Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Με επικεφαλής τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μεταβαίνει η αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την Πέμπτη στην Ουάσιγκτον για την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, στο περιθώριο της οποίας θα πραγματοποιηθούν οι κρίσιμες διαβουλεύσεις μεταξύ των Ευρωπαίων και του διεθνούς Οργανισμού για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Ο εκπρόσωπος της Κομισιόν ανακοίνωσε χθες ότι ο πρόεδρος Γιούνκερ θα ηγηθεί της Κομισιόν στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες, θα τον συνοδεύουν ο αντιπρόεδρος για το ευρώ Βάλντις Ντομπρόβσκις και ο επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί. Οι διμερείς συναντήσεις που θα γίνουν στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ (21-23 Απριλίου) δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί, ωστόσο κοινοτική πηγή ανέφερε χθες ότι ο κ. Γιούνκερ θα έχει ιδιαίτερη συνάντηση με τη γενική διευθύντρια του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, κατά πάσα πιθανότητα την Παρασκευή.
Στη βελγική πρωτεύουσα θεωρούν ότι μετά τη συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Εurogroup της Μάλτας και την επίσημη αποδοχή από την ελληνική κυβέρνηση των δημοσιονομικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. ευρώ για τη διασφάλιση του πρωτογενούς πλεονάσματος μετά το 2018, ήρθε η ώρα της επίτευξης συμφωνίας σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θα δρομολογήσουν και την είσοδο του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένο ότι η Κομισιόν έχει ταχθεί υπέρ της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους, η δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ, ότι το ΔΝΤ δεν θα συμμετάσχει στο πρόγραμμα χωρίς προηγούμενη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του, χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα θετική γιατί αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας στο περιθώριο της εαρινής συνόδου.
Στην Ουάσιγκτον θα βρίσκονται όλοι οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, οι προαναφερόμενοι αξιωματούχοι της Κομισιόν, καθώς επίσης ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντέισελμπλουμ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), Κλάους Ρέγκλινγκ.
Στις Βρυξέλλες επικρατούσε χθες αισιοδοξία για την έκβαση των συζητήσεων στην Ουάσιγκτον και το απέδιδαν στο γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι, κυρίως οι Γερμανοί, θέλουν το ΔΝΤ οπωσδήποτε στο πρόγραμμα και για τον λόγο αυτό εμφανίζονται διατεθειμένοι να προβούν στις αναγκαίες υποχωρήσεις. Φυσικά, δεν πρόκειται στην παρούσα φάση να υπάρξει ποσοτικοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης, λόγω και των εκλογών στη Γαλλία και τη Γερμανία. Ωστόσο, και οι εκλογές να μην υπήρχαν, πάλι δεν θα προχωρούσαν τώρα σε πλήρη συμφωνία, αλλά στο τέλος του προγράμματος, ώστε με το «καρότο» της περαιτέρω ελάφρυνσης να διασφαλίζουν την πιστή υλοποίηση του προγράμματος από την κυβέρνηση.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι τα μέτρα θα πρέπει να διαβάζονται από τους επενδυτές, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ομαλοποίησης της οικονομίας και εξόδου της χώρας στις αγορές. Την επεξεργασία των μεσοπρόθεσμων μέτρων, που θα παρουσιαστούν στο ΔΝΤ, έχει αναλάβει ο ΕΜΣ και ο επικεφαλής του, Κλάους Ρέγκλινγκ. Τα μέτρα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί προς το παρόν, απλώς θα ανακοινωθούν στην ελληνική κυβέρνηση μετά την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ.
Τα βασικά στοιχεία
Είναι προφανές ότι τα βασικά στοιχεία θα είναι η περαιτέρω επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και η σταθεροποίηση του επιτοκίου, που σήμερα είναι κυμαινόμενο. Η σταθεροποίηση του επιτοκίου στη ζώνη του 2% για δεκαετίες προφανώς και θα έχει κόστος, ενώ, όπως τονίζουν στις Βρυξέλλες, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της χρήσης παράγωγων (swaps), δεδομένου ότι, όπως έχει δηλώσει παλαιότερα ο κ. Ρέγκλινγκ, δεν υπάρχει προς το παρόν ενδιαφέρον από τους επενδυτές για ομόλογα 50 ετών με σταθερό επιτόκιο στη ζώνη του 1,5%-2%. Η χρηματοδότηση των παράγωγων προϊόντων θα μπορούσε να γίνει από το ποσό του δανείου που δεν χρησιμοποιήθηκε στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το οποίο ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ. Επιπλέον, υπάρχουν και χρήματα από τα κέρδη της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών που κατέχουν ελληνικά ομόλογα, τα οποία έχουν σταματήσει να επιστρέφονται στην Ελλάδα από το τέλος του 2014.
