Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Ορατός είναι ο κίνδυνος οι τράπεζες να χρειαστούν νέα κεφάλαια εάν αυξηθούν οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στην οποία, εκτός των άλλων, καταγράφει τις ανησυχίες και τις αβεβαιότητες που απειλούν τον τραπεζικό τομέα.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τρεις κινδύνους αντιμετωπίζουν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα και οι οποίοι προκύπτουν από την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Το Ταμείο εκτιμά ως ενδεχόμενο τη μείωση κατά μισή μονάδα του μέσου όρου των κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε περίπτωση αύξησης των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων κατά 100 μονάδες βάσης.
Σύμφωνα με τις επίσημες κεφαλαιακές μετρήσεις για τις τράπεζες, ο κεφαλαιακός δείκτης CET1 τον Σεπτέμβριο του 2018 ανερχόταν σε 15,7% και τα κεφάλαια που ο δείκτης αυτός εκπροσωπεί ανέρχονταν σε 26,7 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, εάν υποτεθεί πως το ποσοστό αυτό κατέρχεται σε 15,2% (μισή μονάδα χαμηλότερα) αυτό σημαίνει πως οι τράπεζες θα έχουν 850 εκατ. λιγότερα κεφάλαια, αναφέρουν οι ίδιες πηγές.
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο:
Ο πρώτος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες αφορά την άμεση έκθεσή τους στην πορεία της εθνικής οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων τόσο του άμεσου πιστωτικού κινδύνου όσο και των κινδύνων που ανακύπτουν από τις συναλλαγές των τραπεζών με το Ελληνικό Δημόσιο ως αντισυμβαλλόμενο. Μια ενδεχόμενη μεταβλητότητα της αγοράς θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα τα κέρδη ή το κεφάλαιο των τραπεζών.
Κατά δεύτερον οι τράπεζες αντιμετωπίζουν παρεμπίπτοντες κινδύνους, ένα σημαντικό κομμάτι εκ των οποίων αφορά τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA) που είναι επιλέξιμες για μετατροπή σε αναβαλλόμενες φορολογικές ελαφρύνσεις (DTC). Η μετατροπή θα ενεργοποιείται όταν οι τράπεζες αντιμετωπίζουν ζημίες μετά τη φορολογία, κάτι που θα οδηγήσει το Ελληνικό Δημόσιο να αποκτήσει νέες μετοχές των ελληνικών τραπεζών. Στο ίδιο είδος κινδύνων ανήκουν και τα κρατικά ομόλογα που διαθέτουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο χαρτοφυλάκιό τους.
Ο τρίτος κίνδυνος για τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα είναι τα έμμεσα χρηματοδοτικά ανοίγματα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων, με εκδότες αυτήν τη φορά τον ιδιωτικό τομέα, αλλά με συνδεδεμένο επιτόκιο αναφοράς σε χρεωστικούς τίτλους δημόσιου χρέους. Όταν δηλαδή οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ανεβαίνουν, οι ιδιωτικές εταιρείες πραγματοποιούν εκδόσεις με υψηλότερο κίνδυνο. Όταν αυτές οι εκδόσεις καταλήγουν στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, τότε οι ίδιες ενσωματώνουν τον συγκεκριμένο κίνδυνο.
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι μία ενδεχόμενη αύξηση των αποδόσεων σε κρατικά χρεόγραφα κατά 100 μονάδες βάσης θα προκαλούσε μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στους κεφαλαιακούς δείκτες CET1 των πιστωτικών ιδρυμάτων.
«Κόκκινα» δάνεια
Ιδιαίτερα ευάλωτο παραμένει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα καθώς τα NPEs είναι πολλά, ενώ αβεβαιότητα υπάρχει και για την ποιότητα των ενήμερων δανείων λόγω της αδυναμίας πληρωμών που εμφανίζουν όλο και περισσότεροι δανειολήπτες εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στη χώρα.
Κάτω από την πίεση του SSM οι τράπεζες στοχεύουν στην ταχύτερη μείωση του NPEs, αλλά οι προσπάθειές τους περιορίζονται από το χαμηλό κεφάλαιο, την περιορισμένη κερδοφορία και την περιορισμένη ρευστότητα. Ταυτόχρονα, τυχόν καθυστερήσεις στην εκκαθάριση των NPEs θα επιβραδύνει την απόδοση των δανείων και θα αφήσει το τραπεζικό σύστημα (και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα) ευάλωτο σε κινδύνους σε περίπτωση απότομης αλλαγής στις οικονομικές συνθήκες. Αυτό θα μπορούσε με τη σειρά του να τροφοδοτήσει έναν νέο κύκλο φθίνουσας εμπιστοσύνης, νέων ελλείψεων ρευστότητας και απομείωσης κεφαλαίου.
Δημοσιονομικοί κίνδυνοι
Το κράτος έχει σημαντική έκθεση στο τραπεζικό σύστημα μέσω άμεσης ιδιοκτησίας (σημαντικά μερίδια σε τρεις από τις πέντε μεγαλύτερες τράπεζες και μικρότερες συμμετοχές στις άλλες δύο), καταθέσεις και συνεπαγόμενες υποχρεώσεις (συμπεριλαμβανομένης μιας αμετάκλητης ενδεχόμενης υποχρέωσης για την κάλυψη ζημιών από τη μετατροπή του αναβαλλόμενου φόρου). Το κράτος βασίζεται επίσης στη συμμετοχή των τραπεζών στις εκδόσεις ομολόγων (δημοσίου χρέους) και στο επιτόκιο αντιστάθμισης κινδύνου. Η συνολική έκθεση των τραπεζών στα κρατικά χρεόγραφα είναι κοντά στο 180% των κεφαλαίων CET1 του συνόλου των τραπεζών.
