Με τις αποδόσεις των ομολόγων όλων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου να έχουν μπει στο μικροσκόπιο των αγορών εν όψει και της διαπραγμάτευσης του β’ εξαμήνου για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, η Ε.E. αναδεικνύει την Ελλάδα «πρωταθλήτρια» στον προσδοκώμενο ρυθμό μείωσης του χρέους μέσα στα επόμενα χρόνια.
Οι αναλύσεις βιωσιμότητας του χρέους (debt sustainability analysis) για όλες τις χώρες της Ε.Ε., που επικαιροποιήθηκαν στο πλαίσιο δημοσίευσης των εαρινών εκτιμήσεων της Κομισιόν, δείχνουν ότι η Ελλάδα προβλέπεται να μειώσει την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ κατά 80,2 μονάδες στη δεκαετία 2020-2030, έναντι 42,6 μονάδων της Πορτογαλίας, 15,9 μονάδων της Ισπανίας και μόλις 7,3 μονάδων της Ιταλίας.
Βάσει των ίδιων αναλύσεων, η Ελλάδα θα πάψει από το 2027 και μετά να είναι η χώρα με το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη, καθώς θα την ξεπεράσει η Ιταλία. Επίσης, η Ελλάδα εκτιμάται ότι θα έχει χαμηλότερες -αναλογικά με το ΑΕΠ της- δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους για όλη την περίοδο μέχρι και το 2030 τόσο σε σύγκριση με την Ιταλία όσο και σε σύγκριση με την Ισπανία, ενώ θα κινηθεί περίπου στα ίδια επίπεδα με την Πορτογαλία.
Και οι τρεις χώρες του Νότου με τις οποίες γίνεται η σύγκριση έχουν επενδυτική βαθμίδα. Έτσι, το γεγονός ότι η χώρα μας συγκρίνεται πλέον ευθέως ως προς τις επιδόσεις της με βάση τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θεωρείται ένα ακόμη επιχείρημα για όσους προβλέπουν επιστροφή και της Ελλάδας στη συγκεκριμένη κατηγορία μετά τις βουλευτικές εκλογές. Οι αγορές πάντως φαίνεται να λαμβάνουν ήδη υπόψη τους τα στοιχεία που προκύπτουν από τις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους. Η Ελλάδα δανείζεται πλέον φθηνότερα από την Ιταλία, με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς σε σχέση με το αντίστοιχο ιταλικό να έχει «ανοίξει» ήδη στις 44 μονάδες βάσης (3,95% το κόστος του ελληνικού 10ετούς, 4,39% το αντίστοιχο για το ιταλικό 10ετές).
Επίσης, καταγράφεται σύγκριση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας και με την Ισπανία αλλά και με την Πορτογαλία. Η διαφορά του ελληνικού 10ετούς με το ισπανικό έχει περιοριστεί πλέον στις 34 μονάδες βάσης (3,95% για την Ελλάδα έναντι 3,60% για την Ισπανία), ενώ ήταν 95 μονάδες βάσης στο τέλος του 2022. Αντίστοιχα, έχει κλείσει η ψαλίδα και με το πορτογαλικό, στις 62 μονάδες βάσης, από περισσότερες από 100 που ήταν την ίδια περίοδο.
Η εκτίμηση για την πορεία του χρέους
Η έκθεση DSA για την Ελλάδα προβλέπει για φέτος αποκλιμάκωση του χρέους στο 160,2% του ΑΕΠ (από 171,3% το 2022), με τις ακαθάριστες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους να ανέρχονται στο 9,6% του ΑΕΠ. Προβλέπεται ότι η πτώση θα συνεχιστεί για όλη την επόμενη 10ετία μέχρι και το 2032. Για το 2024 εκτιμάται ότι το χρέος θα πέσει στο 154,3% του ΑΕΠ, το 2025 στο 149,2%, το 2026 στο 144,8% και το 2027 στο 140,2%, κάτι που αν επιβεβαιωθεί θα φέρει την Ελλάδα σε καλύτερη θέση συγκριτικά με τη γειτονική Ιταλία, πάντοτε με βάση τις προβλέψεις της Κομισιόν. Σε ποια στοιχεία στηρίζει αυτή την εκτίμηση η Κομισιόν;
- Ότι η Ελλάδα θα παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 2,1% του ΑΕΠ για το επόμενο χρονικό διάστημα, κάτι βέβαια που, όπως επισημαίνεται και στην έκθεση, αφήνει περιορισμένα περιθώρια για άσκηση επεκτατικής οικονομικής πολιτικής από τις επόμενες κυβερνήσεις.
- Ότι οι ακαθάριστες δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους θα παραμείνουν σταθερές για το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι και το 2033 στην περιοχή του 11,5% του ΑΕΠ.
- Ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας θα είναι στην περιοχή του 0,8% για την περίοδο 2025-2033 λόγω και της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το να φτάσει η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 126,1% το 2033 (για την ίδια χρονιά προβλέπεται ότι η Ιταλία θα είναι στο 155,9%, η Ισπανία στο 106% και η Πορτογαλία στο 91,8%) αποτελεί το βασικό σενάριο πάνω στο οποίο έχει κάνει τους υπολογισμούς της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Έχει καταστρώσει και άλλα τέσσερα σενάρια, άλλα θετικά και άλλα αρνητικά. Αν, για παράδειγμα, τα πρωτογενή πλεονάσματα κινηθούν στην περιοχή του 1% και όχι του 2%, τότε το 2033 θα βρεθούμε με έως και 10 μονάδες υψηλότερη αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ. Αν πάλι επικρατήσουν καλύτερες εκτιμήσεις, τότε η αναλογία μπορεί να βρεθεί στο 118,2%.
Συμπερασματικά, η Κομισιόν βλέπει το χρέος να κινείται στην περιοχή από το 118% έως και το 137%, ενώ ο κίνδυνος βιωσιμότητάς του σε μακροπρόθεσμη βάση χαρακτηρίζεται χαμηλός. Η αντίστοιχη έκθεση DSA της Ισπανίας τοποθετεί το εύρος του χρέους από το 106% έως και το 115% του ΑΕΠ το 2033, ενώ, υπό προϋποθέσεις, το ρίσκο βιωσιμότητας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα χαρακτηρίζεται ως «μεσαίο». Αντίστοιχα «μεσαίο» (μεγαλύτερο δηλαδή από το ελληνικό) χαρακτηρίζεται το ρίσκο και για την Ιταλία, η αναλογία του χρέους της οποίας ως προς το ΑΕΠ της εκτιμάται ότι θα κινείται στην περιοχή του 142,2% στην καλύτερη περίπτωση έως και 169,1% στη χειρότερη περίπτωση μέχρι το 2033.