Skip to main content

Σε 970 εκατ. ευρώ πρέπει να «χωρέσει» το νέο ασφαλιστικό

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Με ιδιαίτερη μέριμνα στους αυστηρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς που ορίζει ο φετινός προϋπολογισμός θα συνταχθεί το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που προετοιμάζει το υπουργείο Εργασίας.

Όλο το «πακέτο» των παρεμβάσεων, με το νέο σύστημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους, τη θέσπιση της μόνιμης οικονομικής ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων, την καταβολή αυξήσεων στους δικαιούχους περίπου 300.000 επικουρικών συντάξεων, αλλά και την αναπροσαρμογή των κύριων συντάξεων για όσους έχουν περισσότερα από 33 χρόνια ασφάλισης, θα πρέπει να «χωρέσει» στο ποσό των 970 εκατ. ευρώ που έχει ήδη προβλεφθεί ως δαπάνη στον προϋπολογισμό του 2020.

Τα δημοσιονομικά περιθώρια του φετινού προϋπολογισμού είναι ούτως ή άλλως πολύ στενά και -τουλάχιστον προς το παρόν- δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ελιγμών.

Έτσι, θα πρέπει να θεωρείται από τώρα εξαιρετικά πιθανό το ότι η μόνιμη οικονομική ενίσχυση που θα θεσπιστεί για τους χαμηλοσυνταξιούχους θα έχει μικρότερο προϋπολογισμό συγκριτικά με τη λεγόμενη «13η σύνταξη» η οποία καταβλήθηκε μέσα στο 2019. Πέρυσι διατέθηκαν περισσότερα από 830 εκατ. ευρώ μόνο για την εφάπαξ ενίσχυση των συνταξιούχων και φέτος με περίπου το ίδιο ποσό θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί το σύνολο των παρεμβάσεων που προγραμματίζονται. Η δημοσιονομική επιβάρυνση της κάθε επιμέρους πρωτοβουλίας που ετοιμάζει το υπουργείο Εργασίας συνιστά καθοριστικό στοιχείο και γι’ αυτό θα πέσει πολύ μεγάλο βάρος στις μελέτες που θα συνοδεύουν τις διατάξεις αλλά και τις εκτιμήσεις του γενικού λογιστηρίου του κράτους.

Οι ασφαλιστικές εισφορές

Μία από τις βασικές παρεμβάσεις που προετοιμάζει το υπουργείο Εργασίας αφορά την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών. Πρακτικά, θα υπάρξει αποσύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών από το δηλωθέν εισόδημα και θέσπιση ενιαίων εισφορών ανεξάρτητα από τα χρόνια προϋπηρεσίας ή το εισόδημα.

Οι εισφορές αυτές θα κυμαίνονται από 210 έως και περίπου 560 ευρώ τον μήνα. Υποχρεωτική θα είναι μόνο η καταβολή των 210 ευρώ, ενώ υψηλότερη εισφορά θα επιλέγουν μόνο όσοι θέλουν να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη σύνταξη.
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία μπορεί να είναι ακόμη και δημοσιονομικά «ουδέτερη» μέσα στο 2020 -ή ακόμη και να αποφέρει πρόσθετα έσοδα είτε από φόρους είτε από ασφαλιστικές εισφορές- για τους ακόλουθους λόγους:

1 Θα υπάρξουν σημαντικές μειώσεις στο ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που θα κληθούν να πληρώσουν όσοι δηλώνουν περισσότερα από 12.000-15.000 ευρώ καθαρού κέρδους στην εφορία. Ενδεικτικά, ασφαλισμένος με κέρδη 20.000 ευρώ θα μπορεί να πληρώνει 2.520 ευρώ τον χρόνο αντί για 4.056 ευρώ που βγάζει το σημερινό σύστημα. Επίσης, ασφαλισμένος με κέρδη 25.000 ευρώ θα πληρώνει επίσης 2.520 ευρώ αντί για 5.070 ευρώ, δηλαδή ακριβώς τα μισά. Οι μεγάλες μειώσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν «τρύπα» στα έσοδα. Ωστόσο, ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων που δηλώνουν κέρδη άνω των 10.000 ευρώ είναι πολύ μικρός. Μόλις ο ένας στους 10 αυτοαπασχολούμενους σε έναν συνολικό πληθυσμό περίπου 1,4 εκατ. ασφαλισμένων δηλώνει κέρδη άνω των 10.000 ευρώ. Έτσι, ναι μεν οι μειώσεις θα είναι μεγάλες -ειδικά αν επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη ότι ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μέτρου η πλειονότητα θα επιλέξει να πληρώνει την ελάχιστη επιτρεπόμενη εισφορά-, αλλά ο αριθμός των ασφαλισμένων που θα έχουν αυτή την τύχη θα είναι μικρός.

