες, τις “πράσινες” βιομηχανίες περιβάλλοντος κ.ά.

Αυτό επιβάλλει καλύτερο στρατηγικό σχεδιασμό και αποτελεσματικό λειτουργικό συντονισμό, ενώ καθοριστικό ρόλο στη γενικότερη προώθηση των στόχων της βιομηχανικής πολιτικής παίζουν οι επιλογές της μακρο-οικονομικής πολιτικής, καθώς και η ποιότητα των διεθνών οικονομικών σχέσεων».

Διαθέτουμε κλάδους με συγκριτικά πλεονεκτήματα

Τα στοιχεία της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας θεωρούνται κρίσιμα στη χάραξη μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής. Ποιοι κλάδοι κατά τη γνώμη σας έχουν τη δυνατότητα σήμερα να σύρουν το άρμα της βιομηχανικής ανασυγκρότησης;

«Πολλές φορές η ασάφεια εννοιών οδηγεί σε λαθεμένες επιλογές. Αν η ανταγωνιστικότητα εστιάζεται κυρίως στο κόστος εργασίας και στην τιμή, παραγνωρίζοντας τη δομή της αγοράς, όπως ολιγοπωλιακές συγκεντρώσεις, δίκτυα διάθεσης, συναλλαγματική πολιτική κ.ά., οι προσπάθειες βελτίωσης δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Το ίδιο ισχύει με την εξωστρέφεια η οποία δεν σηματοδοτεί πάντα δυναμισμό, αλλά πολλές φορές υποκρύπτει αδυναμία, όπως οι μεγάλες εξαγωγές πρώτων υλών που υποδηλώνουν ισχνές εγχώριες παραγωγικές δομές και απουσία διακλαδικών-ενδοκλαδικών συνδέσεων και παραγωγικών αλυσίδων.

Η Ελλάδα διαθέτει κλάδους με συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ο αγροτοδιατροφικός, ο ενεργειακός, ο ναυπηγοεπισκευαστικός, ο μεταλλευτικός κ.ά., ενώ με στοχευμένες δράσεις μπορεί να οικοδομήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε νέους τομείς, με χαρακτηριστικότερους τις τεχνολογίες πληροφορικής, τις τηλεπικοινωνίες, τη βιομηχανία περιβάλλοντος κ.ά.

Σημασία έχει να δούμε τη σημερινή κατάσταση στο φως της κρίσης και των αναγκών επανεκκίνησης της οικονομίας, έχοντας στο επίκεντρο τη διατήρηση και αύξηση των θέσεων εργασίας, την αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας, την παραγωγή ποιοτικών και καινοτόμων προϊόντων, τη μείωση εισαγωγών, την αύξηση εξαγωγών, την ενίσχυση μισθών κ.ο.κ.

Η ανασυγκρότηση κλάδων δεν μπορεί να αφήνεται στους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά χρειάζεται στοχευμένες πολιτικές και συνδυασμένη χρήση κλαδικών και οριζόντιων μέτρων. Στην ανασυγκρότηση εκτός από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, κρίσιμο ρόλο έχει να παίξει ο ευρύτερος δημόσιος καθώς και ο κοινωνικός τομέας της οικονομίας».