Skip to main content

«Ξεκαθάρισμα» οφειλών ο επόμενος στόχος της ΑΑΔΕ

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Κούρου
[email protected]

Ανεβάζει ταχύτητα ο φοροελεγκτικός μηχανισμός για ξεκαθάρισμα των οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης, προκειμένου να «καθαρίσει» τη λίστα των οφειλετών του Δημοσίου και να στραφεί αποκλειστικά σε οφειλέτες που μπορούν να πληρώσουν τα χρέη τους.

Είναι αξιοσημείωτο, άλλωστε, ότι από το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος των 112 δισ. ευρώ, που ήταν με βάση τα τελευταία στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων στο επτάμηνο, ποσοστό 23,2% αυτού, που αντιστοιχεί σε 26,1 δισ. ευρώ, αφορά οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, με αποτέλεσμα το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου, να ανέρχεται την 1η Αυγούστου στα 86,5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Η διάκριση, πάντως, των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης θα γίνει βήμα βήμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του επικαιροποιημένου Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, που παραμένουν σταθερές στο εν λόγω θέμα, και προβλέπουν τα εξής:

1. Ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, καθώς και συμβεβαιωμένες οφειλές προς τρίτους χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α) Έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της ΑΑΔΕ και δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων ή απαιτήσεων αυτών έναντι τρίτων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκειται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 επ. του Α.Κ. και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων του οφειλέτη με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή με διαδικασία εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον πρόκειται για πτωχό.

β) Έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 ή δεν είναι δυνατή η υποβολή της.

γ) Έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας φορολογικής ή τελωνειακής αρχής, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών. Προκειμένου για εταιρείες που τελούν υπό κρατικό έλεγχο ή στις οποίες ασκείται κρατική εποπτεία και οι οποίες τελούν υπό εκκαθάριση ή πτώχευση, απαιτείται η αναγγελία του Δημοσίου στις ανωτέρω διαδικασίες εκκαθάρισης ή πτώχευσης.

Οι πράξεις του χαρακτηρισμού των επιδεκτικών ή ανεπίδεκτων είσπραξης και της καταχώρισης των απαιτήσεων σε ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης γίνονται με απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ. Εφόσον πρόκειται για συνολική βασική οφειλή άνω του 1.500.000 ευρώ, οι πράξεις αυτές κοινοποιούνται στην υπηρεσία επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των δημόσιων εσόδων, από την οποία και ελέγχονται.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι από την καταχώριση της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση:

α) αναστέλλεται αυτοδικαίως η παραγραφή της,

β) δεν χορηγείται στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία ούτε άλλο νομίμως προβλεπόμενο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, εκτός εάν πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, το προϊόν των οποίων θα διατεθεί για τον ίδιο σκοπό, γ) δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.

Σε κάθε περίπτωση το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμό και μετά την καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.

Επισημαίνεται ότι οφειλή που έχει καταχωριστεί, κατά τα ανωτέρω, ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της, διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.