Μικρός σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές παραμένει ο αριθμός των καλών και δυναμικών εισηγμένων εταιρειών στην Αθήνα, στις οποίες μπορεί να επενδύσει
ένα θεσμικό χαρτοφυλάκιο.
Οι λίγες εισηγμένες εταιρείες σημαίνουν και μικρότερο αριθμό επενδυτικών επιλογών. Είναι αξιοσημείωτο ότι σήμερα οι επενδύσιμες επιλογές δεν ξεπερνούν τις 35 σε σύνολο 149 εισηγμένων. Γι’ αυτό η αγορά διαθέτει πολύ μικρές και αδύναμες οικονομικά εταιρείες, που δεν θα προσελκύσουν ποτέ το επενδυτικό κοινό. Εδώ ακριβώς είναι και το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λύσει η διοίκηση της ΕΧΑΕ, η οποία εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή, να πείσει μεγάλες εταιρείες που βρίσκονται στην Ελλάδα, είτε ελληνικής είτε ξένης ιδιοκτησίας, να αποφασίσουν τη διαπραγμάτευση των μετοχών τους στο Χρηματιστήριο.
Το κυρίαρχο πρόβλημα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, για να προσελκύσει φρέσκα κεφάλαια,αλλά και να δημιουργηθεί μια νέα γενιά επενδυτών, αποτελεί ο χαμηλός αριθμός εισηγμένων σε σύγκριση με άλλα μεγάλα διεθνή χρηματιστήρια, αλλά και γειτονικές αγορές. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ενδιαφέρον από εταιρείες για είσοδο στην Εναλλακτική Αγορά του Χ.Α., προερχόμενες από τον κλάδο της τεχνολογίας, αλλά και από παραδοσιακούς κλάδους, όπως των τροφίμων.
Μισές εισηγμένες από Κωνσταντινούπολη
Σημειώνεται πως για την Κύρια Αγορά ετοιμάζονται έως το τέλος του έτους οι υποχρεωτικές δημόσιες εγγραφές των τριών ΑΕΕΑΠ: Τrade Estates, Noval και Οrilina, η Optima Bank το φθινόπωρο, αλλά και το Διεθνές Αεροδρόμιο το πρώτο τρίμηνο του 2024. Η Αθήνα έχει σχεδόν τις μισές εισηγμένες απ’ ό,τι έχει η γειτονική Κωνσταντινούπολη, το ένα τρίτο του αριθμού εισηγμένων που έχει η Φραγκφούρτη, ενώ σε σύγκριση με το χρηματιστήριο της Βιέννης, με το οποίο το 2007 είχε γίνει μια προσπάθεια συγχώνευσης, η Αθήνα έχει το ένα έκτο του αριθμού εισηγμένων.
Προφανώς και δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με τα μεγάλα χρηματιστήρια των Βρυξελλών, της Μαδρίτης και του Λονδίνου, αλλά και της Στοκχόλμης που ξεπερνά σε αριθμό τις 1.200 εισηγμένες εταιρείες. Το χρηματιστήριο του Τόκιο (3.871) έχει τον μεγαλύτερο αριθμό εισηγμένων παγκοσμίως, αρκετά πιο πίσω
το Χονγκ Κονγκ (2.597 εισηγμένες) και η Wall Street (2.405 εισηγμένες).
Στόχος της διοίκησης της ΕΧΑΕ είναι να εισαχθούν πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν μέσα από το Χρηματιστήριο. Το Χρηματιστήριο Αθηνών πρέπει να είναι μια φυσική επιλογή για μικρές και μεσαίες εταιρείες, τόσο ελληνικές όσο επίσης βαλκανικές και ευρωπαϊκές, που θέλουν να αποκτήσουν αξία και ωριμότητα πριν από την εισαγωγή τους στα μεγάλα χρηματιστήρια.
Στην προσπάθεια προσέλκυσης νέων κεφαλαίων και κωδικών στο Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό η δυνατότητα πρόσβασης στις ελληνικές μετοχές από νέους επενδυτές, απ’ όλα τα σημεία του πλανήτη, μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών στις οποίες θα συνδυάζεται μία σειρά από επενδυτικά προϊόντα (ομόλογα, EΤF’s, εμπορεύματα, ΣΜΕ).
