Μετά τις χθεσινές εξελίξεις στη Βρετανία με την Λιζ Τρας να αποτελεί παρελθόν αφού χρίστηκε η πρωθυπουργός που παρέμεινε τον λιγότερο χρόνο στο αξίωμα, βρίσκεται σε εξέλιξη η κούρσα διαδοχής της.
Η κούρσα θα είναι σύντομη, καθώς στην χειρότερη την επόμενη Παρασκευή το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει νέο πρωθυπουργό. Μπορεί όμως να λήξει και νωρίτερα, την Δευτέρα. Εξαρτάται από τους υποψήφιους, που στον αριθμό δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους τρεις. Ποιοι θα είναι αυτοί; Ακόμα δεν υπάρχουν επίσημες ανακοινώσεις, ωστόσο, τα βρετανικά μέσα έχουν ήδη καταλήξει σε μία τριάδα: ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σούνακ, η Πένι Μόρντοντ που είχε επίσης διεκδικήσει την αρχηγία των Συντηρητικών, και ο πρώην πρωθυπουργός που αναγκάστηκε σε παραίτηση Μπόρις Τζόνσον.
Η πιθανή υποψηφιότητα του Τζόνσον έχει φέρει ανάμεικτα συναισθήματα στους Τόρις που έχουν ακόμα νωπές τις μνήμες του δικού του πολιτικού χαμού.
Στην συγκεκριμένη κούρσα ίσως να μην έχει τόση σημασία ποιος θα αναδειχθεί νικητής, σχολιάζει η Wall Street Journal υποστηρίζοντας ότι το μέλλον της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να μην έχει ακόμη επίσημα κεφαλή έχει όμως ήδη συγκεκριμένη πολιτική που ακούει στο όνομα δημοσιονομικός συντηρητισμός.
«Στην πραγματικότητα, τα λάθη της Τρας δένουν τα χέρια όποιου ακολουθήσει, είτε προέρχεται από τα δεξιά είτε από τα αριστερά», σημειώνει η WSJ υπενθυμίζοντας πως η αρχή του τέλους της Τρας γράφτηκε με την ανακοίνωση ενός μίνι-προϋπολογισμού και των φοροελαφρύνσεων που δεν ευθυγραμμίζονταν με το Γραφείο Δημοσιονομικής Ευθύνης (OBS).
Ο ανεξάρτητος δημοσιονομικός επόπτης αναδείχθηκε ως εγγύηση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, και κατά πάσα πιθανότητα, θα θεωρηθεί απαραίτητος ακόμη και από τους Εργατικού, που έχουν χρησιμοποιήσει με επιτυχία την αναταραχή της αγοράς ως πολιτικό επιχείρημα κατά των Συντηρητικών.
Τι ανέδειξε η κρίση: Τα πολιτικά όρια της δημοσιονομικής πολιτικής
Έδειξε πραγματικά αυτή η κρίση τα οικονομικά όρια που πρέπει να τηρούν οι βρετανικές κυβερνήσεις, διερωτάται η WSJ. Μάλλον όχι, απαντάει εκτιμώντας πως η πιο αποφασιστική δράση από την Τράπεζα της Αγγλίας θα βοηθούσε πιθανότατα στην εύκολη απορρόφηση του μίνι-προϋπολογισμού. Επίσης, όταν παρενέβη η κεντρική τράπεζα, η λίρα σημείωσε άνοδο, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές δεν φοβήθηκαν ότι η νομισματική χρήση του χρέους της χώρας θα οδηγούσε σε πληθωριστικό σπιράλ.
Αντίθετα η κρίση αυτή αποκάλυψε, σύμφωνα με την WSJ, τα πολιτικά όρια της δημοσιονομικής πολιτικής, τουλάχιστον σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Οι παρεμβάσεις του κυβερνήτη της Τράπεζας της Αγγλίας μετρημένες επειδή δεν ήθελε να θεωρηθεί υποστηρικτής της κυβέρνησης και, δεδομένης της εντολής του να μειώσει τον πληθωρισμό, είχε ένα μερίδιο ευθύνης στην προσπάθεια αναστροφής της δημοσιονομικής ώθησης.
Πλέον η ευθυγράμμιση με το Γραφείο Δημοσιονομικής Ευθύνης σημαίνει αυστηρότερα πολιτικά όρια. «Ενώ είναι απλώς ένας φορέας προβλέψεων, επιβάλλει μια σιωπηρή απαίτηση να διατηρούνται σταθερές οι προβλέψεις για το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η μέτρηση έχει αποδειχθεί ιστορικά άχρηστη ως μέτρο της οικονομικής υγείας των εθνών, ενώ πραγματικά σημαντικές μεταβλητές, όπως η αύξηση της παραγωγικότητας, έχει αποδειχθεί αδύνατο να προβλεφθούν», αναφέρει.
Πάντως όταν ο Τζέρεμι Χαντ ανέλαβε υπουργός Οικονομικών την περασμένη εβδομάδα δεσμεύθηκε ότι θα συμμορφωθεί με τις προβλέψεις για το χρέος του OBR, κάτι που σημαίνει συνολική εξοικονόμηση περίπου 72 δισ. λιρών, επηρεάζοντας όχι μόνο τις 45 δισ. στερλίνες σε φορολογικές περικοπές, αλλά και το ενεργειακό πακέτο το οποίο καλωσόρισαν αρχικά οι αγορές.
«Η επιστροφή της λιτότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο θα σημάνει αισίως το τέλος κακών οικονομικών σχεδίων όπως αυτό της Τρας. Δυστυχώς όμως θα περιορίσει επίσης αυστηρά και τα καλά του σημεία», καταλήγει η WSJ.
naftemporiki.gr