Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας, βρέθηκαν στο επίκεντρο συζήτησης στο πλαίσιο του συνεδρίου East Med & Southeast Europe, που διοργανώνει το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, σήμερα, στις Βρυξέλλες.
Με τον πληθωρισμό και τις τιμές της ενέργειας να εκτοξεύονται σε ολόκληρη την Ευρώπη για πρώτη φορά από την εισαγωγή του ευρώ και τα εθνικά χρέη να εκτινάσσονται στα ύψη λόγω των αυξημένων δαπανών, η συζήτηση κινήθηκε γύρω από τις άμεσες αλλά και τις μακροπρόθεσμες λύσεις για την αντιμετώπιση της διαμορφωθείσας κατάστασης.
Το οικονομικό τοπίο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα, που χαρακτηρίζεται από τη μία από την αισιοδοξία που έφεραν οι καλές επιδόσεις στον τομέα του τουρισμού σε ορισμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, το «ιστορικά υψηλό» στον τομέα της εργασίας και τον θετικό αντίκτυπο που έχει αυτό στη μείωση των ποσοστών ανεργίας και από την άλλη την ανησυχία για τις πληθωριστικές πιέσεις, σκιαγράφησε ο Ράινχαρντ Φέλκε (Reinhard Felke), διευθυντής πολιτικής, στρατηγικής και επικοινωνίας, DG ECOFIN στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το καλοκαίρι προβλέψαμε όλους τους κινδύνους που έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται, είπε ο κ. Φέλκε αναφερόμενος -μεταξύ άλλων- στον πληθωρισμό που, όπως είπε, είναι υψηλός αλλά δεν είναι πλέον ο ενεργειακός τομέας μόνο που τον πυροδοτεί αλλά οι ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις (πχ η τεχνική ύφεση στην αμερικανική οικονομία, η ισχνή ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας λόγω της πολιτικής zero covid κ.ά).
Υπενθύμισε δε, ότι η εικόνα του πληθωρισμού είχε αρχίσει να επηρεάζεται ήδη από τα προηγούμενα χρόνια με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, ενώ συμπλήρωσε πως ο πόλεμος είναι σαφώς ένας παράγοντας που επιταχύνει την όλη διαδικασία. Σε ό,τι αφορά την ενεργειακή επάρκεια, σημείωσε ότι οι αποθήκες φυσικού αερίου είναι γεμάτες προς το παρόν αλλά αυτή είναι μια από τις προκλήσεις με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη η Ευρώπη την επόμενη ίσως χρονιά.
Οι ενεργειακές ανάγκες για φέτος θα εξυπηρετηθούν αλλά η επόμενη χρονιά θα είναι πιο δύσκολη, επισήμανε, από την πλευρά της, η Μαρία Δεμερτζή (Maria Demertzis), αναπληρώτρια διευθύντρια της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης Bruegel.
Σημείωσε δε, πως πολύ αποφασιστική για το τοπίο που θα διαμορφωθεί είναι η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, η οποία, ωστόσο, στην περίπτωση της βιομηχανίας μπορεί να έχει αντίκτυπο στην οικονομία, με τη μείωση της παραγωγής για λόγους ενεργειακής εξοικονόμησης. Ωστόσο, όπως είπε, η πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσουμε είναι αυτή της αποθάρρυνσης και όχι της ενθάρρυνσης κατανάλωσης ενέργειας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί εν πολλοίς με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Αναφέρθηκε -μεταξύ άλλων- και στην ανάγκη διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας, όπως με σαφήνεια κατέδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, υπογραμμίζοντας πως είναι πρωτίστως οικονομικό και όχι πολιτικό ζήτημα.
«Η απανθρακοποίηση είναι η λύση και το “κλειδί” είναι το πλαίσιο που θα μας βοηθήσει να τρέξουμε πολύ γρήγορα αυτή τη διαδικασία», υπογράμμισε η διευθύντρια Στρατηγικής της ΔΕΗ, Έλενα Γιαννακοπούλου, μιλώντας στην ενότητα για τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις οικονομικές του επιπτώσεις στην ΕΕ, στο πλαίσιο του συνεδρίου East Med & Southeast Europe, που διοργανώνει το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, στις Βρυξέλλες.
