Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Δύο είναι τα βασικά θέματα της αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας που θα κυριαρχήσουν στις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των πιστωτών και σε μεγάλο βαθμό θα κρίνουν τη χρονική διάρκεια και το αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης: α) Η κατάργηση ή η σταδιακή περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» από τον επανυπολογισμό των συντάξεων που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου και β) η επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων εργασίας που αποτελεί πάγιο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης.
Οι εκπρόσωποι των πιστωτών και ειδικά το ΔΝΤ είχαν θέσει με ένταση το ζήτημα της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς ακριβώς και πριν από έναν χρόνο κατά τη διάρκεια της πρώτης αξιολόγησης, αλλά πέρυσι η αξιολόγηση είχε κλείσει χωρίς το αίτημα αυτό να γίνει αποδεκτό. Όμως, φέτος το ΔΝΤ επανήλθε ακριβώς με το ίδιο αίτημα, καθώς εκτιμά ότι από την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς θα προκύψει σταδιακά και σε βάθος περίπου 5 ετών ένα δημοσιονομικό όφελος που κυμαίνεται περίπου στο 0,75% – 1% του ΑΕΠ, δηλαδή θα υπάρξει εξοικονόμηση πόρων οι οποίοι κυμαίνονται από 1,4 δισ. ευρώ έως και 1,8 δισ. ευρώ.
Εκτιμάται ότι μια μείωση της δαπάνης αυτού του ύψους στις συντάξεις θα επέφερε νέες μειώσεις, ειδικά στις υψηλές συντάξεις άνω των 1.300 ευρώ, οι οποίες μεσοσταθμικά μπορούν να κυμανθούν από 14% έως και 18%. Η χρονική περίοδος εφαρμογής αυτής της μείωσης σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες προσδιορίζεται για το διάστημα μετά την 1/1/2019.
Όμως, σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, αυτή τη φορά η ελληνική κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο το ΔΝΤ, αλλά μια κοινή στάση των εκπροσώπων των πιστωτών στο θέμα της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς, καθώς εκτός από το ΔΝΤ, πρόσφατα και το Eurogroup στην τελευταία έκθεσή του εκτιμά ότι με την κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» μπορεί να υπάρξει εξοικονόμηση πόρων που αντιστοιχούν στο 1% του ΑΕΠ. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος ο οποίος καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την αποφυγή ενός νέου κύκλου μειώσεων στις συντάξεις.
Το άλλο μείζον θέμα των διαπραγματεύσεων αφορά την πάγια θέση της ελληνικής κυβέρνησης για την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και για υπερίσχυση των κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών. Στο ζήτημα αυτό αναμένεται να δοθεί σκληρή μάχη, καθώς η ελληνική πλευρά εκτός από την πάγια θέση του ΔΝΤ που τάσσεται μόνιμα υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας, τώρα έχει να αντιμετωπίσει και τη θέση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία σε πρόσφατη μελέτη της προκρίνει τις επιχειρησιακές συμβάσεις ως μέσο συλλογικής διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό των μισθών, έναντι των κλαδικών, των ομοιοεπαγγελματικών ή των εθνικών συμβάσεων εργασίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μελέτη που έγινε από την ΕΚΤ, οι επιχειρησιακές συμβάσεις δίνουν περισσότερες επιλογές στις επιχειρήσεις και χαρακτηρίζονται ως «ωφέλιμες» στην προοπτική του περιορισμού των απωλειών σε θέσεις εργασίας, ειδικά σε χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα μακροχρόνιας ύφεσης.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων ειδικά για το ΔΝΤ οι παρεμβάσεις που έγιναν με τις προηγούμενες μνημονιακές ρυθμίσεις είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς στην παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 1876/1990 υπάρχει η εξής ρύθμιση: «Όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση Συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας».
Εκτός από τα θέματα που αφορούν το εργασιακό και στο ασφαλιστικό, η ελληνική πλευρά θεωρεί εξαιρετικά σημαντική την πρόσφατη δέσμευση από πλευράς Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εξαιρεθεί από τις δαπάνες για τον υπολογισμό του πρωτογενούς πλεονάσματος ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ για τη δημιουργία τουλάχιστον 100.000 θέσεων εργασίας τα επόμενα τρία χρόνια. Η ελληνική πλευρά διαπραγματεύεται ήδη τη χρηματοδότηση ενός τέτοιου προγράμματος με την Παγκόσμια Τράπεζα σε συνεργασία με ευρωπαϊκούς οργανισμούς.
Με βάση τα πιο πρόσφατα συγκριτικά στοιχεία της Eurostat που αφορούν το έτος 2014, στην Ελλάδα η δαπάνη των συντάξεων αποτελεί το 65% των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας, το οποίο και θεωρείται το υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με την οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε. Για παράδειγμα, η συνταξιοδοτική δαπάνη ως ποσοστό των συνολικών δαπανών κοινωνικής προστασίας στην Πολωνία ανέρχεται σε 60,4%, στην Ιταλία 58,6%, στην Πορτογαλία 57,5%, στην Κύπρο 55,5%, στη Ρουμανία 55,1%, στην Ουγγαρία 52,1%, στην Αυστρία 50,7%, στη Γαλλία 45,4%, στη Δανία 44,3%, στη Σουηδία 43,4%, στην Ολλανδία 42,5%, στη Φινλανδία 41,7%, στη Γερμανία 39,2%, στην Ιρλανδία 29,8%, κ.ά.
Στα στοιχεία αυτά εδράζεται και η επιμονή των εκπροσώπων των πιστωτών για περαιτέρω μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ελλάδα, άρα και στην κατάργηση της «προσωπικής διαφοράς» που εισήγαγε ο νόμος Κατρούγκαλου.
Στην περίπτωση κατάργησης της προσωπικής διαφοράς εκτιμάται ότι οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι κυρίως οι υψηλόμισθοι ασφαλισμένοι του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με περισσότερα από 35 έτη ασφάλισης, δηλαδή οι συνταξιούχοι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που προέρχονται από τα «πρώην ευγενή ταμεία» των ΔΕΚΟ, των τραπεζών και του Δημοσίου, αλλά και οι υψηλόμισθοι του ΙΚΑ με 35-40 έτη ασφάλισης.