Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το διεθνές, στηριζόμενο σε κανόνες, σύστημα και οι φιλελεύθερες αξίες, που αυτό ενσωματώνει, βρίσκονται υπό αμφισβήτηση – ορισμένοι φοβούνται ότι είναι ακόμη και υπό διάλυση. Και η Ευρώπη αναζητεί ρόλο στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται και που θέλει ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία να συγκρούονται σε πολλαπλά μέτωπα. Το δίκτυο των διεθνών οργανισμών θεωρείται ως παρωχημένο και παρακάμπτεται.
Οι προκλήσεις προέρχονται από αναδυόμενα, αυταρχικά ή ρεβανσιστικά καθεστώτα, αλλά και από δυσαρεστημένα εκλογικά σώματα, που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο σύστημα. Και επιτείνονται από τις οικονομικές κρίσεις και τις ραγδαίες τεχνολογικές μεταβολές. Η δυσφορία δεν είναι νέα. Υπήρχε για πολλά χρόνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά παρέμενε υπό έλεγχο. Ήταν η παγκόσμια κρίση του 2008 και οι επιπτώσεις της -οικονομικές και ιδεολογικές- που φανέρωσαν αδυναμίες και αδικίες και έθεσαν υπό αμφισβήτηση τα βασικά συστατικά του συστήματος. Δέκα χρόνια μετά έχει πια σημάνει συναγερμός – ειδικά στην Ευρώπη, που ετοιμάζεται να «μικρύνει» και βλέπει εθνικιστικά και λαϊκιστικά κινήματα να κερδίζουν ψήφους και την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Η νέα πραγματικότητα
Για να περιγράψουν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται, πολιτικοί αναλυτές και ιστορικοί καταφεύγουν συχνά σε συγκρίσεις με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, που διήρκεσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Αν τότε όμως είχαμε ένα ξεκάθαρο δίπολο, σήμερα οι μεγάλοι παίκτες και οι δυνητικές συμμαχίες είναι περισσότερα και οι κανόνες του παιχνιδιού πολυσύνθετοι.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η αμηχανία της Ε.Ε., η πολυφωνία ή και κακοφωνία, τα αργά αντανακλαστικά και η αδυναμία συντονισμού -χαρακτηριστικά που πάντοτε ταλάνιζαν την κοινότητα- γίνονται πιο ορατά από ποτέ.
«Μία σειρά από στραβοπατήματα τον τελευταίο καιρό πυροδοτούν ανησυχία για τη δυνατότητα της περιοχής να είναι ένας ουσιαστικός παίχτης στη νέα, πιο ασταθή και επικίνδυνη τάξη πραγμάτων» σχολιάζει χαρακτηριστικά η «Wall Street Journal».
Διχογνωμία
Απέναντι στην Κίνα η Ευρώπη εμφανίζεται διχασμένη ανάμεσα σε εκείνους που επιζητούν να επωφεληθούν από τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητές της και την όρεξή της για ανοίγματα και επενδύσεις και εκείνους, που θεωρούν ότι η «επέλασή» της μέσω επιχειρηματικών συμφωνιών εξελίσσεται σε απειλή για την εθνική ασφάλεια. Απέναντι στη Ρωσία τα κράτη- μέλη, αν και έχουν αποφασίσει ομόφωνα κυρώσεις για την προσάρτηση της Κριμαία, εμφανίζουν επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε εκείνους, που τους δένουν στενά ενεργειακά και ευρύτερα οικονομικά συμφέροντα με τη Μόσχα και όσους πιστεύουν ότι πρέπει με κάθε τρόπο και κόστος να μπει τέλος στη ρωσική επιρροή.
Ωστόσο δεν είναι μόνο οι δύο μεγάλες αυτές δυνάμεις που προκαλούν διχογνωμίες και διλήμματα. Πιο πρόσφατα η Ε.Ε. απέτυχε να υιοθετήσει κοινή στάση στο θέμα της Βενεζουέλας, ύστερα από ιταλικό βέτο στην αναγνώριση του Χουάν Γκουαϊδό ως μεταβατικού προέδρου. Την ίδια ημέρα υπήρξε αδυναμία συμφωνίας σε κοινή απάντηση στην απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν από τη διεθνή σύμβαση για τα πυρηνικά, INF, ενώ σε ναυάγιο οδηγήθηκε και η προσπάθειά έκδοσης κοινού ανακοινωθέντος από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ε.Ε. και του Αραβικού Συνδέσμου για την ασφάλεια και τη μετανάστευση.
