Αν κάποιοι θα βγουν στα σίγουρα νικητές στον πόλεμο της Ουκρανίας, δεν είναι άλλοι από τους πετρελαϊκούς κολοσσούς. Οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου είναι οι νικητές από την εκτίναξη των τιμών στις ενεργειακές αγορές. Μόνο η Saudi Aramco κέρδισε 42,7 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου. Τα καθαρά κέρδη της κρατικής εταιρείας της Σαουδικής Αραβίας αυξήθηκαν κατά 39% το τρίτο τρίμηνο του 2022 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Καμία άλλη εταιρεία δεν επωφελήθηκε τόσο πολύ από τις παγκόσμιες συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία.
Η Aramco είναι η κύρια πηγή εισοδήματος της Σαουδικής Αραβίας. Σύμφωνα με τη λίστα που δημοσίευσε το αμερικανικό περιοδικό «Fortune», η σαουδαραβική κρατική εταιρεία είναι η έκτη μεγαλύτερη σε πωλήσεις και η πιο κερδοφόρα εταιρεία στον κόσμο. Σήμερα αξίζει περίπου 2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Η Αramco σχεδιάζει να καταβάλει μάλιστα κάπου 18,8 δισεκατομμύρια δολάρια στους μετόχους της.
Ξεχειλίζουν τα θησαυροφυλάκια
Από την άνοδο των τιμών του πετρελαίου δεν ξεχειλίζουν μόνο τα θησαυροφυλάκια της Σαουδικής Αραβίας. Η Shell, η Exxon Mobil, η Chevron και η Total-οι μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου- έχουν όλες σχεδόν διπλασιάσει τα κέρδη. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, τα καθαρά έσοδα για τους παγκόσμιους παραγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου θα διπλασιαστούν το 2022 σε σύγκριση με το 2021 και θα φτάσουν τα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η βρετανική εταιρεία BP κέρδισε 8,2 δισεκατομμύρια δολάρια μόνο μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου, αναφέρει το BBC. Σύμφωνα με την εταιρεία, η BP θα προσφέρει σε φόρους στο βρετανικό δημόσιο κάπου 800 εκατομμύρια δολάρια. Αλλά αυτό δεν ισχύει για όλους. Την περασμένη εβδομάδα, η Shell αποκάλυψε ότι δεν είχε πληρώσει ούτε ένα σεντ για τον λεγόμενο «απροσδόκητο» φόρο που είχε καθιερώσει ως υπουργός Οικονομικών ο σημερινός πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ρίσι Σούνακ. Σύμφωνα με το BBC, ο φόρος αυτό , με την ονομασία «Εισφορά επί των Ενεργειακών Κερδών» , είχε στόχο να συγκεντρώσει 5 δισεκατομμύρια λίρες τον πρώτο χρόνο. Ο φόρος αυτός ισχύει μόνο για τις θυγατρικές που παράγουν πετρέλαιο στην ίδια τη χώρα ή στη βρετανική υφαλοκρηπίδα. Αντί να διοχετεύουν τα πλεονάζοντα έσοδα στην αύξηση της παραγωγής, στη μείωση των τιμών καταναλωτή και στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, πολλές εταιρείες χρησιμοποιούν την αύξηση των εσόδων για να αγοράσουν μετοχές και να πληρώσουν μερίσματα.
Λάδι στη φωτιά
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους οι ενεργειακές εταιρείες παρουσιάζουν τόσο μεγάλα κέρδη. Από τη μία πλευρά, η ζήτηση αυξήθηκε με το τέλος των αυστηρών περιορισμών λόγω covid και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. Από την άλλη, η επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία έριξε κυριολεκτικά λάδι στη φωτιά, αφού οι τιμές του αργού είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στις διεθνείς κρίσεις.
