Αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής και επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων ζητάει το ΔΝΤ στην πρώτη ολοκληρωμένη έκθεσή του για την ελληνική οικονομία στο πλαίσιο της μετα-προγραμματικής εποπτείας. Εκφράζει ανησυχία για τον αντίκτυπο προεκλογικών αποφάσεων και εξαγγελιών στην απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, όπως και για πιέσεις -έως και 9,4 δισ. ευρώ- στα δημοσιονομικά από δικαστικές αποφάσεις για τις συντάξεις και τα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων. Διαμηνύει πως το τραπεζικό σύστημα παραμένει ευάλωτο, ενώ στον τομέα των «κόκκινων» δανείων θεωρεί αναγκαίο να αποφευχθούν μέτρα που θα διαβρώνουν την πειθαρχία των οφειλετών. Επιμένει τέλος στη μείωση του αφορολόγητου και στην ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών συντελεστών.
«Τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου καλωσορίζουν την πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, η οποία έχει συμβάλλει στην αποκατάσταση της σταθερότητας και της ανάπτυξης,τη μείωση της ανεργίας, την βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και την επιστροφή στις αγορές» αναφέρει η έκθεση και προσθέτει: «Ενθαρρύνουν παράλληλα τις αρχές να αντιμετωπίσουν τις σημαντικές αδυναμίες, που εξακολουθούν να καταγράφονται, με περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, επανεξισορρόπηση του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής και ενίσχυση των τραπεζικών ισολογισμών με στόχο τη βιώσιμη για ανάπτυξης για όλους».
Οι διευθυντές του Ταμείου επισημαίνουν ότι απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και εκφράζουν ανησυχία τόσο για την αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά και ειδικότερα για ανατροπή της μεταρρύθμισης του 2012 για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας όσο και για την αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από την αύξηση της παραγωγικότητας. Συστήνουν επίσης βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας, του ανταγωνισμού και των επιλογών για τους καταναλωτές.
Τα καμπανάκια
Κίνδυνοι για ανάπτυξη- απασχόληση
Η Ελλάδα ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητά της και τις προοπτικές ανάπτυξης κατά τη διάρκεια των μνημονίων, αλλά έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της, σύμφωνα με την έκθεση του Ταμείου. Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη έχουν αυξηθεί και είναι τόσο εξωτερικοί (επιβράδυνση της ανάπτυξης εμπορικών εταίρων, επιβράδυνση εν γένει του παγκόσμιου εμπορίου, πιθανή πιο σφιχτή νομισματική πολιτική) όσο και εσωτερική (μεταρρυθμιστική κόπωση, πρόσφατες αποφάσεις πολιτικής, εκλογική αβεβαιότητα, τραπεζικοί κίνδυνοι).
Μία πηγή ιδιάιτερης ανησυχίας είναι σύμφωνα με το Ταμείο «η περιορισμένη ευελιξία στην αγορά εργασίας και οι αυξήσεις στους μισθούς, που απειλούν να ανατρέψουν τα κέρδη στην ανταγωνιστικότητα και να αποδυναμώσουν τις προοπτικές ανάπτυξης».
Κίνδυνοι για τα δημοσιονομικά
Το Ταμείο εκτιμά ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενή πλεονάσματα σε ευθυγράμμιση με τους στόχους, που έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά υπογραμμίζει ότι το μίγμα πολιτικής πρέπει οπωσδήποτε να βελτιωθεί.
Υπενθυμίζει ότι καταργήθηκε η προνομοθετημένη ρύθμιση για μείωση των συντάξεων το 2010 με αποτέλεσμα να περιοριστούν και τα μέτρα επεκτακτικής δημοσιονομικής πολιτικής (θετικά μέτρα). Ο πήχης πέφτει επίσης για τις σχεδιαζόμενες επενδύσεις ή υποκαθίσταται από από ελαφρύνσεις στο φόρο ακινήτων και μείωση των εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, που είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 2020λ θα είναι τελικά σταδιακή.
Απειλή θεωρούνται και οι νομικές προκλήσεις, που αφορούν παρελθούσες μεταρρυθμίσεις για τους μισθούς του δημοσίου και τις συντάξεις.
Ακόμη ένας σοβαρός κίνδυνος είναι και το γεγονός ότι οι εγγυήσεις του δημοσίου σε μη κρατικές οντότητες ανέρχονται στο 5,5% του ΑΕΠ, περιλαμβανομένων αυτών για τραπεζικά δάνεια.
Το Ταμείο υπογραμμίζει δε ότι δεν έχει υπολογίσει στο βασικό σενάριό του προεκλογικές δεσμεύσεις όπως α) περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ και του ΦΠΑ, η οποία θα μπορούσε να περιορίσει το πρωτογενές πλεόνασμα κατά 0,5% του ΑΕΠ από το 2021. β) Περαιτέρω αύξηση στις προσλήψεις προσωπικού στο δημόσιο
Κίνδυνοι από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τη διασύνδεση τραπεζών- δημοσίου
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτο, καθώς το ποσοστό των κόκκινων δανείων είναι υψηλό και η ποιότητα των εξυπηρετούμενων δανείων αβέβαιη. Οι τράπεζες υπό την πίεση και του SSM στοχεύουν σε ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, αλλά η προσπάθειά τους περιορίζεται από τα χαμηλά κεφάλαια, την αδύναμη κερδοφορία και την σφιχτή ρευστότητα. Οι όποιες καθυστερήσεις στην εξυγίανση των τραπεζών θα μπορούσαν να τις καταστήσουν ακόμη πιο ευάλωτες και να πυροδοτήσουν έναν φαύλο κύκλο κάμψης της εμπιστοσύνης, προβλημάτων ρευστότητας και εξάντλησης των κεφαλαίων, προειδοποιεί το Ταμείο.
Σημειώνει επίσης ότι το κράτος εξακολουθεί να έχει σημαντική έκθεση στον τραπεζικό τομέα είτε μέσω μετοχικών μεριδίων είτε μέσω των αναβαλλόμενων φορολογικών υποχρεώσεων. Επίσης το κράτος εξακολουθεί να στηρίζεται στην συμμετοχή των τραπεζών σε εκδόσεις ομολόγων και hedging επιτοκίου. Η συνολική έκθεση των τραπεζών στο κράτος είναι κοντά στο 180% των αθροιστικών τους κεφαλαίων CET1, υπολογίζει το ΔΝΤ. Εκτιμά ότι μία αύξηση 100 μονάδων βάσης στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων θα ίχε ως αποτέελσμα μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας CET1 των τραπεζών κατά μισή ποσοστιαία μονάδα κατά μέσο όρο.
Οι συστάσεις
Το Ταμείο επισημαίνει την ανάγκη για πολιτικές, που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη. Μεταξύ άλλων προτείνει
α) ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και τόνωση της παραγωγικότητας. Η Ελλάδα πρέπει να επανεξετάσει τις πρόσφατες αλλαγές στις συλοογικές διαπραγματεύσεις και να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας.
β) Προώθηση δημοσιονομικού μίγματος, που θα ευνοεί περισσότερο την ανάπτυξη. Αυτό θα πρέπει να στοχεύει σε χαμηλότερους άμεσους φόρους, υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις και καλύτερα στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες, όπως επίσης και διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Θεωρεί αναγκαία την μείωση του αφορολόγητου ορίου.
γ) Επιτάχυνση της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών.
Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη
Το Ταμείο υπολογίζει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμούς 2,4% το 2019 ύστερα από μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 2,1% το 2018, χάρη στις εξαγωγές, τη δυναμική του τουρισμού, αλλά και την ανάκαμψη της κατανάλωσης. Ωστόσο προβλέπει σαφή πτωτική τάση στην ανάπτυξη από το 2020 και τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα όσον αφορά στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης λίγο πάνω από το 1%. Χτυπάει καμπανάκι για τις επενδύσεις, των οποίων η αύξηση όπως αναφέρει, παραμένει άτονη.
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες
Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους παραμένει ισχυρή, σύμφωνα με το ΔΝΤ, χάρη και στο προληπτικό μαξιλάρι ρευστότητας. Οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να επιτευχθούν και το χρέος αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, χρειάζεται μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών κινδύνων. Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι υπό το δυσμενές σενάριο υλοποίησης των προαναφερθέντων κινδύνων η ικανότητα αποπληρωμής του ελληνικού κράτους θα περιοριστεί σημαντικά. Τα διαθέσιμα μαξιλάρια ρευστότητας θα εξαντληθούν μέχρι το τέλος του 2021, και από το 2022, το δημόσιο θα μπορούσε να έρθει αντιμέτωπο με χρηματοδοτικό κενό. Εάν δεν υπάρξουν μέτρα σε αυτή την περίπτωση η πλήρης αποπληρωμή των υποχρεώσεων της Ελλάδας δεν θα είναι δυνατή.
Η θέση των ελληνικών αρχών
Η ελληνική κυβέρνηση μοιράζεται κάποιες από τις ανησυχίες του Ταμείου, αλλά εκφράζει την διαφωνία της με τις επισημάνσεις- προτάσεις για τα εργασιακά. Υπογραμμίεζι ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα βοηθήσει να ανακτηθεί η ισορροπία στην δυναμική διαπραγματεύσεων και την εσωτερική ζήτηση. Οι αρνητικές επιπτώσεις θεωρεί πως θα είναι ελάχιστες, δεδομένου του μικρού ποσοστού εργαζομένου που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, αλλά της μονοψωνιακής, όπως τη χαρακτηρίζουν δομής, στην αγορά εργασίας χαμηλής ειδίκευσης.
Οι ελληνικές αρχές εκφράζουν επίσης την πεποίθησή τους για επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της περιόδου 2019-2020, αν και αναγνωρίζουν την ανάγκη να παρακολουθούν και να θωρακίζουν τα δημοσιονομικά έναντι πιθανών κινδύνων. Συγκεκριμένα αναγνωρίζουν πιθανούς κινδύνους από δικαστικές αποφάσεις, τονίζοντας ότι τόσο η έκταση όσο και το χρονοδιάγραμμα τέτοιων κινδύνων χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα.
Όσον αφορά στο αφορολόγητο, αναφέρουν ότι επεναξετάζεται στο πλαίσιο της αναθεώρησης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και του προϋπλογισμού του 2020 η προνομοθετημένη φορολογική μεταρρύθμιση για το 2020.
naftemporiki.gr