«Δεν υπάρχει ζήτημα “κουρέματος“ καταθέσεων ούτε “νέας ανακεφαλαιοποίησης“», τονίζει η πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και της Εθνικής Τράπεζας Λούκα Κατσέλη, σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή της Κυριακής».
Όπως επισημαίνει η κ. Κατσέλη, «μόλις πριν από λίγους μήνες οι ελληνικές συστημικές τράπεζες βγήκαν από μία επιτυχημένη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης που έλαβε υπόψη της ακόμη και τα πιο ‘δυσμενή σενάρια’ σύμφωνα με την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενήργησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα». Οι τράπεζες, σημειώνει η ίδια, διαθέτουν πλέον πολύ ισχυρή κεφαλαιακή βάση, με τον σχετικό δείκτη να υπερβαίνει το 18%, και να είναι υψηλότερος σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο των μεγαλύτερων τραπεζικών ιδρυμάτων της Ε.Ε., που είναι κοντά στο 16,7%.
Για το ζήτημα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων η κ. Κατσέλη αναφέρει «ότι αποτελεί προτεραιότητα για το τραπεζικό σύστημα και προς αυτή την κατεύθυνση αναλαμβάνονται σημαντικές πρωτοβουλίες από τις ίδιες τις τράπεζες, την Τράπεζα της Ελλάδος και την κυβέρνηση».
«Για να έχουμε μία εικόνα των μεγεθών, να υπενθυμίσω ότι το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν μόλις στο 4,5% του συνόλου των δανείων το 2007 και εκτινάχθηκε σήμερα στο 42%. Ολες οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει ειδικές διαχειριστικές μονάδες για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχουν επενδύσει σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό και προσφέρουν μία σειρά ευέλικτων και ελκυστικών προϊόντων ρύθμισης. Κρίσιμο ζήτημα παραμένει η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, ιδιαίτερα όταν εμπλέκονται περισσότερες πιστώτριες τράπεζες. Η έγκαιρη αναδιάρθρωση των δανείων αυτών θα επιτρέψει απελευθέρωση κεφαλαίων, τα οποία σήμερα είναι δεσμευμένα για την απορρόφηση τυχόν ζημιών, για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας αλλά και την επανεκκίνηση βιώσιμων επιχειρηματικών μονάδων», προσθέτει η πρόεδρος της ΕΕΤ.
Για την κριτική που έχει ασκηθεί στον νόμο Κατσέλη, η πρόεδρος της ΕΕΤ αναφέρει ότι «η ένταξη στον νόμο γίνεται με βάση πολύ συγκεκριμένα κριτήρια και προϋποθέσεις για όσους μπορούν να αποδείξουν στο Ειρηνοδικείο μόνιμη αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεών τους». Επομένως, όπως υπογραμμίζει, «όχι μόνο δεν συνετέλεσε να διογκωθεί το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, αλλά ουσιαστικά ενέταξε δανειολήπτες, που πριν δεν εξυπηρετούσαν τις οφειλές τους λόγω αποδεδειγμένης αδυναμίας, σε μία διαδικασία ρύθμισης και καταβολής οφειλών, διευκολύνοντας, με αυτό τον τρόπο, την επανένταξή τους σε μία κανονική τραπεζική συμπεριφορά».
Η κ. Κατσέλη επισημαίνει παράλληλα ότι «η άρση κάθε πηγής συστημικής αβεβαιότητας και η επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος από τους θεσμούς αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας και την εμπέδωση εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα».
Τονίζει ακόμη ότι «η ανάπτυξη προϋποθέτει όχι μόνο θετικούς ρυθμούς αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως τον βιώσιμο οικονομικό και τεχνολογικό μετασχηματισμό της παραγωγικής μας βάσης». Αυτό σύμφωνα με την ίδια απαιτεί σημαντική αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων στο ΑΕΠ που σήμερα έχει μειωθεί στο 11% περίπου από 23% πριν από την κρίση. «Η αύξηση των επενδύσεων είναι εφικτή μέσω στοχευμένων θεσμικών παρεμβάσεων και ισχυρών κινήτρων, όπως η δημιουργία ενός σταθερού και απλουστευμένου φορολογικού πλαισίου, η άρση εμποδίων στην άσκηση επιχειρηματικότητας, η προώθηση βελτιωτικών ρυθμίσεων για την προώθηση του ανταγωνισμού στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών, η έγκαιρη επίλυση δικαστικών εκκρεμοτήτων, η χρήση καινοτόμων χρηματοοικονομικών εργαλείων, η ενεργοποίηση του νέου αναπτυξιακού νόμου κ.λπ.», σημειώνει.
Για την άρση των capital controls επισημαίνει ότι «μπορεί να γίνει μέσα στο 2016 εφόσον ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που προανέφερα». Η κ. Κατσέλη αναφέρει ότι η εμπέδωση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα χρειάζεται χρόνο. «Χρειάζεται πολιτική και οικονομική σταθερότητα, καθώς επίσης και σηματοδότηση ότι η οικονομία επιστρέφει σε μία κανονικότητα και χρηματοδοτείται όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μέσα από τα συνηθισμένα κανάλια παροχής ρευστότητας της ΕΚΤ. Οι προϋποθέσεις αυτές μπορεί να ικανοποιηθούν εντός των επόμενων μηνών», καταλήγει.