Ποσοτική χαλάρωση
Μια συμφωνία μεταξύ των δανειστών για το χρέος θα ανοίξει διάπλατα τον δρόμο της ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αφού θα διασφάλιζε τη βιωσιμότητά του. Με δεδομένο ότι η ΕΚΤ έχει τη δική της διαδικασία, όπου θα πρέπει να κάνει και τη δική της μελέτη τόσο για τη βιωσιμότητα όσο και για την επικινδυνότητα των ελληνικών κρατικών ομολόγων, στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι το νωρίτερο που θα μπορούσε να αποφασιστεί είναι στη συνεδρίαση της 20ής Ιουλίου. Προηγουμένως θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί και επίσημα η δεύτερη αξιολόγηση και να υπάρξει συνολική συμφωνία (αξιολόγηση, δόση, συμμετοχή ΔΝΤ στο πρόγραμμα) στο Εurogroup της 22ας Μαΐου.
Παραινέσεις από τις ΗΠΑ
Στο ελληνικό ζήτημα και στην πιθανή συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα αναφέρθηκε ο Αμερικανός ΥΠΟΙΚ Στίβεν Μνούτσιν, επισημαίνοντας ότι οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ενθαρρύνουν το ΔΝΤ να συζητήσει τη συμμετοχή του. Σε συνέντευξή του στους «FT» εν όψει της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο κ. Μνούτσιν έκανε αναφορά στην Ελλάδα, επαναλαμβάνοντας ότι αποτελεί κυρίως «ευρωπαϊκό ζήτημα».
Αν και σημείωσε ότι ο βασικός ρόλος του ΔΝΤ δεν είναι να δανείζει πλούσιες χώρες, οι λέξεις που χρησιμοποίησε ο Αμερικανός ΥΠΟΙΚ δεν υπονοούν ότι σχεδιάζει να εγείρει εμπόδια στην πιθανή συμμετοχή του ΔΝΤ στη διάσωση ύψους 86 δισ. της Ελλάδας. Tο Ταμείο και οι Ευρωπαίοι πιστωτές έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για να επιτευχθεί μια συμφωνία που θα οδηγήσει στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ενθαρρύνουν το Ταμείο να συζητήσει τη συμμετοχή του, είπε ο κ. Μνούτσιν. «Πιστεύουμε ότι είναι κυρίως ευρωπαϊκό θέμα, αν και είναι κάτι που παρακολουθούμε γιατί είναι σημαντικό για την παγκόσμια οικονομία» δήλωσε, προσθέτοντας ότι ελπίζει μια λύση στην «ελληνική κατάσταση» να προκύψει στο «κοντινό μέλλον».
Η Λαγκάρντ εντείνει τις πιέσεις στην Ε.Ε.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι πιθανό να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το ελληνικό χρέος κριθεί βιώσιμο, υπογράμμισε εκ νέου η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, εντείνοντας τις πιέσεις προς τους Ευρωπαίους εταίρους -και κυρίως προς τη Γερμανία- για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων ελάφρυνσης. Σύμφωνα με την κα Λαγκάρντ, εάν το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, τότε το ΔΝΤ δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα.
Το ΔΝΤ «δεν αμφιβάλλει ότι είναι απαραίτητη μια αναδιάρθρωση» του χρέους της Ελλάδας, δήλωσε η κα Λαγκάρντ σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γερμανική εφημερίδα «Die Welt». Το ποσοστό του ελληνικού χρέους που πρέπει να αναδιαρθρωθεί θα καθοριστεί από την ανάλυση της βιωσιμότητάς του, πρόσθεσε η ίδια στη συνέντευξη.
Σε ό,τι αφορά το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας, το Ταμείο εκτιμά ότι το 1,5% είναι ένα λογικό ποσοστό. «Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βασίζεται τόσο στην ανάλυση των οικονομικών δεικτών όσο και στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους. Μακροπρόθεσμα πιστεύουμε ότι πλεόνασμα 1,5% πριν από την πληρωμή των δόσεων για το χρέος θα είναι λογικό με βάση τα όσα έχει υποστεί η ελληνική οικονομία και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν κάνει οι Έλληνες. Αν οι Ευρωπαίοι αποφασίσουν διαφορετικά, θα πρέπει να το λάβουμε υπ’ όψιν μας. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν μπορούμε να κάνουμε μη εφικτές προβλέψεις ή να οικοδομούμε σε ένα μη δικαιολογημένο μακροοικονομικό πλαίσιο» σημείωσε η κα Λαγκάρντ.
Όταν ρωτήθηκε για τη συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, η διευθύντρια του Ταμείου απάντησε: «Είναι πιθανό το ΔΝΤ να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, όπως επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση, με την προϋπόθεση ότι θα οριστούν και θα εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις και ότι το βάρος του χρέους θα έχει προσαρμοστεί στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους». «Αν το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο βάσει των κανόνων του ΔΝΤ και των λογικών παραμέτρων, δεν θα συμμετάσχουμε στο πρόγραμμα» εξήγησε η κα Λαγκάρντ.
Αντίκτυπος
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με την έκθεση World Economic Outlook, ουσιαστικά συμπλέει με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδας, αλλά και οίκων που εδώ και αρκετές εβδομάδες έχουν εκφράσει την εκτίμηση ότι η ανάπτυξη που είχε «προαναγγελθεί» για φέτος δεν θα επιτευχθεί κυρίως εξαιτίας της καθυστέρησης στο κλείσιμο της β’ αξιολόγησης. Υπενθυμίζεται ότι η εκτέλεση του φετινού προϋπολογισμού έχει στηριχθεί στην πρόβλεψη ότι το ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,7%.