Skip to main content

Γιατί η FED μπορεί να γίνει «πυροκροτητής» ενός παγκοσμίου κραχ

REUTERS/Jonathan Ernst/File Photo

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσον αυτές οι μεταβολές είναι σε θέση να οδηγήσουν τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη σε ύφεση

Τα γεγονότα της Δευτέρας 5 Αυγούστου 2024 θα αποτελέσουν αντικείμενο ερεύνης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιχειρώντας όμως μια πρώτη ανάγνωση οδηγούμαστε καταρχάς στο συμπέρασμα, ότι οι αιτίες που οδήγησαν σε ξεπούλημα σε όλες τις οργανωμένες αγορές του κόσμου, εκτόξευσαν στα ύψη το δείκτη μεταβλητότητας των τιμών των μετοχικών τίτλων και εξαΰλωσαν ένα σημαντικό μέρος της κεφαλαιοποίησης εκδοτριών εταιρειών αλλά και ολόκληρων αγορών, είναι ποικίλες, πολυεπίπεδες και συγκυριακά σημαντικές, για να είναι σε θέση να προξενήσουν μια τέτοιου μεγέθους αναστάτωση στην αγορά.

Η αλλαγή νομισματικής πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας, αυξάνοντας τα επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού μετά από δεκαετίες, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η απώλεια εσόδων από το Carry Trade, η επικείμενη επέκταση της πολεμικής σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης ως αποτέλεσμα μιας συσταλτικής νομισματικής πολιτικής, η συνεχής επιμήκυνση του ενεργητικού των Κεντρικών Τραπεζών εκτοξεύοντας το δημόσιο χρέος στα ύψη και τέλος μερικοί αρνητικοί πρόδρομοι μακροοικονομικοί δείκτες για την οικονομία των ΗΠΑ, συνέργησαν ώστε να πυροδοτηθεί  το φυτίλι της κρίσης. Οι τελευταίοι θεωρείται, ότι έδωσαν το οριστικό έναυσμα για το sell off, αφού ερμηνεύθηκαν ως προάγγελοι μιας επικείμενης ύφεσης της αμερικανικής οικονομίας, με αφορμή την ανακοίνωση των στοιχείων για την απασχόληση (αύξηση της ανεργίας κατά 0,3% στο 4,3%), αλλά και μια ελαφρά επιβράδυνση της ανάπτυξης το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, η οποία όμως διορθώθηκε με ένα καλλίτερο δεύτερο τρίμηνο. Προβλήματα βέβαια συνεχίζουν να υπάρχουν κυρίως στον τομέα της μεταποίησης, που αποτελεί προς το παρόν τον αδύναμο κρίκο της οικονομίας.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι κατά πόσον αυτές οι μεταβολές είναι σε θέση να οδηγήσουν τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη σε ύφεση. Αρκεί μόνο το γεγονός, ότι στο παρελθόν, όπως αναφέρεται σε μελέτη της Claudia Sahm, η οποία επεξεργάστηκε έναν δείκτη, ο οποίος προέκυψε από τη σύγκριση του ποσοστού ανεργίας των τελευταίων τριών μηνών με εκείνον των προηγούμενων δώδεκα μηνών, όπου παρατηρήθηκε ότι αν υπερβαίνει το 0,5% τότε η οικονομία εισέρχεται σε ύφεση; Και όμως, επειδή στην περίπτωσή μας ο δείκτης αυτός φαίνεται να επαληθεύεται, ενισχύθηκε ο φόβος των επενδυτών, ότι η αμερικανική οικονομία οδεύει ολοταχώς σε καθοδική πορεία. Η αγελαία συμπεριφορά δε δεν κόπασε παρότι η οικονομολόγος με δηλώσεις της διέψευσε ότι ισχύει ο κανόνας στην προκειμένη περίπτωση, υποδεικνύοντας μάλιστα και τον τρόπο αποφυγής: «Μια ύφεση δεν είναι αναπόφευκτη, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει αρκετό περιθώριο για μείωση των τόκων». Υποδεικνύει συνεπώς ως αιτία της πρόσφατης βύθισης των χρηματιστηρίων, όχι την πορεία των μακρομεγεθών αλλά την πολιτική επιτοκίων της Κεντρικής Τράπεζας.

