Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει την καθαρή έξοδο, χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης, εκφράζει ο Μιχάλης Σάλλας σε άρθρο του στο ΑΜΠΕ.
Όπως αναφέρει βασικό επιχείρημα όσων τάσσονται υπέρ της προληπτικής γραμμής είναι το waiver των ελληνικών τραπεζών. «Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες έχουν την δυνατότητα να δίνουν ομόλογα για αναχρηματοδότηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αυτά να γίνονται αποδεκτά από την ΕΚΤ με μηδενικό επιτόκιο χωρίς να διαθέτουν το απαιτούμενο investment grade (επενδυτική διαβάθμιση). Το συνολικό ποσό που λαμβάνουν οι ελληνικές τράπεζες από την ECB με αυτό τον τρόπο ανέρχεται με βάση πρόσφατα στοιχεία σε περίπου 5 δισ. ευρώ. Αν δεν υπάρξει από τον Αύγουστο η προστασία της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, το ποσό αυτό θα πρέπει να αντληθεί είτε μέσω του ELA, είτε με REPOS στη διατραπεζική αγορά» εξηγεί.
Όσον αφορά στον ELA το επιτόκιο ανέρχεται στο 1,5% και των REPOS στο 0,75%. Δηλαδή το συνολικό κόστος του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα επιβαρυνθεί στην χειρότερη περίπτωση με 75 εκατ. ευρώ ετησίως και στην ευνοϊκότερη μόλις με 37 εκατ. ευρώ. Αυτό είναι ενδεχομένως και το κύριο κόστος από τη μη ύπαρξη της προληπτικής πιστωτικής γραμμής. Είναι λοιπόν δυνατόν τελικώς να μην υποστηρίξουμε σθεναρά την έξοδο από το μνημόνιο για 75 εκατ. ευρώ στη χειρότερη περίπτωση;».
«‘Ολοι γνωρίζουμε και εντός και εκτός της χώρας», σημειώνει, «ότι η ύπαρξη προστασίας μέσω της προληπτικής πιστωτικής γραμμής οδηγεί τελικά στη χρήση της. Πολλώ δε μάλλον όταν η ανάγκη της γραμμής προβάλλεται μετ’ επιτάσεως από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Προληπτική γραμμή ωστόσο σημαίνει νέο και σκληρό μνημόνιο, νέα μέτρα, επιβολή καινούριων περιορισμών , καμία δημιουργία χώρου για έστω και μια μικρή ανεξαρτησία της δημοσιονομικής διαχείρισης. Σημαίνει ακόμη ψηφοφορίες από τα εθνικά κοινοβούλια των χωρών μελών της Ε.Ε. που θα καταστήσουν για ακόμη μία φορά την Ελλάδα, το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης. Άρα δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι με την ύπαρξη προληπτικής γραμμής βγαίνουμε πραγματικά από τα προγράμματα των μνημονίων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σε αρκετούς τομείς, οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί, όπως η δημοσιονομική εξυγίανση, το πλεόνασμα, οι μεταρρυθμίσεις, οι ιδιωτικοποιήσεις και άλλα θα υπάρχουν και μετά την έξοδο από το μνημόνιο. Θα υπάρχουν και εμείς θα πρέπει να τα εφαρμόζουμε με συνέπεια. Αν όμως μπούμε σε νέο πρόγραμμα, με άμεσο τρόπο ως συνέπεια της πιστοληπτικής γραμμής, τότε τα πράγματα για την χώρα θα είναι αρκετά χειρότερα».
