Θετικά αποτιμά την πορεία της ελληνικής οικονομίας ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντακης. επισημαίνοντας ωστόσο τις «βαριές κληρονομιές» της κρίσης που απαιτούν μακροχρόνιες στρατηγικές.
«Η ελληνική οικονομία κινείται αναμφισβήτητα προς τη σωστή κατεύθυνση» αναφέρει κ. Κουτεντακης σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ ΜΠΕ. «Τα στοιχεία του ποσοστού ανεργίας είναι ακόμα πιο ενθαρρυντικά καθώς τον μήνα Δεκέμβριο καταγράφηκε ετήσια μείωση σχεδόν τριών μονάδων και ισχυρή αύξηση της απασχόλησης…Ωστόσο, η κρίση της τελευταίας δεκαετίας έχει αφήσει πολλές πληγές που αν και έχουν αρχίσει να κλείνουν, η πλήρης αποκατάστασή τους απαιτεί χρόνο» προσθέτει.
Επιμένει ακόμη πως «το πρόβλημα δεν είναι το ύψος της φορολογίας αλλά η κατανομή του φορολογικού βάρους» και διαφωνεί με την άποψη ότι μια δραστική μείωση των φόρων θα απογειώσει την οικονομία:
«Μια άποψη που προβάλλεται συχνά είναι ότι το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η υψηλή φορολογία και ότι μια δραστική μείωσή της θα ήταν ικανή συνθήκη για να εκτινάξει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Όμως, η διεθνής εμπειρία εφαρμογής τέτοιων πολιτικών έχει δείξει μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη και αυτά για επιμέρους κοινωνικές ομάδες. Μεσοπρόθεσμα, οι συνέπειες ήταν ιδιαίτερα αρνητικές με διεύρυνση των ανισοτήτων και δημοσιονομική αστάθεια» εξηγεί ο κ. Κουτεντακης.
Εκφράζει την έντονη ανησυχία του για τις διεκδικήσεις αναδρομικών και εμφανίζεται καθησυχαστικός για τις επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού. «Η απασχόληση δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το μισθολογικό κόστος αλλά και από τις συνθήκες της ζήτησης. Για τον λόγο αυτό, η μείωση του κατώτατου μισθού το 2012 σε συνθήκες ύφεσης δεν οδήγησε σε αύξηση της απασχόλησης. Σήμερα, σε συνθήκες ανάκαμψης της οικονομίας, η αύξησή του δεν αναμένεται να ανακόψει τη θετική πορεία της απασχόλησης» σημειώνει ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Αξιολογεί τέλος ως «σαφέστατα επιτυχημένες» τις δυο πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων. «Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι υπήρξε υπερκάλυψη των ζητούμενων ποσών αλλά και σημαντική ποιοτική βελτίωση της σύνθεσης των αγοραστών, δείχνοντας ότι το ελληνικό κράτος ξανακερδίζει σταδιακά τη διεθνή εμπιστοσύνη» σημειώνει.