Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει την πρόωρη εξόφληση μέρους του ακριβού δανείου από το ΔΝΤ, στα πρότυπα άλλων χωρών που εξήλθαν από πρόγραμμα προσαρμογής. Οι θεσμοί θεωρούν με οικονομικούς όρους καλοδεχούμενη την όποια κίνηση ομαλής αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Το Βερολίνο ωστόσο επιθυμεί τη μεγαλύτερη δυνατή εμπλοκή του ΔΝΤ στο ελληνικό ζήτημα.
Στις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης είναι να επαναγοράσει υψηλότοκο χρέος αξίας έως 4 δισ. ευρώ που είχε αγοράσει από το ΔΝΤ, χωρίς να είναι ακόμη σαφές το χρονοδιάγραμμα που θα ακολουθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληρώσει δάνεια αξίας 9,3 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ έως το 2024. Τα δάνεια από το ΔΝΤ έχουν τόκο έως 5% έναντι 0,9% που αντιστοιχεί στα δάνεια από την Ευρωζώνη. Το ελληνικό κράτος έχει ήδη αποπληρώσει στο ΔΝΤ περισσότερα από 15 δισ. ευρώ σε βραχυπρόθεσμα δάνεια από το 2010.
Ο ESM συζητεί τουλάχιστον θεωρητικά μια τέτοια προοπτική, αν και επισημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει υποβάλει μέχρι τώρα επίσημο αίτημα, υπογραμμίζοντας ότι η ελληνική περίπτωση είναι σαφώς πιο δύσκολη σε σύγκριση με τις αντίστοιχες της Πορτογαλίας και της Κύπρου, όπου υπήρχαν πιο ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης από τις αγορές και ευρύτερα τα προβλήματα των οικονομιών τους ήταν πιο ήπια από τα αντίστοιχα της Ελλάδας.
Σε κάθε περίπτωση, το Βερολίνο εμφανίζεται ιδιαίτερα σκεπτικό απέναντι σε μια αντίστοιχη εξέλιξη για την Ελλάδα, καθώς θα περιόριζε ακόμη περισσότερο τον ρόλο και την επιρροή του ΔΝΤ στη φάση της ενισχυμένης εποπτείας, η οποία συνοδεύεται από πληθώρα προκλήσεων για την ελληνική οικονομία. Εξάλλου, η κυβέρνηση προσδίδει έντονο πολιτικό χαρακτήρα στην απεμπλοκή από το δάνειο του ΔΝΤ, γεγονός που εγείρει προβληματισμό στη γερμανική κυβέρνηση για την εικόνα που θα εκπέμψει η μεταρρυθμιστική συνέχεια στην Ελλάδα.
Σημειωτέον, η δανειακή σύμβαση της Ελλάδας με τον ESM προβλέπει ότι αν η Ελλάδα εξοφλήσει πρόωρα το ΔΝΤ, τότε και ο ESM μπορεί να ζητήσει το ίδιο για το δικό του δάνειο, γι’ αυτό και η έγκρισή του είναι απαραίτητη, γεγονός που εκ των πραγμάτων αποκλείει οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια της ελληνικής πλευράς. Οι παράγοντες τους οποίους προσμετρά ο ESM για να δώσει το «πράσινο φως» σε μια αντίστοιχη ενέργεια είναι οι μακροοικονομικές επιδόσεις της οικονομίας, προφανώς η βιωσιμότητα του χρέους, καθώς και η εξέλιξη του κόστους δανεισμού για τα κρατικά ομόλογα. Πρακτικά, τα χρήματα που θα διέθετε το ελληνικό κράτος για την πρόωρη εξόφληση του δανείου από το ΔΝΤ μπορούν να προέλθουν από τις αγορές και από το cash buffer.
Ίσως το μεγαλύτερο «αγκάθι» για την ευόδωση του σεναρίου που επεξεργάζεται η ελληνική κυβέρνηση είναι το έλλειμμα εμπιστοσύνης του σκληρού πυρήνα του ευρώ ως προς την πρόθεσή της να τηρήσει μια υπεύθυνη μεταρρυθμιστική στάση παρά τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις και παρά την περαιτέρω απομάκρυνση του ΔΝΤ, σε αυτήν την περίπτωση. Από την άλλη πλευρά, οι τελευταίες εκδόσεις ομολόγων -σχεδιάζεται και νέα έξοδος στις αγορές- σε συνδυασμό με ορισμένες θετικές εξελίξεις στο πεδίο των αξιολογήσεων της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού δημοσίου πιστώνονται στη θετική πλευρά της επιχειρηματολογίας γύρω από την προοπτική πρόωρης εξόφλησης μέρους του δανείου από το ΔΝΤ.
Επόμενα ορόσημα, στο πλαίσιο αυτό, θεωρούνται αφενός η τελική έγκριση για την εκταμίευση της δόσης των 970 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που συνοδεύουν το κλείσιμο της δεύτερης μεταμνημονιακής αξιολόγησης, αφετέρου το επικείμενο τετ α τετ Τσακαλώτου – Λαγκάρντ στη Ουάσιγκτον.
naftemporiki.gr