Το έννομο συμφέρον επενδυτών, μετόχων
Όλοι όσοι έχουν έννομο συμφέρον από τις τράπεζες (καταθέτες, επενδυτές, μέτοχοι κ.λπ.) καλούν για μια πιο δυναμική εξυγίανση των ισολογισμών τραπεζών, αλλά υπάρχουν διιστάμενες απόψεις για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να προχωρήσουν. Το ΔΝΤ συνεχίζει να πιέζει για βελτίωση στις στρατηγικές μείωσης των NPEs του ιδιωτικού τομέα, αλλά η πρόοδος είναι αργή ιδιαίτερα στην ανάκτηση στεγαστικών δανείων.
Η κυβέρνηση, το ΤΧΣ και η ΤτΕ έχουν προτείνει μία σειρά λύσεων με κρατικές ενισχύσεις για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων οι οποίες θα πρέπει να αξιολογηθούν για τη συμβατότητά τους σχετικά με τους κανόνες της Ε.Ε. Οι τράπεζες θα προτιμούσαν ένα μενού από επιλογές, ενώ κάποιες από αυτές θα ήθελαν να προχωρήσουν ανεξάρτητα από τα προτεινόμενα σχήματα.
Οι απόψεις των αρχών
Η κυβέρνηση συμφώνησε ότι μια ολοκληρωμένη και καλά συντονισμένη προσέγγιση στα ΝPEs είναι σκόπιμη, αλλά θεώρησε ότι ήδη υπάρχουν σημαντικά στοιχεία αυτής της προσέγγισης.
Οι αρχές σημείωσαν ότι οι τράπεζες συνεργάζονται με τον SSM για τις στρατηγικές μείωσης των NPEs. Εξέφρασαν την πεποίθηση ότι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί θα συνεχίσουν να αυξάνονται και ότι οι πρόσφατες τροποποιήσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό θα οδηγήσουν στην ολοκλήρωση περισσότερων πολυμερών αναδιαρθρώσεων. Σημειώνεται ότι παρά το πρόσφατο κύμα αιτήσεων στον νόμο Κατσέλη ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων που εκκρεμούν συνεχίζει να μειώνεται. Η κυβέρνηση δεν θεώρησε τον συντονισμό ως ένα μεγάλο ζήτημα εκτιμώντας πως με τα δικά της πλάνα θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Τα σχήματα με την κρατική ενίσχυση θα μπορούσαν να εισαχθούν για να στηρίξουν τη μείωση των NPEs και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των στεγαστικών δανείων, μειώνοντας τον ηθικό κίνδυνο.
Αποκατάσταση των ισολογισμών
Tο ΔΝΤ στην έκθεσή του υπογράμμισε τον επείγοντα χαρακτήρα των ολοκληρωμένων και καλά συντονισμένων ενεργειών που θα αποκαταστήσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών και θα βελτιώσουν την κουλτούρα πληρωμών και στο τέλος θα αναζωογονήσουν τον τραπεζικό δανεισμό.
Αυτό θα απαιτήσει προσπάθειες σε διάφορους αλληλένδετους τομείς:
- Δημιουργία κεφαλαίων για τη στήριξη φιλόδοξων στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται την έκδοση μετοχών ή δεδομένης της τρέχουσας έλλειψης ζήτησης εξειδικευμένα εργαλεία κεφαλαίου στις ιδιωτικές αγορές.
- Ενίσχυση της υφιστάμενης εργαλειοθήκης μείωσης των NPEs με στόχο τη διευκόλυνση των ιδιωτικών λύσεων. Το ΔΝΤ καλεί τις αρχές να επιλύσουν τις υπάρχουσες νομοθετικές και θεσμικές εκκρεμότητες στο υφιστάμενο πλαίσιο και αυτό συμπεριλαμβάνει την επανεξέταση του σχεδιασμού της προστασίας της α’ κατοικίας, περιορίζοντας τις περιπτώσεις που καταλήγουν δικαστικά σε περίπτωση αφερεγγυότητας των νοικοκυριών. Το ΔΝΤ συνέστησε περαιτέρω στις αρχές να άρουν τα εμπόδια για τις ηλεκτρονικές δημοπρασίες και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Επίσης ζητεί να γίνουν προσπάθειες για τη βελτίωση της διατραπεζικής συνεργασίας (π.χ. να συνεχιστεί το NPL Forum).
- Να αξιολογηθούν προσεκτικά οι επιλογές κρατικής υποστήριξης για τη μείωση του συνολικών NPEs. Τέτοιες στρατηγικές μπορεί να καταστούν αναπόφευκτες εάν οι ιδιωτικές λύσεις αποτύχουν να επιταχύνουν τη βιώσιμη μείωση των NPEs. Το ΔΝΤ προτρέπει αρχές και Ευρωπαίους ενδιαφερόμενους να αξιολογήσουν προσεκτικά τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των διαφόρων προτάσεων, συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης στις τράπεζες, στο δημόσιο χρέος, στην ανάπτυξη και τον ηθικό κίνδυνο.
- Βελτίωση της βιωσιμότητας και της διακυβέρνησης των τραπεζών. Περαιτέρω προσπάθειες για την αποκατάσταση της παραγωγικής ικανότητας των τραπεζών και την παραγωγή κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων μέτρων απόδοσης κόστους και μέτρων για την ενίσχυση της οικονομίας των τραπεζών, εσωτερικής διακυβέρνησης, θα συμβάλουν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας και των προοπτικών για νέο ιδιωτικό κεφάλαιο.