Την περασμένη άνοιξη, οι τιμές του πετρελαίου είχαν αυξηθεί πάνω από 50%, καθώς, όλοι περίμεναν ότι η παραγωγή της Ρωσίας (περίπου το ένα δέκατο της παγκόσμιας παραγωγής) θα μειωνόταν μαζικά υπό την πίεση των κυρώσεων. Οι πελάτες της Μόσχας χρειάστηκε ξαφνικά να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές για να επιβάλουν κυρώσεις στο Κρεμλίνο από τη μια και από την άλλη να αποτρέψουν τη μονομερή διακοπή των παραδόσεων από τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, οι πετρελαιο-παραγωγικές χώρες έχουν τη δύναμη να μειώσουν τις τιμές κατά βούληση ή να τις ανεβάσουν. Κεντρικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζει ο ΟΠΕΚ +-το καρτέλ αποτελείται από 23 χώρες, πέντε από τις οποίες συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν, της Ρωσίας και της Βενεζουέλας. Ο ΟΠΕΚ θέτει ποσοστώσεις στην παραγωγή, πράγμα που σημαίνει ότι έχει τεράστια επιρροή στη διακύμανση των τιμών.
Μόλις στις αρχές Οκτωβρίου, το καρτέλ προχώρησε σε σημαντική μείωση της παραγωγής έως και δύο εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Με απλά λόγια: προκάλεσε τεχνητή έλλειψη. Όσο λιγότερο πετρέλαιο παράγεται, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή. Η Ουάσιγκτον κατηγόρησε μάλιστα το καρτέλ ότι παίζει το παιγνίδι της Ρωσίας, γιατί έτσι «αυξάνονται τα έσοδα της Μόσχας και αποδυναμώνεται η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων». Η Σαουδική Αραβία διαβεβαίωσε ότι η απόφαση ελήφθη «καθαρά για οικονομικούς λόγους».
Ο πονοκέφαλος του Μπάιντεν
Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και μάλιστα μόλις μία εβδομάδα πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου, προκαλεί τεράστιο πονοκέφαλο στον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Οι τιμές της βενζίνης έχουν αυξηθεί σε δυσθεώρητα ύψη για τα αμερικανικά δεδομένα, ενισχύοντας την δυσαρέσκεια των πολιτών. Οι τιμές της βενζίνης στις ΗΠΑ θεωρούνται βαρόμετρο για τα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης. Αν και οι τιμές έχουν μειωθεί τους τελευταίους μήνες, εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλότερες από ό,τι όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε την προεδρία.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν μπόρεσε να πείσει τη Σαουδική Αραβία και κατ` επέκταση τον ΟΠΕΚ, να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου. Η κίνηση θεωρήθηκε ευρέως ως διπλωματικό χαστούκι στον Μπάιντεν. Ο Αμερικανός πρόεδρος προειδοποίησε μάλιστα ότι θα υπάρξουνε «συνέπειες» και «επαναξιολόγηση» της σχέσης με τη Σαουδική Αραβία.
Στη συνέχεια ο Μπάιντεν κήρυξε –και πάλι– πόλεμο στους ενεργειακούς γίγαντες. Προέτρεψε τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες να σταματήσουν την «πολεμική κερδοσκοπία», προειδοποιώντας με υψηλότερους φόρους εάν δεν αυξήσουν την παραγωγή, προκειμένου να πέσουν οι τιμές. «Αντί να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην Αμερική ή να δώσουν μια ανάσα στους Αμερικανούς καταναλωτές, οι εταιρείες απλώς θα επιστρέψουν τα υπερκέρδη στους μετόχους τους ,έτσι ώστε οι μισθοί των στελεχών να εκτοξευθούν», δήλωσε εξοργισμένος ο Αμερικανός πρόεδρος, αναφερόμενος στις αμερικανικές εταιρείες Exxon και Chevron. Ωστόσο, ενόψει της αναμενόμενης ήττας των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές, «είναι απίθανο ο Μπάιντεν να κάνει πράξη τα σκληρά του λόγια με συγκεκριμένες ενέργειες, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον», γράφουν οι New York Times . Οι Ρεπουμπλικάνοι κατηγόρησαν μάλιστα τον Μπάιντεν ότι έχει χάσει τον πολιτικό έλεγχο, γεγονός που τελικά το πληρώνουν οι πολίτες.