Η αδυναμία έγκρισης των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους στην τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup σηματοδότησε την ανησυχία των θεσμικών πιστωτών ότι η κυβέρνηση κατεβάζει ταχύτητα. Το μήνυμα της Κομισιόν, τα ρίσκα των ανοιχτών εκκρεμοτήτων και οι μνήμες 2014.
Η αίσθηση που επικρατεί ανάμεσα σε Ευρωπαίους αξιωματούχους αλλά και ανεξάρτητους αναλυτές είναι ότι η κυβέρνηση, εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων του Μαΐου οι οποίες ενδέχεται να συνδυαστούν και με τις εθνικές εκλογές, προβαίνει σε επιλογές οι οποίες παρακάμπτουν τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό υπό την εποπτεία της Ευρωζώνης.
Το γεγονός ότι το Eurogroup δεν ενέκρινε την εκταμίευση των 970 εκατ. ευρώ (αντιστοιχούν σε κέρδη της ΕΚΤ και κεντρικών τραπεζών από την κατοχή των ελληνικών ομολόγων, καθώς και στην κατάργηση της προσαύξησης των επιτοκίων του δεύτερου δανείου διάσωσης της χώρας) συνδέεται κατά κύριο λόγο με την προστασία της α’ κατοικίας από πλειστηριασμούς, ένα θέμα για το οποίο υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι φέρονται να έχουν διαμηνύσει στους εκπροσώπους των ελληνικών τραπεζών ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κατεβεί στις εκλογές με μια συμφωνία υψηλού πολιτικού κόστους.
Πέρα από το διάδοχο καθεστώς του νόμου Κατσέλη, υπάρχουν κι άλλα προαπαιτούμενα τα οποία η κυβέρνηση δεν έχει εκπληρώσει, απομακρύνοντας την -συν τοις άλλοις συμβολική για την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία- εκταμίευση της πρώτης δόσης στη μετα-προγραμματική ενισχυμένη εποπτεία. Για παράδειγμα, τα εμπόδια στην πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η καθυστέρηση στον διαγωνισμό για την παραχώρηση της Εγνατίας, η μη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα (έχουν καταβληθεί μόνο 600 εκατ. από το συμφωνηθέν 1,3 δις. ευρώ) και η καθυστέρηση στη στελέχωση της δημόσιας αρχής δημοσίων εσόδων.
Αντιθέτως, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε μονομερή αύξηση 11% του κατώτατου μισθού, προκηρύττει χιλιάδες προσλήψεις -άμεσα 8.000- στον δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση (ένα μέρος των οποίων με μειωμένο έλεγχο από το ΑΣΕΠ) και επιταχύνει μονομερώς τη ρύθμιση των 120 δόσεων για χρέη προς τα ταμεία και την εφορία.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν, η οποία προκάλεσε έκπληξη για τα πολλαπλά της μηνύματα προς την ελληνική κυβέρνηση, ήρθε να προστεθεί η ανησυχία την οποία διατύπωσε το ΔΝΤ για τον αντίκτυπο προεκλογικών αποφάσεων και εξαγγελιών στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Αξίζει να θυμηθεί κανείς την αντίστοιχη περίοδο το 2014, όταν η κυβέρνηση Σαμαρά -στο τελευταίο στάδιο της θητείας της, εν όψει των ευρωεκλογών του Μαΐου αλλά και των εθνικών εκλογών που θα ακολουθούσαν, δεδομένης της εξαγγελίας του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα οδηγούσε τη χώρα στην κάλπη με πρόσχημα την εκλογή ΠτΔ- κατά γενική ομολογία είχε τραβήξει χειρόφρενο.
Η μετάθεση της έγκρισης των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, ως ορόσημο πιστοποίησης των οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης, κρίνεται ήδη προβληματική και το ενδιαφέρον μετατοπίζεται πλέον στο Eurogroup της 5ης Απριλίου. Μια δεύτερη αναβολή αναμένεται σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις να στείλει αρνητικό μήνυμα για την ελληνική οικονομία δημιουργώντας εκ νέου κλίμα αβεβαιότητας.
Ας σημειωθεί ότι, μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ορισμένες αναλύσεις αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση συνειδητά να κλιμακώσει με τους πιστωτές ως στρατηγική επιλογή εν όψει των εκλογικών αναμετρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, η εγγύτητα των εκλογών προσθέτει μια καίρια παράμετρο για την πορεία της οικονομίας και η αγορά, σύμφωνα με το κλίμα που μεταφέρουν αρμόδιοι παράγοντες, δείχνει να κατεβάζει επίσης ταχύτητα τηρώντας στάση αναμονής.
naftemporiki.gr