Η κριτική στην επιτοκιακή πολιτική της FED

Η ανησυχία στις αγορές άρχισε να φουντώνει μετά την απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας να μην μειώσει τα επιτόκια στη συνεδρίαση της 31 Ιουλίου, όπως ανέμεναν, και να την μεταθέσει για τις 17 Σεπτεμβρίου.

Με δεδομένο όμως, ότι η οικονομία είχε μπει εδώ και μερικούς μήνες σε τροχιά ήπιας επιβράδυνσης, η αγορά εργασίας σε αποδυνάμωση και ο πληθωρισμός σε αποκλιμάκωση, η μείωση των επιτοκίων για να είναι αποτελεσματική και να σηματοδοτήσει την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής θα έπρεπε να είχε γίνει πολύ ενωρίτερα.

Η λανθασμένη επιλογή του σωστού timing για την παρέμβαση θα αναγκάσει πλέον την FED, όπως δικαίως εκτιμά η αγορά, να μειώσει το βασικό επιτόκιο το Σεπτέμβριο αντί για 0,25% σε 0,5%, με ότι αυτό συνεπάγεται για μια βίαιη καθυστερημένη αντίδραση και τις ανισορροπίες που θα δημιουργήσει.

Μέχρι τότε οι αμερικανικές τράπεζες θα χρηματοδοτούνται με επιτόκιο 5,25- 5,50% και οι επιχειρήσεις θα αναβάλλουν κάθε επενδυτικό σχέδιο που θα βελτίωνε την οικονομική δραστηριότητα και μαζί την απασχόληση. Η έντονη κριτική που δέχεται ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ στηρίζεται στην εμμονή του να περιμένει να αγγίξει ο πληθωρισμός το 2% και τότε να ενεργήσει σύμφωνα και με την καταστατική του υποχρέωση να διαφυλάσσει την αξία του νομίσματος της χώρας του. Σε ότι αφορά βέβαια την ορθότητα της συγκεκριμένης επιλογής, οι απόψεις, όχι μόνο σε πρακτικό αλλά και σε θεωρητικό επίπεδο διίστανται.

Μείωση του επιτοκίου αναφοράς αλλά πόσο;

Η εμφάνιση του πληθωριστικού φαινομένου ανάγκασε τα τελευταία χρόνια τις κεντρικές τράπεζες να ασκήσουν περιοριστική νομισματική πολιτική, μειώνοντας την ποσότητα του χρήματος ή και αυξάνοντας τα επιτόκια αναφοράς σε τέτοιο βαθμό, ώστε να οδηγηθούν οι οικονομίες σε επιβράδυνση και μέσω της μειωμένης ζήτησης σε αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Αφού σταθεροποιήθηκε στην κορυφή το αναγκαίο επιτόκιο αναφοράς για ένα χρονικό διάστημα με ταυτόχρονη επιτυχία ένα ανεκτό επίπεδο αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών, το επόμενο βήμα για όλες τις κεντρικές τράπεζες είναι η μείωσή του επιτοκίου, η επιλογή του χρόνου και της δοσολογίας και κυρίως η αναζήτηση του «ουδέτερου επιτοκίου» σε κάθε περίπτωση, το οποίο σηματοδοτεί και το τέλος της πτωτικής πορείας.

