Σε ποιο βαθμό μπορούν οι επιτοκιακές αυξήσεις να πιέσουν τις οικονομίες χωρίς να προκαλέσουν ύφεση; Ένα ερώτημα που απασχολεί διαμορφωτές πολιτικής, επενδυτές και καταναλωτές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, καθώς ο πληθωρισμός μοιάζει με Λερναία Ύδρα, που ματαίως προσπαθείς να σκοτώσεις, αφού… ξεπετάγονται ένα σωρό κεφάλια και η μάχη γίνεται ακόμη πιο δύσκολη…
Η αύξηση των επιτοκίων κατά 400 μονάδες βάσης έως τώρα από την ΕΚΤ έχει κοστίσει στην οικονομία της Ευρωζώνης μία τεχνητή ύφεση και πιο αυστηρές χρηματοπιστωτικές συνθήκες, με αισθητή μείωση στις χορηγήσεις δανείων και με υψηλότερα επιτόκια στεγαστικής πίστης.
Ταχύτητα έχει κατεβάσει και η αμερικανική οικονομία, παρότι αποδεικνύεται ανθεκτική στις μέχρι τώρα επιτοκιακές αυξήσεις των 500 μονάδων βάσης από τον Μάρτιο του 2022. Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής επιτάχυνε επίσης την κατάρρευση τριών περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών πριν από τρεις μήνες.
Εγκλωβισμός
Αναλυτές βλέπουν την οικονομία να «εγκλωβίζεται» σε στασιμότητα, από την οποία ενδεχομένως να μην μπορεί να ξεφύγει για αρκετό καιρό, καθώς η κατάστασή της δεν προϋποθέτει ούτε πολλές ακόμη επιτοκιακές αυξήσεις, ούτε όμως και αλλαγή πλεύσης στη νομισματική πολιτική. Η «παγίδα» του στασιμοπληθωρισμού ήρθε για να μείνει, όπως δείχνουν τα πράγματα, με τον πληθωρισμό να αποκλιμακώνεται με πολύ πιο αργό ρυθμό μέσα στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον που έχει φέρει διαρθρωτικές αλλαγές.
Ακόμη κι εάν τα επιτόκια δεν αυξηθούν πολύ περισσότερο, το πιθανότερο σενάριο είναι να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένο διάστημα, δημιουργώντας μία δυστοκία που θα εκτυλίσσεται σε αργή κίνηση και θα επιβαρύνει ολοένα και περισσότερο το κόστος διαβίωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί «να βρισκόμαστε στο τέλος μιας ύφεσης που δεν ήρθε ποτέ», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν αναλυτές της UBS, χαρακτηρίζοντας το σημερινό οικονομικό περιβάλλον. Αυτό για τις οικονομίες σημαίνει τέλμα εν απουσία κατεύθυνσης, για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο πιο σφιχτές συνθήκες με την απειλή έλλειψης ρευστότητας να καραδοκεί για ορισμένες τράπεζες το επόμενο διάστημα, για τις αγορές έναν δρόμο στενό με κινδύνους, ακόμη και εάν παραμείνει ανοδικός, και για τους καταναλωτές μείωση αγοραστικής δύναμης και υψηλότερο κόστος διαβίωσης, καθώς οι τιμές θα χρειαστούν πολύ χρόνο για να μειωθούν.
Ευρωζώνη και Βρετανία
Το επικρατέστερο σενάριο πλέον στην Ευρωζώνη είναι κορύφωση του επιτοκίου στο 4% έως τον Οκτώβριο και στις ΗΠΑ στο 5,75%. Η τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα βρετανικά επιτόκια στο 5%, καθώς παλεύει να ελέγξει την άνοδο των τιμών. Η τράπεζα αύξησε τα επιτόκια στο 5% από 4,5%. Είναι η 13η αύξηση στη σειρά.
Ο δείκτης τιμών καταναλωτή όχι μόνο δεν υποχώρησε στο 8,4% που είχαν προβλέψει αναλυτές -παρέμεινε σταθερός στο 8,7%- αλλά αυξήθηκε και ο δομικός πληθωρισμός στο 7,1%, υψηλό 30ετίας, από το 6,8%. «Τα χειρότερα της στεγαστικής κρίσης είναι μπροστά μας», αναφέρει ο Βίρατζ Πάτελ, στρατηγικός αναλυτής της Vanda Research. Πάνω από το 50% των βρετανικών νοικοκυριών αναμένεται να αναχρηματοδοτήσουν τα στεγαστικά τους δάνεια με υψηλότερα επιτόκια και αυτό θα εντείνει τις πιέσεις στην αγορά στέγης αλλά και στην οικονομία.
Αυτό σημαίνει ότι η μείωση των καταναλωτικών δαπανών εξαιτίας του υψηλότερου κόστους δανεισμού θα πλήξει περαιτέρω τα νοικοκυριά στο δεύτερο εξάμηνο του 2023. Οι χρηματοοικονομικές αρχές στη Βρετανία έχουν προειδοποιήσει ότι περισσότερα από 750.000 νοικοκυριά διατρέχουν κίνδυνο στάσης πληρωμής χρέους ως αποτέλεσμα των επιτοκιακών αυξήσεων. Σε αντίστοιχες προειδοποιήσεις έχουν προβεί επενδυτικές τράπεζες και οίκοι αξιολόγησης για αύξηση στάσεων πληρωμών σε αμερικανικές επιχειρήσεις στην αξιολόγηση του υψηλού ρίσκου.
Ανεπιθύμητες συνέπειες
Μία ακόμη μεγάλη ανησυχία είναι μήπως ο ζήλος των κεντρικών τραπεζών να δαμάσουν τον πληθωρισμό οδηγήσει σε τόσο ανεπιθύμητες συνέπειες που πιθανόν να τις ωθήσουν σε μία βιαστική στροφή πολιτικής. Η ΕΚΤ γνωρίζει πολύ καλά αυτή την απειλή, καθώς έχει πέσει δύο φορές στο παρελθόν σε λάθη πολιτική εγκαταλείποντας εκστρατείες επιτοκιακών αυξήσεων. Οι ανεστραμμένες καμπύλες των ομολογιακών αποδόσεων -όπου τα μακροπρόθεσμα επιτόκια είναι χαμηλότερα από αυτά των βραχυπρόθεσμων τίτλων- αποτυπώνουν την ανησυχία μιας ύφεσης τους επόμενους μήνες.