Η κυβέρνηση των ΗΠΑ απείλησε χθες Πέμπτη να επιβάλλει νέες κυρώσεις σε βάρος εταιρειών οι οποίες συμμετέχουν στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, αξιώνοντας να αποσυρθούν από το γερμανορωσικό έργο.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «επαναλαμβάνει την προειδοποίησή του ότι οποιαδήποτε οντότητα εμπλέκεται στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2 διακινδυνεύει να της επιβληθούν κυρώσεις των ΗΠΑ και θα πρέπει να εγκαταλείψει αμέσως το έργο», τονίζεται σε ανακοίνωση του που υπογράφεται από τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν.
Στο κείμενο τονίζεται ότι η Ουάσινγκτον παρακολουθεί στενά την κατασκευή του αγωγού και «αποτιμά πληροφορίες σχετικά με οντότητες που μοιάζουν να συμμετέχουν» στο έργο.
Ο Nord Stream 2 είναι «κακή συμφωνία» για «τη Γερμανία, την Ουκρανία, τους συμμάχους και εταίρους μας στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη», διατείνεται ο κ. Μπλίνκεν.
«Όπως έχουν καταστήσει σαφές πολλές αμερικανικές κυβερνήσεις, αυτός ο αγωγός αποτελεί ρωσικό γεωπολιτικό σχέδιο με σκοπό να διχαστεί η Ευρώπη», συμπληρώνει.
Ο αμερικανός ΥΠΕΞ υπενθυμίζει ότι το αμερικανικό Κογκρέσο έχει εγκρίνει νομοθεσία για την επιβολή κυρώσεων εξαιτίας της κατασκευής του Nord Stream 2 και ξεκαθαρίζει πως η κυβέρνηση του Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν θα συμμορφωθεί προς αυτήν.
Ως αυτό το στάδιο, οι ΗΠΑ έχουν ανακοινώσει την επιβολή κυρώσεων μόνο στη ρωσική εταιρεία KVT-RUS, η οποία διαχειρίζεται το Fortuna, πλοίο που εγκαθιστά υποθαλάσσιες σωληνώσεις. Τα τιμωρητικά μέτρα ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ λίγο προτού αποχωρήσει τον Ιανουάριο.
Η Ουάσινγκτον επιχειρηματολογεί ότι ο αγωγός, μέσω του οποίου θα παραδίδονται 55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τον χρόνο από τη Ρωσία στη Γερμανία, θα έχει συνέπεια την υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα για την κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών.
Οι υποστηρικτές του έργου κατηγορούν από την άλλη εδώ και χρόνια τις ΗΠΑ ότι προσπαθούν να υπονομεύσουν και να ακυρώσουν το έργο για να αυξήσουν τις πωλήσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου που διαθέτουν αμερικανικές εταιρείες στην ευρωπαϊκή αγορά.
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, dpa