2 Η πλειονότητα των ασφαλισμένων δηλώνει κέρδη κάτω των 10.000 ευρώ. Αυτοί θα υποστούν αύξηση στο ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που θα πληρώνουν καθώς το ελάχιστο ποσό, από τα 186 ευρώ που είναι σήμερα, θα διαμορφώνεται στα 210 ευρώ. Σε έναν πληθυσμό που μετράει πάνω από ένα εκατομμύριο αυτοαπασχολούμενους, η αύξηση των 24 ευρώ τον μήνα (ή περίπου 250 ευρώ τον χρόνο) συνιστά σημαντική ώθηση για τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές. Ναι μεν οι ασφαλισμένοι αυτής της κατηγορίας θα πάρουν πίσω αυτά τα χρήματα μέσω της μείωσης του φόρου, αλλά αυτό θα συμβεί το 2021 και όχι το 2020.

3 Η σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα προκάλεσε κατακόρυφη μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων περίπου κατά 2 δισ. ευρώ. Με την αποσύνδεση εκτιμάται ότι μπορεί να αυξηθεί το δηλωθέν εισόδημα και αυτό να επηρεάσει θετικά και τον προϋπολογισμό του 2020, λόγω του ΦΠΑ που συνδέεται με τα εισοδήματα των αυτοαπασχολουμένων ή ακόμη και την προκαταβολή φόρου του 20% που αποδίδει μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων.

Οι επικουρικές

Δημοσιονομικό κόστος και μάλιστα σημαντικό θα προκαλέσει η αποκατάσταση της μείωσης στις επικουρικές συντάξεις η οποία κρίθηκε αντισυνταγματική.

Η εκτίμηση ότι θα υπάρξουν αυξήσεις έως και 196 ευρώ τον μήνα για περίπου 320.000 δικαιούχους (σ.σ.: είναι όσοι είχαν άθροισμα κύριων και επικουρικών συντάξεων άνω των 1.300 ευρώ τον μήνα) εκτιμάται ότι θα χρειαστεί δημοσιονομικό χώρο της τάξεως των 300 εκατ. ευρώ.

Μάλιστα, ειδικά για το 2020, το δημοσιονομικό κόστος θα είναι αυξημένο, καθώς από τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο που θα γίνει ο επανυπολογισμός των επικουρικών συντάξεων θα καταβληθούν και οι αναδρομικές αυξήσεις. Και αυτό διότι το μέτρο θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ αναδρομικά από τον Οκτώβριο οπότε και εκδόθηκε η απόφαση του ΣτΕ.  

Η οικονομική ενίσχυση

Επτασφράγιστο μυστικό παραμένει και για το υπουργείο Εργασίας αλλά και για την κυβέρνηση το ποσό που θα διατεθεί για την οικονομική ενίσχυση των συνταξιούχων στα πρότυπα της 13ης σύνταξης που δόθηκε μέσα στο 2019. Το ποσό αυτό δεν αναμένεται να αποκαλυφθεί άμεσα, καθώς μέσα στο 2020 θα προκύψουν αρκετές ανάγκες, όπως για παράδειγμα η μείωση του αριθμού των συντάξεων που καθυστερούν να αποδοθούν. Αύξηση αριθμού συντάξεων συνεπάγεται και αυξημένο δημοσιονομικό κόστος, το οποίο πρέπει να καλυφθεί. Το πιθανότερο είναι ότι ο γρίφος δεν πρόκειται να λυθεί παρά προς το τέλος του χρόνου.

33 χρόνια ασφάλισης

Σημαντικό, αλλά όχι πολύ μεγάλο, εκτιμάται ότι θα είναι το δημοσιονομικό κόστος και από την αναπροσαρμογή των συντελεστών αναπλήρωσης για τους συνταξιούχους που έχουν συμπληρώσει περισσότερα από 33 χρόνια ασφάλισης. Η αλλαγή των συντελεστών θα προκαλέσει αυξήσεις και στους σημερινούς συνταξιούχους και όχι μόνο σε αυτούς που θα συνταξιοδοτηθούν από εδώ και στο εξής. Ωστόσο, ο αριθμός αυτών που θα δουν πραγματική αύξηση στα χέρια τους δεν θα είναι πολύ μεγάλος για δύο λόγους:

1. Πρώτον δεν υπάρχουν πολλοί οι οποίοι να έχουν συνταξιοδοτηθεί με περισσότερα από 33 χρόνια ασφάλισης

2. Δεύτερον, ακόμη και από αυτούς που έχουν συμπληρώσει πάνω από 3,5 δεκαετίες ασφαλιστικού βίου, υπάρχουν κάποιοι που έχουν θετική προσωπική διαφορά και ως εκ τούτου δεν θα εισπράξουν επιπλέον χρήματα. Η όποια αύξηση προκύψει στις συντάξεις τους, απλώς θα μειώσει το ποσό της προσωπικής διαφοράς.