Χαμηλή εμπορευσιμότητα
Η αύξηση της εμπορευσιμότητας (free float) των μετοχών είναι η μεγαλύτερη αδυναμία της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς εδώ και δεκαετίες και συνδέεται ακριβώς με τον χαμηλό αριθμό εισηγμένων. Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει επαρκής αριθμός μετοχών που να διαπραγματεύεται ελεύθερα, να μην μπορούν Έλληνες και ξένοι επενδυτές να βρίσκουν τα τεμάχια που θέλουν και να υποχρεώνονται να έρχονται σε επαφή με τις διοικήσεις των εισηγμένων για να κάνουν πακέτα προκειμένου να αποκτήσουν συμμετοχή στα μετοχικά κεφάλαια.
Αυτή η στρέβλωση συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ουσιαστικά από τις εισηγμένες μόνο οι 25 μετοχές του δείκτη υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE 25 και μία δεκάδα μετοχών του δείκτη μεσαίας κεφαλαιοποίησης Mid Cap 40 δίνουν αυτή τη δυνατότητα. Για τις υπόλοιπες, η μέση συναλλακτική δραστηριότητα εξαντλείται σε μόλις εκατοντάδες τεμάχια. Συνυφασμένος με την εμπορευσιμότητα μιας μετοχής ή μιας χρηματιστηριακής αγοράς είναι ο όρος «ρίσκο ρευστότητας» (liquidity risk). Ο όρος αυτός δηλώνει τον κίνδυνο που ενέχει η χαμηλή εμπορευσιμότητα, με την έννοια ότι υπάρχουν υψηλές πιθανότητες ο κάτοχος ενός αριθμού μετοχών να μην μπορεί
να τις πουλήσει τη στιγμή και στην τιμή που επιθυμεί ή αντίστροφα: κάποιος που επιθυμεί να αγοράσει έναν αριθμό μετοχών, να μην μπορεί να το πράξει στη στιγμή και στην τιμή που επιθυμεί.
Αντίστοιχα, σε επίπεδο μιας χρηματιστηριακής αγοράς που έχει χαμηλή εμπορευσιμότητα, για έναν επενδυτή με μεγάλο χαρτοφυλάκιο ο κίνδυνος ρευστότητας έγκειται στο να μην μπορεί να το ρευστοποιήσει όταν το επιθυμεί ή να καταλήξει να προκαλέσει μεγάλη πτώση στις τιμές με τις πωλήσεις του. Το αντίστροφο ισχύει στην περίπτωση που κάποιος θέλει να αγοράσει μια μεγάλη ποσότητα μετοχών ή στην περίπτωση που σε μια αγορά εισέρχονται μαζικά κεφάλαια. Τότε παρατηρείται μια
πολύ μεγάλη άνοδος των τιμών. Το φαινόμενο αυτό είναι έντονο στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως αγορά με υψηλό κίνδυνο ρευστότητας.
Οι 25+10 φωτεινές εξαιρέσεις
Στον σκληρό πυρήνα των 25 μετοχών της υψηλής κεφαλαιοποίησης που απορροφούν το 80% με 90% της καθημερινής συναλλακτικής δραστηριότητας έχουν προστεθεί άλλες 10 μετοχές της μεσαίας κεφαλαιοποίησης που αποτελούν τις μετοχές που εμφανίζουν αυξημένη εμπορευσιμότητα.
Η αύξηση της κινητικότητας των μετοχών βοηθάει στο να αποκτήσει η αγορά αποτελεσματικότερο χαρακτήρα. Για τις εταιρείες που ανήκουν στη μικρομεσαία κεφαλαιοποίηση υπάρχει μια χρυσή ευκαιρία στον ορίζοντα: Να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των νέων μετόχων τους και να ανοίξουν το πεδίο της πληροφόρησης
των εμπλεκομένων, κεφαλαιοποιώντας την καλή πορεία τους στην αγορά και βάζοντας
πλώρη για υψηλότερες επιδόσεις και αποτιμήσεις.
Οι 35 μετοχές που είναι οι πιο ενεργές μετοχές με το κλείσιμο του α’ εξαμήνου είναι οι εξής: Coca Cola, ΟΤΕ, ΟΠΑΠ, Eurobank, Εθνική Τράπεζα, Mytilineos, ΔΕΗ, Τράπεζα Πειραιώς, Alpha Bank, Jumbo, Μotor Oil, ΓΕΚ Τέρνα, Lamda, Cenergy, Aegean Airlines, Ελλάκτωρ, ElvalHalcor, ΕΥΔΑΠ, Autohellas, Dimand, Loulis Food, ΕΧΑΕ, Ελινόιλ, Ιντερτέκ, ΑΔΜΗΕ, Πλαστικά Κρήτης, Ιατρικό Κέντρο, Ideal, Βαρβαρέσσος, Μevaco, Intrakat, Fourlis, Ιντρακάτ, Intralot και Lavipharm.