Με τον όρο ουδέτερο επιτόκιο περιγράφεται ένα επίπεδο επιτοκίου, το οποίο δεν ασκεί επιδράσεις στην οικονομική δραστηριότητα ούτε επεκτατικές ούτε συσταλτικές. Πρόκειται για ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, για το οποίο γνωρίζουμε μεν τη χρησιμότητα, αλλά πολύ δύσκολα είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε το μέγεθός του. Σε αναζήτηση του αρίστου μεγέθους έχουν επιδοθεί οι υπεύθυνοι χάραξης της νομισματικής πολιτικής, τόσο στην FED, όσο και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Και ενώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα από τις προβολές για την πορεία της αποκλιμάκωσης του επιτοκίου αναφοράς, έχει δοθεί ένα στίγμα για το μέγεθος που προσεγγίζει το 2,5%, στην ΕΚΤ δια στόματος της Προέδρου Christine Lagarde αποφεύγεται κάθε επίσημη τοποθέτηση. Σε ερώτημα για το ύψος του ουδετέρου επιτοκίου απάντησε απλά. «Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζω πόσο είναι. Γύρω από το θέμα θα σπάσουμε το κεφάλι μας όταν έρθει η ώρα». Από την πλευρά των οικονομολόγων της ΕΚΤ υπάρχει βέβαια η τοποθέτηση του  Philip Lane στο 2%, ενώ της Isabel Schnabel στο 2,5%. Αν συνεπώς καταλήξουμε στο 2,5%, το οποίο δείχνει να είναι και το επικρατέστερο σενάριο, τότε με διακηρυγμένο το στόχο για το επίπεδο των τιμών στο 2,0%, προκύπτει και ένα πραγματικό επιτόκιο 0,5% (στη βιβλιογραφία συμβολίζεται με r*). Αυτό, ανάλογα με την οικονομική συγκυρία μπορεί να αυξάνεται, όταν βρισκόμαστε στην περιοχή της υπερθέρμανσης ή να μειώνεται όταν η οικονομία έχει ανάγκη για φτηνή ρευστότητα ώστε να τονωθεί η ζήτηση και να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη ύφεση. Μέχρι να φτάσουμε εκεί βέβαια αντιλαμβάνεται κανείς τελικά ότι, ό δρόμος που έχουν να διανύσουν οι κεντρικές τράπεζες για να κατέβουν από την κορυφή του βουνού που βρίσκονται τώρα τα επιτόκια αναφοράς, είναι μακρύς ακόμη.

Σε ό,τι αφορά βεβαίως τη FED για λόγους που δεν γνωρίζουμε, επίσημα έχει αναφερθεί ο επίμονος πληθωρισμός παρά την αποκλιμάκωσή του, δεν προχώρησε σε μια μείωση, όπως έκανε ήδη η ΕΚΤ από τον Ιούνιο. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι υπήρξε μια ατυχής εκτίμηση για το πρόβλημα. Θεωρούμε όμως ότι στην παρούσα συγκυρία έπραξε σωστά να μην συγκαλέσει το Διοικητικό Συμβούλιο και να πάρει έκτακτα, υπό πίεση, μέτρα, είτε για να αποτρέψει τον…κίνδυνο ύφεσης ( η Goldman Sachs δίνει μόνο 25% πιθανότητα για κάτι τέτοιο) ή ακόμη χειρότερα να καθησυχάσει απογοητευμένους ή και χαμένους επενδυτές. Η βασική αποστολή της Κεντρικής Τράπεζας είναι η προστασία της σταθερότητας του νομίσματος και αυτή πρέπει να υπηρετεί ως ύψιστη προτεραιότητα.

Οι διακυμάνσεις στα χρηματιστήρια αποτελούν κομμάτι της λειτουργίας τους, έχουν κάθε φορά και διαφορετικές αιτίες, ενώ παρουσιάζονται με διαφορετική σφοδρότητα. Η βασικότερη στην προκειμένη περίπτωση είναι η συσσώρευση ρευστότητας στο χρηματοοικονομικό κλάδο όλης της νομισματικής επέκτασης τα τελευταία χρόνια, η οποία φούσκωσε τις αποτιμήσεις καταγράφοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και στερώντας βέβαια πόρους για επενδύσεις από την πραγματική οικονομία και ταυτόχρονα διευρύνοντας το χάσμα της ανισότητας στην κοινωνία. Ήταν επόμενο, ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν και η σειρά της διόρθωσης με πρώτους χαμένους τις τεχνολογικές εταιρείες, οι οποίες έβλεπαν τις αποτιμήσεις τους η μια μετά την άλλη να ξεπερνούν τα τρισεκατομμύρια δολάρια.

*Ο Χαράλαμπος Γκότσης είναι Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς