Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Εξαπολύει βέλη κατά πάντων, δηλώνει έτοιμος να συγκρουστεί με κάθε «εχθρό», να εξοντώσει όποιον σταθεί εμπόδιο στο όραμα της «μεγάλης Τουρκίας». Ο Ταγίπ Ερντογάν βάζει φωτιές στο γεωπολιτικό σκηνικό και φαίνεται να ελπίζει ότι ο καπνός δεν αφήνει να δει η κοινή γνώμη ότι ο μεγαλύτερος αντίπαλός του είναι σε άλλο μέτωπο: στο οικονομικό. Όσο οι σχέσεις της χώρας με τη Δύση κινούνται σε βαρομετρικό χαμηλό, τόσο περισσότερο προσπαθεί ο σουλτάνος να απαντήσει με «ζεστό χρήμα», απαιτώντας και από την κεντρική τράπεζα να πράξει το ίδιο. Φουσκωμένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, υψηλός πληθωρισμός και μία λίρα σε ελεύθερη πτώση συνθέτουν το σκηνικό μιας οικονομίας, η οποία για τον Ερντογάν πρέπει να τρέχει με ρυθμούς τουλάχιστον 5,5% έως τις επόμενες εκλογές. Διεθνείς οργανισμοί και οίκοι αξιολόγησης προειδοποιούν για «υπερθέρμανση», αλλά ποιος ακούει; «Είμαστε η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του G20 και δεύτεροι στη λίστα με τους 250 κορυφαίους εργολάβους του κόσμου, με 43 μεγάλες επιχειρήσεις», απαντά και δεν λέει ψέματα, απλώς κρύβει την υπόλοιπη αλήθεια.
Μία οικονομία στο κόκκινο απειλεί το αφήγημα του Τούρκου προέδρου. Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι τα πράγματα. Η ολίσθηση στην οικονομικό λαϊκισμό ήρθε παράλληλα με εκείνη στον αυταρχισμό και την απομάκρυνση από τον ευρωπαϊκό δρόμο.
Εντάθηκε από το 2013 και πολύ περισσότερο μετά το αποπειραθέν πραξικόπημα το 2016. Η πρώτη δεκαετία του Ερντογάν στην εξουσία ήταν αντιθέτως μία «χρυσή εποχή» για την τουρκική οικονομία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την περίοδο που η Δύση έβλεπε την Τουρκία ως πρότυπο δημοκρατίας στον μουσουλμανικό κόσμο, για τις αγορές ήταν πρότυπο αναδυόμενης οικονομίας.
Η χρυσή δεκαετία
Από το 2003, όταν ανήλθε ο Ταγίπ Ερντογάν στην εξουσία, έως και το 2013 το ΑΕΠ της τουρκικής οικονομία μεγεθύνθηκε κατά 383 δισ. δολάρια, οι εξαγωγές απογειώθηκαν από τα 63 δισ. στα 135 δισ. δολάρια και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν τριπλασιάστηκε. Όσο για το δημόσιο χρέος, περιορίστηκε κοντά στο 40% του ΑΕΠ.
Είχε προηγηθεί η μεγάλη οικονομική κρίση της περιόδου 1999-2001, η οποία είχε φέρει το ΔΝΤ στη χώρα. Το πρόγραμμα θεωρήθηκε πλήρης αποτυχία. Αλλά στη συνέχεια η Τουρκία ακολούθησε τον δρόμο της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των μεταρρυθμίσεων. Επιμένοντας σε αυτόν τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, ο Ερντογάν πέτυχε να μεταμορφώσει πλήρως την οικονομία.
Ύστερα από τη χαμένη δεκαετία του ‘90, κατά την οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο 3.400 δολάρια, η παραγωγικότητα δραματικά χαμηλή σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί έως και το 70%, η χρυσή δεκαετία του Ερντογάν χαρακτηρίστηκε από ταχεία και ουσιαστική ανάπτυξη.
Από το 2003 έως και το 2007 η τουρκική οικονομία αναπτυσσόταν με ρυθμούς 6,7%. Δεν έμεινε αλώβητη από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αλλά βγήκε γρήγορα από αυτήν, Μετά τη συρρίκνωση κατά 4,8% το 2009, το ΑΕΠ της ανέκαμψε 9% την αμέσως επόμενη χρονιά.
Παρά την ταχεία αύξηση του πληθυσμού, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σκαρφάλωσε από τα 3.400 δολάρια στα 10.500 δολάρια το 2010 και ξεπέρασε τα 12.000 δολάρια το 2013, με τη γειτονική χώρα να πετυχαίνει έτσι την είσοδο στο κλαμπ των πλούσιων οικονομιών.
Ο πληθωρισμός ακολουθούσε αντίθετη πορεία, υποχωρώντας έως και το 3,9% τον Απρίλιο του 2011. Ήταν ναδίρ 42 ετών.
Εντυπωσιακή και η δημοσιονομική προσαρμογή, με το έλλειμμα του προϋπολογισμού να μειώνεται κάτω του 2% και το χρέος κάτω του 40% του ΑΕΠ πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Διατηρήθηκαν υπό έλεγχο και μετά την κρίση. Το 2010 το έλλειμμα ήταν 3,5% και το χρέος 43,5% του ΑΕΠ.
Ήδη από εκείνη τη χρονιά, ωστόσο, το καμπανάκι του υψηλού ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών ηχούσε, όπως και εκείνα των εξαιρετικά χαμηλών θέσεων στους δείκτες του επιχειρείν και της ανταγωνιστικότητας, που καλούσαν σε «μεταρρυθμίσεις δεύτερης γενιάς». Σε βήματα, που όπως είχε σχολιάσει Τούρκος οικονομολόγος στον «Economist» θα οδηγούσαν την Τουρκία από οικονομία του «know who» σε οικονομία του «know how».
Το ισχυρό χαρτί
Οι επιτυχίες της τουρκικής οικονομίας δεν έμειναν στους αριθμούς της υψηλής ανάπτυξης και του χαμηλού χρέους. Το ισχυρότερο χαρτί του Ερντογάν, την πρώτη επταετία της διακυβέρνησής του τουλάχιστον, ήταν το γεγονός ότι πέτυχε να βγάλει εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια και να αμβλύνει τις ανισότητες.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ το ποσοστό των πολιτών κάτω του ορίου της φτώχειας υποχώρησε από το 21% το 2005 στο 18% το 2010. Ο δείκτης ανισοτήτων Gini μειώθηκε από το 0,403 το 2005 σε 0,38 το 2010. Το εισόδημα του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού ήταν 18 φορές υψηλότερο από εκείνο του φτωχότερου 10% το 2005, αλλά η ψαλίδα περιορίστηκε. Το 2009 ήταν 14 φορές υψηλότερο. Εκείνη την περίοδο είχαμε σημαντική αύξηση της απασχόλησης εκτός του αγροτικού τομέα, πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος, αύξηση του κατώτατου μισθού. Όλα αυτά χάρη και στη σταθερή μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας στις αγορές.
Ήταν επίσης η περίοδος που έδειξαν τα δόντια τους οι «τίγρεις της Ανατολίας», όπως χαρακτήριζαν οι ξένοι αναλυτές τις άλλοτε εσωστρεφείς επιχειρηματικές ελίτ της χώρας, που αν και συντηρητικές, ανοίχτηκαν στον έξω κόσμο. Πολλές μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις της Ανατολίας εξελίχθηκαν σε μεσαίου μεγέθους ομίλους με έντονη εξαγωγική δραστηριότητα. Η περιοχή εκείνη, στην καρδιά της Ασίας, άνθησε ξαφνικά οικονομικά. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς με τον εκλογικό θρίαμβο του 2011.
Η σημερινή εικόνα
Οι προειδοποιήσεις για τα τρωτά σημεία της τουρκικής οικονομίας και τον κίνδυνο υπερθέρμανσης ήταν έντονες και το 2017, μία χρονιά κατά την οποία η τουρκική οικονομία υπολογίζεται ότι αναπτύχθηκε 7,2%. Το τρίτο τρίμηνο το ΑΕΠ έκανε «άλμα» 11,1% – με την επίδοση να εξηγείται εν μέρει από τη σύγκριση με το ζοφερό αντίστοιχο διάστημα του 2016. Δεν ήταν, ωστόσο, μόνο αυτό.
Ο Ερντογάν πλημμύρισε την οικονομία με φθηνές πιστώσεις. Το Δημόσιο παρείχε εγγυήσεις για δάνεια χαμηλού επιτοκίου συνολικού ύψους 50 δισ. δολαρίων σε σχεδόν 300.000 επιχειρήσεις.
Παράλληλα, η βουτιά της λίρας, που είχε αρχίσει την προηγούμενη χρονιά, έδωσε ώθηση στις εξαγωγές, που ανήλθαν στα επίπεδα ρεκόρ των 148 δισ. δολαρίων. Τα τουρκικά εργοστάσια αυτοκινήτου κατασκεύασαν περισσότερα από 1,54 εκατομμύριο οχήματα για εταιρείες, όπως οι Peugeot, Renault, Toyota, εκ των οποίων τα 2/3 ήταν προς εξαγωγή στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ωστόσο, οι εισαγωγές αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο. Οι εισαγωγές πολύτιμων μετάλλων έκαναν άλμα 364%, ενώ σημαντική αύξηση παρουσίασαν και εκείνες του πετρελαίου. Έτσι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε στο 5,6% του ΑΕΠ την περασμένη χρονιά. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τον Ιανουάριο του 2018 υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα, καθώς οι εξαγωγές αυξήθηκαν 10,7% στα 12,5 δισ. δολάρια, αλλά οι εισαγωγές έκαναν «άλμα» 38% στα 21,5 δισ. δολάρια.
Όσο ο Τούρκος ηγέτης δεν αντιμετωπίζει τις μεγάλες ανισορροπίες αυτές, όσο επιμένει με επιθέσεις στην κεντρική τράπεζα, η οποία προσπαθεί να τιθασεύσει τον πληθωρισμό (που στο 10,26% είναι υπερδιπλάσιος του επίσημου στόχου), τόσο θα βλέπει το ισχυρό χαρτί να μετατρέπεται σε «αχίλλειο πτέρνα».
Η «βουτιά» της λίρας
Η ραγδαία υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος -σύμφωνα με τον πρωθυπουργό Γιλτιντιρίμ- δεν ανησυχεί την Άγκυρα, αλλά μάλλον θα έπρεπε, καθώς είναι ένας παράγοντας που έχει αυξήσει τις εταιρικές χρεοκοπίες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι το 2017, παρά τους εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε στο 11,2% από 10,6% το 2016 και 10,3% το 2015. Το τουρκικό νόμισμα έχει υποχωρήσει 4% από τις αρχές του έτους και πολλοί δεν αποκλείουν μία επανάληψη του 2016, όταν έκανε «βουτιά» 18%. Ούτε το 2017 ήταν καλή χρονιά για τη λίρα. Αν και από τον Φεβρουάριο έως και το Σεπτέμβριο ανατιμήθηκε. Το τελευταίο τρίμηνο του έτους, καθώς επιδεινώθηκαν αισθητά οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, βρέθηκε και πάλι σε ελεύθερη πτώση. Έτσι ολοκλήρωσε την προηγούμενη χρονιά με απώλειες σχεδόν 8%.