Το γεγονός ότι έπρεπε να επαναφέρουμε τη δραστηριότητά μας στις λιγνιτικές μονάδες δεν επηρεάζει τη δραστηριότητά μας γύρω από τον τομέα της «καθαρής ενέργειας» και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σημείωσε η διευθύντρια Στρατηγικής της ΔΕΗ, επισημαίνοντας πως «μπορεί να την καθυστερήσει λίγο καθώς τώρα στην πρώτη γραμμή βρίσκεται η ασφάλεια στην προμήθεια της ενέργειας, αλλά εμείς συνεχίζουμε παράλληλα στην ανάπτυξη του προγράμματος των ΑΠΕ».
‘Αλλωστε, όπως σημείωσε η κ. Γιαννακοπούλου, η απανθρακοποίηση δεν είναι μια λύση γι’ αυτόν ή τον επόμενο χειμώνα, αλλά μια λύση με μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη προοπτική.
Σχολιάζοντας τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στην ελληνική οικονομία, ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ Γιώργος Παγουλάτος υπογράμμισε πως «η ελληνική οικονομία υφίσταται όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες ένα πλήγμα στα πραγματικά εισοδήματα. Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα silver lining στην κρίση που είναι ότι ο πληθωρισμός βελτιώνει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Επίσης, μειώνει το πραγματικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, λόγω του ότι μεγάλο μέρος του χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια και αυξάνει τα δημόσια έσοδα από έμμεσους φόρους. ‘Αρα στο τέλος της ημέρας, η δημοσιονομική επίδραση λόγω πληθωρισμού μπορεί να καταλήξει ακόμα και σταθεροποιητική».
Στο διαρθρωτικό πεδίο, όπως ανέφερε ο κ. Παγουλάτος, θετικές εξελίξεις είναι οι πολύ σημαντικές εισροές ‘Αμεσων Ξένων Επενδύσεων που αφορούν σε σημαντικό βαθμό την υψηλή τεχνολογία, την έρευνα και την ανάπτυξη και η αύξηση του ποσοστού των εξαγωγών σε ποσοστό άνω του 40%. «Αυτά μπορούν να βοηθήσουν την ελληνική οικονομία να λειάνει την αρνητική επίδραση της κρίσης που βέβαια θα είναι αισθητή και ιδίως θα πλήξει την κατανάλωση η οποία -δυστυχώς θα έλεγα- τη χρονιά που πέρασε αποτέλεσε τον κύριο μοχλό οικονομικής μεγέθυνσης», υπογράμμισε.
Για τη δε ευρωπαϊκή οικονομία, ανέφερε ότι είχαμε συσσώρευση ευπάθειας και πάνω σ’ αυτή χτύπησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που ήταν ένα γεγονός χαμηλής πιθανότητας αλλά καταστροφικών επιπτώσεων. «Δεν οργανώνουμε τη ζωή μας στη βάση τέτοιων χαμηλής πιθανότητας γεγονότων αλλά φροντίζουμε να αγοράζουμε ασφάλεια απέναντι σ’ αυτά και να δείχνουμε ανθεκτικότητα όταν συμβαίνουν. Με αυτή την έννοια, η ΕΕ αν και θα έπρεπε να είχε φροντίσει περισσότερο την ενεργειακή της ασφάλεια, αντέδρασε με σημαντική ανθεκτικότητα στην κρίση», εκτίμησε ο κ. Παγουλάτος.
Σαν ένα τρένο που έρχεται καταπάνω μας, περιέγραψε την κατάσταση που δημιουργήθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η Μέγκαν Γκρην (Megan Greene), senior fellow, M-RCBG, Harvard Kennedy School.
Σύμφωνα με τη Μέγκαν Γκρην, «υπήρχαν ευαλωτότητες στην Ευρώπη και πριν αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν αυτός που πυροδότησε την κρίση, επισημαίνοντας πως η ελπίδα είναι να υπάρξει ένας κάποιος οικονομικός συντονισμός «αλλά μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται κάτι τέτοιο».
Υπογράμμισε δε την ανάγκη να υπάρξει ενότητα στην Ευρώπη σε αυτή την κρίσιμη στιγμή και χαρακτήρισε ανησυχητικό το γεγονός ότι ο Καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς θα επισκεφθεί μόνος, τον ερχόμενο μήνα, την Κίνα, παρά το γεγονός ότι, όπως είπε, ο Γάλλος Πρόεδρος Μακρόν προσφέρθηκε να πάει μαζί του. «Με ανησυχεί η ενότητα της Ευρώπης, ιδίως για την επόμενη χρονιά», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Τη συζήτηση συντόνισε ο Νίκος Χρυσολωράς, senior media officer της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (European Investment Bank).