Στην πρόσφατη Διάσκεψη του Μονάχου επισημάνθηκαν οι πολύ διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές όχι μόνο μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, αλλά και οι εντάσεις στους κόλπους της γηραιάς ηπείρου. «Οι οικονομικές και άλλες προκλήσεις του μπλοκ φέρνουν τα κράτη το ένα απέναντι στο άλλο» παραδέχθηκε η Γερμανίδα καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ και συνέχισε: «Ο υβριδικός πόλεμος από τη Ρωσία μπορεί να γίνει αισθητός σε καθημερινή βάση από τις ευρωπαϊκές χώρες», υπονοώντας ότι πρέπει να υπάρξει κοινή απάντηση σε αυτόν. Αυτό ωστόσο που δύσκολα θα πει το Βερολίνο είναι πως πέρα από τους όποιους φανερούς, δηλωμένους φίλους του Κρεμλίνου στην Ουγγαρία, την Ιταλία και αλλού, είναι και τα ισχυρά γερμανικά συμφέροντα στον τομέα της ενέργειας, που επανειλημμένα έχουν έρθει σε κόντρα με τον διακηρυγμένο στόχο της Κομισιόν για ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία.
Η Ευρώπη προσπαθεί να έχει ενιαία φωνή και πολιτική στα εξωτερικά ζητήματα, αλλά σπανίως το πετυχαίνει. Το ίδιο και στο οικονομικό πεδίο, όπου την ώρα που άλλες χώρες ανοίγουν την πόρτα και στρώνουν κόκκινο χαλί στις κινεζικές επενδύσεις, Γερμανία και Γαλλία προσπαθούν να ορθώσουν τείχος για να κρατήσουν μακριά τον δράκο.
Οι δύο μεγάλες δυνάμεις του ευρώ πιστεύουν πως για να παραμείνουν οι επιχειρήσεις της ηπείρου ανταγωνιστικές απέναντι στις κινεζικές πρέπει να ενώσουν δυνάμεις. Αναβιώνει έτσι η ιδέα των “Ευρωπαίων πρωταθλητών”, οι οποίοι δεν θα προκύπτουν αποκλειστικά με ιδιωτικά deals, αλλά όπου χρειάζεται θα παρεμβαίνει και θα «σπρώχνει» το κράτος.
Βερολίνο και Παρίσι εξέδωσαν ήδη ένα «μανιφέστο για τη νέα βιομηχανική πολιτική», επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να αλλάξουν οι κανόνες ανταγωνισμού στην Ε.Ε., ώστε να επιτρέπουν τέτοιες συμμαχίες, καθώς η παρουσία των ευρωπαϊκών εταιρειών μεταξύ των κορυφαίων του κόσμου συρρικνώνεται. «Δεν θα πρέπει να πέσουμε στην παγίδα να πιστέψουμε ότι το μεγαλύτερο είναι πάντα και καλύτερο» προειδοποιεί η Κομισιόν. «Δεν μπορούμε να λαμβάνουμε αποφάσεις για τον 21ο αιώνα, με κανόνες του 20ου» απαντούν οι Γερμανοί.
Παγκόσμια βιομηχανία
Ο Κοσμάς Μαρινάκης, επίκουρος επίκουρος καθηγητής βιομηχανικής οργάνωσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας σχολιάζει στη «Ναυτεμπορική» πως ηπαγκόσμια βιομηχανική οργάνωση βρίσκεται σήμερα «σε μια κατάσταση διόρθωσης ως απάντηση σε μια μακρά εποχή που τα δυτικά οικονομικά συστήματα εφήρμοσαν την απελεύθερωση χωρίς να υπολογίζουν ότι η εμπορική παγκοσμιοποίηση, εκτός από σημαντικά οφέλη, ενέχει και μεγάλους κινδύνους».
Με την αλματώδη τεχνολογική ανάπτυξη της πληροφορικής και των επικοινωνιών της τελευταίας δεκαετίας οι κίνδυνοι αυτοί ήρθαν στο προσκήνιο, μας εξηγεί. «Σήμερα, είναι τεχνολογικά δυνατόν και οικονομικά συμφέρον ακόμη και για μια μικρομεσαία επιχείρηση να στεγάζει τα στελέχη της στο Λος Άντζελες, λ.χ. και την παραγωγική της μονάδα στο Γουχάν της Κίνας. Στην οικονομική θεωρία του διεθνούς εμπορίου αυτό ανέκαθεν θεωρούνταν η ιδεατή λύση. Η πραγματικότητα, όμως, αποδείχτηκε λίγο πιο προβληματική» σημειώνει.
