Skip to main content

Θεσσαλονίκη: «Πικρό» το 2022 για τα ζαχαροπλαστεία – «Ορόσημο» ο ερχόμενος Φεβρουάριος

ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ / EUROKINISSI

Πάνω από 20 ζαχαροπλαστεία και βιοτεχνίες παραγωγής ειδών και πρώτων υλών ζαχαροπλαστικής έχουν κλείσει στη φημισμένη για τη γαστρονομία της αλλά και για τα γλυκά της Θεσσαλονίκη από την αρχή του έτους.

Πάνω από 20 ζαχαροπλαστεία και βιοτεχνίες παραγωγής ειδών και πρώτων υλών ζαχαροπλαστικής έχουν κλείσει στη φημισμένη για τη γαστρονομία της αλλά και για τα γλυκά της Θεσσαλονίκη από την αρχή του έτους, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Συντεχνίας Καταστηματαρχών Ζαχαροπλαστών Θεσσαλονίκης και β΄ αντιπρόεδρο του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Μάριο Παπαδόπουλο. Ο κλάδος, όπως τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος στο naftemporiki.gr, εκπέμπει σήμα κινδύνου εάν δεν υπάρξει σύντομα ουσιαστική και μάλιστα ενισχυμένη στήριξη από την πολιτεία όσον αφορά το κόστος ενέργειας, καθώς τα ζαχαροπλαστεία όπως και τα αρτοζαχαροπλαστεία είναι εξίσου ενεργοβόρα με τους φούρνους, απασχολούν μεγάλο συνολικά αριθμό προσωπικού και ανήκουν στην ίδια επιχειρηματική «οικογένεια» του μικρομεσαίου «επιχειρείν».

Όπως εκτιμά μάλιστα ο ίδιος, η επικείμενη περίοδος των εορτών Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς αναμένεται μεν εύλογα να είναι καλύτερη από τους τελευταίους «πικρούς» μήνες, ωστόσο η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών είναι σημαντικά μειωμένη εξαιτίας του ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών και του γενικότερου κύματος ακρίβειας και απλά η περίοδος των εορτών θα δώσει μια μικρή παράταση ζωής σε δεκάδες επιχειρήσεις που βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού. Και όλα αυτά σε μια πόλη που είναι ξακουστή για τα γλυκά της και η φήμη ως γνωστόν φέρνει κατανάλωση. Ο ερχόμενος Φεβρουάριος, λοιπόν, σύμφωνα με τον πρόεδρο των ζαχαροπλαστών της Θεσσαλονίκης θα επιφέρει πρωτόγνωρες καταστάσεις στον κλάδο εάν δεν υπάρξει άμεση μέριμνα. Πρόβλεψη, που συνάδει απόλυτα και με το πολύ πρόσφατο σήμα κινδύνου από τους εργαζόμενους και τη διοίκηση της αλυσίδας αρτοζαχαροπλαστείων «Βενέτη» με την κοινή τους επιστολή προς τον πρωθυπουργό, με την οποία προειδοποιούν για «ταφόπλακα» σε πλήθος επιχειρήσεων αρτοζαχαροπλαστικής και εστίασης στη χώρα μας λόγω του υπέρογκου κόστους ενέργειας τις επόμενες εβδομάδες εάν δεν ληφθούν μέτρα ενεργειακής στήριξης.

Ένα μέσο ζαχαροπλαστείο, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Συντεχνίας Καταστηματαρχών Ζαχαροπλαστών Θεσσαλονίκης, πριν έναν χρόνο πλήρωνε 1.500 ευρώ μηνιαίως για ρεύμα και τώρα πρέπει να πληρώνει υπερδιπλάσια ποσά, ακόμη και 4.000 ευρώ, ενώ η ζάχαρη τον Ιανουάριο είχε τιμή 0,45 ευρώ το κιλό και σήμερα 1,20 ευρώ και μεγάλη αύξηση υπάρχει και στην τιμή του βουτύρου.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κλάδος ζητά ουσιαστικά μέτρα ενίσχυσης έναντι του ενεργειακού κόστους, όπως επίσης ζητά τα μέτρα αυτά να εφαρμόζονται σε βάθος χρόνου και να μην λαμβάνονται αποσπασματικά μήνα-μήνα. Κύριο αίτημα είναι επίσης η μείωση του ΦΠΑ τόσο για το ψωμί, όσο και για τα λοιπά αρτοσκευάσματα αλλά και τα γλυκά στο 6% από το σημερινό 13%. «Την ώρα που στη γειτονική Βουλγαρία εδώ και λίγους μήνες η κυβέρνηση μηδένισε τον ΦΠΑ στο ψωμί και το αλεύρι μέχρι τον Ιούλιο του 2023, στην Ελλάδα παλεύουμε για τη μείωσή του από το 13% στο 6%» σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαδόπουλος.

Παράλληλα, με την ιδιότητά του ως β’ αντιπρόεδρος του ΒΕΘ τονίζει ότι η πολιτεία πρέπει να βρίσκεται κοντά στους θεσμικούς φορείς της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, να ακούει τις προτάσεις τους και σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία να μην απειλεί και από πάνω τους μικρομεσαίους με πρόστιμα λ.χ. όσον αφορά τη χρήση ψηφιακών εφαρμογών.

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις της προέδρου του Σωματείου Αρτοποιών Θεσσαλονίκης «Προφήτης Ηλίας», Έλσας Κουκουμέρια, στη «Ν», έχουν βάλει λουκέτο από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα τουλάχιστον 20 φούρνοι-αρτοποιεία στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, ενώ επίσης ένα ποσοστό 20% των περίπου 700 αρτοποιείων που λειτουργούν σε όλο το νομό Θεσσαλονίκης έχει φτάσει πλέον σήμερα στην «κόψη του ξυραφιού», λόγω του υπέρογκου ενεργειακού κόστους και των πολύ μεγάλων επίσης ανατιμήσεων των πρώτων υλών (άλευρα, βούτυρα κ.α.), καθώς βρίσκονται ήδη στην δεύτερη ή τρίτη ρύθμιση των υποχρεώσεών τους και αδυνατούν να αντεπεξέλθουν.