Ο κ.Σάλλας αναφέρει ότι: «από πολλούς υποστηρίζεται επίσης, πως μπορούν να αξιοποιηθούν για “μαξιλάρι” ένα κομμάτι αχρησιμοποίητων ποσών από τα 86 δις ευρώ του γ’ μνημονίου. Εδώ απαιτείται μία εξήγηση: Η Ελλάδα έχει αντλήσει ήδη 42 δισ. ευρώ μέσα από τις προηγούμενες αξιολογήσεις. Με την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης θα καταβληθούν 5,7 δισ. ευρώ τώρα και 1 δισ. ευρώ τον Μάιο. Με την ολοκλήρωση και της 4ης αξιολόγησης θα αντληθούν επιπροσθέτως 11 δισ. ευρώ. Από τον Αύγουστο μέχρι το τέλος του 2019, οι υποχρεώσεις της χώρας ανέρχονται σε 17 δισ. ευρώ. Επομένως με εξαίρεση τα 5,7 δισ. ευρώ που θα χρησιμοποιηθούν άμεσα σε γεννημένες υποχρεώσεις, τα υπόλοιπα 12 δισ. ευρώ μαζί με τα πλεονάσματα που σχηματίζονται, αποτελούν το “μαξιλάρι” που θεωρείται απαραίτητο για τη χώρα μέχρι τέλους του 2019. ‘Αρα η Ελλάδα θα έχει στη διάθεσή της τον Αύγουστο, τα 12 δισ. ευρώ που θα εισπράξει με την λήξη του προγράμματος συν τα πλεονάσματα συν την όποια άντληση κεφαλαίων προκύψει από τις αγορές. Συνεπώς από το σύνολο των 86 δισ. ευρώ του 3ου προγράμματος η χώρα θα έχει αντλήσει 59 δισ. ευρώ και παραμένουν ως υπόλοιπο 27 δισ. ευρώ, τα οποία όμως, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει. Ο βασικός λόγος είναι ότι το 2015, τα 20 δισ. ευρώ προορίζονταν μόνον για τις ανάγκες του Τραπεζικού Συστήματος γιατί τότε υπήρχαν διαθέσιμα για τις τράπεζες 25 δις. ευρώ από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν μόνον τα 5 δισ. ευρώ. Επομένως, τα υπόλοιπα 20 δισ. ευρώ “χάθηκαν”. Ούτε για τα εναπομείναντα 6-7 δισ. ευρώ του 3ου προγράμματος υπάρχει δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν καθώς και αυτά έπαψαν να είναι κατ’ ουσία διαθέσιμα, αφού η αξιολόγηση του τέταρτου 3μήνου του 2016 δεν ολοκληρώθηκε και ενσωματώθηκε στην επόμενη. Η ουσιαστική λύση επομένως που θα πρέπει να επεξεργαστούμε είναι το κείμενο εξόδου περιλαμβανομένης της συμφωνίας για το χρέος μαζί με αυτό που ονομάζουμε “μαξιλάρι ασφαλείας”».
«Με βάση τα παραπάνω διατυπώνω σθεναρά την άποψη πως ή μοναδική σοβαρή λύση είναι η κατάρτιση ενός προγράμματος διευκόλυνσης χρέους που θα διαθέτει τους απαραίτητους αυτοματισμούς και η υλοποίησή του θα συνδέεται με συγκεκριμένες παραμέτρους, παράλληλα με το σχηματισμό ενός αποθέματος ασφαλείας, ύψους περίπου 18-20 δις ευρώ, από τις πηγές που προαναφέρθηκαν. Σε κάθε περίπτωση πάντως βασική προϋπόθεση είναι το ΑΕΠ να κινείται με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2% κατά μέσο όρο ετησίως και μία ενάρετη διαχείριση που θα φροντίζει πάντα τη διαμόρφωση των απαραίτητων πλεονασμάτων για λόγους ασφάλειας» καταλήγει στο άρθρο του.
Σημειώνει δε σε υστερόγραφο: «Προληπτική πιστωτική γραμμή με λήξη προγράμματος έχει ζητήσει και λάβει μόνο μία χώρα, έναντι όλων των άλλων που ήταν σε πρόγραμμα, η Πολωνία. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008 και αξίζει να σημειωθεί πως η γραμμή αυτή παραχωρήθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Βεβαίως μία κρίσιμη λεπτομέρεια αποτελεί το γεγονός πως η χώρα ήταν και παραμένει εκτός ευρώ. Ο νοών νοείτο».