Σύμφωνα με τον κ. Μαρινάκη σε επίπεδο βιομηχανικής στρατηγικής, τέσσερις παράγοντες έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν ρόλο στην μεταστροφή του διεθνούς βιομηχανικού κλίματος προς μια κατάσταση λιγότερης ελευθερίας.
Πρώτον, η επιθετική εμπορική πολιτική των σχετικά νεοαναπτυσσόμενων χωρών της Ανατολής, που όπως ήταν ξεκάθαρο από την αρχή, κρατώντας τις συναλλαγματικές τους ισοτιμίες αλλά και το κόστος της εργασίας χαμηλά, προτίμησαν να «ανοίξουν» τις παγκόσμιες αγορές για να στηρίξουν τις εξαγωγές τους παρά να εξασφαλίσουν αγοραστική δύναμη στους πολίτες τους.
Δεύτερον, το πρόβλημα που στην σημερινή «οικονομία της πληροφορίας» τείνει να γίνει το σημαντικότερο όλων, είναι η ελλιπής προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ανατολή, που κατά πολλούς είναι απροκάλυπτα αθέμιτη και επιλεκτική. «Πολλές ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στην έρευνα και ανάπτυξη, έχουν δει τις ευρεσιτεχνίες τους να ιδιοποιούνται από τους ανταγωνιστές τους εξ’ Ανατολάς, όπου το θεσμικό πλαίσιο ουσιαστικά δεν καλύπτει τις ξένες επιχειρήσεις στον ίδιο βαθμό με τις εγχώριες» εξηγεί ο καθηγητής.
Τρίτον, το αυστηρό αντιμονοπωλιακό πλαίσιο που μέχρι χθες εξομάλυνε αποτελεσματικά τον εσωτερικό ανταγωνισμό στην Δύση, σήμερα αποτελεί τροχοπέδη για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες στην μάχη τους για χώρο στις παγκόσμιες αγορές απέναντι στους «ανατολικούς κολοσσούς». Είναι χαρακτηριστικό, σημειώνει, πως τα μεγάλα ημικρατικά μονοπώλια στην Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία αντί να περιορίζονται από το νομικό πλαίσιο, στην ουσία ενισχύονται με κρατικές επιχορηγήσεις, ενώ πλαγίως ή ευθέως τους επιτρέπεται από τις τοπικές αρχές ανταγωνισμού να χρησιμοποιούν απαγορευμένες στη Δύση μονοπωλιακές πρακτικές με σκοπό να ισχυροποιηθούν περεταίρω στον στίβο του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Τέταρτον, στο όνομα του ελεύθερου εμπορίου η Δύση τα τελευταία δέκα χρόνια έχασε εκατομμύρια θέσεις εργασίας μέσης εξειδίκευσης προς την Ανατολή χωρίς να είναι έτοιμη να μετεκπαιδεύσει το προσωπικό της να αναλάβει τις θέσεις υψηλής εξειδίκευσης που άνοιξε η ελεύθερη αγορά. «Όπως είναι φυσικό, αυτό έχει προκαλέσει σημαντικές επιπλοκές στα πολιτικά συστήματα πολλών χωρών της Δύσης. Σήμερα είναι σαφές πως ο «Οικονομικός Εθνικισμός» της αμερικανικής προεδρίας, αν κι έχει αναμφισβήτητα διαταράξει την ομαλότητα του παγκόσμιου εμπορίου με συνέπειες που ακόμη δεν μπορούν να προσδιοριστούν επακριβώς, προσμετρά πολιτικά οφέλη στο εσωτερικό από την (συμβολική έστω) προσπάθεια για τον επαναπατρισμό παραγωγικών μονάδων» υπογραμμίζει ο κ. Μαρινάκης.
Στο άμεσο μέλλον, εκτιμά, οι ψυχροπολεμικές τακτικές, ο εμπορικός προστατευτισμός, οι ευθείες απαγορεύσεις πωλήσεων στις δυτικές αγορές σε εταιρίες που δεν συμμορφώνονται στο δυτικό μοντέλο ανταγωνισμού και η χαλάρωση του αντιμονοπωλιακού πλαισίου, θα αποτελούν αμυντικές τακτικές αλλά και διαπραγματευτικές απειλές της Δύσης.
Παρόλα αυτά ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Μόσχας είναι αισιόδοξος πως «δίκαιες συμφωνίες που να εξασφαλίζουν ομοιόμορφους κανόνες μεταξύ όλων των ενδιαφερομένων πλευρών αργά ή γρήγορα θα επιτευχθούν». Και τούτο γιατί, όπως τονίζει, το ελεύθερο εμπόριο και ο υγιής παγκόσμιος ανταγωνισμός είναι προς το συμφέρον όλων.