Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
«Δεν πρόκειται να επιστρέψουμε στην κανονικότητα»! Ο διάσημος Γερμανός οικονομολόγος, Μάρτσελ Φράτσερ δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: «Δεν θα ξαναζήσουμε κανονικές στιγμές», λέει πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών (DIW) σε συνέντευξη στο δίκτυο RTL/ntv και εξηγεί: «Αυτός ο πόλεμος, αυτή η σύγκρουση, αυτή η ενεργειακή κρίση, θα αλλάξουν θεμελιωδώς τη δομή της ευημερίας μας, της οικονομίας μας, των θέσεων εργασίας», προειδοποιεί ο Φράτσερ. Μιλά φυσικά για τη Γερμανία– την οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης.
«Ένα κύμα χρεοκοπιών έρχεται σε γερμανικές εταιρείες. Η Γερμανία είναι μια χώρα με πολύ ενεργοβόρους οικονομικούς τομείς. Πολλές εταιρείες έχουν εξαγωγικό χαρακτήρα ,σχεδόν το 45% της οικονομικής μας παραγωγής είναι για εξαγωγές», λέει ο Φράτσερ.
Λόγω των υψηλών τιμών ενέργειας στη Γερμανία, οι εταιρείες αναγκάζονται να πουλήσουν τα προϊόντα τους πιο ακριβά από τους ανταγωνιστές τους στις Ηνωμένες Πολιτείες για παράδειγμα. Ο Φράτσερ φοβάται ότι πολλές εταιρείες στην Ευρώπη, δεν θα μπορέσουν να αντέξουν. «Θα υπάρξουν πολλές εταιρείες που θα πουν: Τελειώσαμε».
Τα «κορόιδα» στην Ε.Ε.
Και αν αυτά συμβαίνουν στη Γερμανία, φανταστείτε τι έπεται για την υπόλοιπη Ευρώπη. Όταν μάλιστα το Βερολίνο διαγράφει κάθε έννοια Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και υιοθετεί μια αποκλειστικά εθνική λύση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.«Τόσο καιρό ήσασταν κορόιδα», λέει –απευθυνόμενο στους υπόλοιπους Ευρωπαίους-το βρετανικό περιοδικό Economist, επικρίνοντας την εγωϊστική, ενεργειακή πολιτική του Βερολίνου. Με πολύ γλαφυρό τρόπο, ο Economist εξηγεί γιατί η Γερμανία αδιαφορεί αν θα «παγώσουν» νοικοκυριά και βιομηχανίες στην υπόλοιπη Ευρώπη: «Φανταστείτε να περιμένετε στην ουρά σε μια τράπεζα τροφίμων και να έρθει ένας εκατομμυριούχος σε μια BMW και να ανακοινώσει ότι θα αγοράσει όλες τις προμήθειες. Αυτό περίπου αισθάνεται η Ευρώπη αυτές τις μέρες», γράφει ο Economist και εξηγεί: «Εν μέσω μιας ενεργειακής κρίσης σε ολόκληρη την ήπειρο, οι κυβερνήσεις από την Αθήνα έως τη Βαρσοβία έχουν περάσει μήνες προσπαθώντας να βρουν πώς θα διατηρήσουν τα σπίτια ζεστά και τα εργοστάσια σε λειτουργία. Οι Ευρωπαίοι πολιτικοί μοιράστηκαν τις καλύτερες ιδέες τους για την ενεργειακή αλληλεγγύη. Η αίσθηση ότι όλοι μαζί βρίσκονται στον ίδιο … βούρκο, τουλάχιστον ενίσχυε την ενότητα που σφυρηλατήθηκε ως απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Μέχρι που, η Γερμανία στις 29 Σεπτεμβρίου άνοιξε το πουγκί με τα μετρητά, εξαγγέλλοντας ένα ενεργειακό πακέτο- έκπληξη 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για να εξασφαλίσει τις δικές της οικονομικές προοπτικές».
Χωρίς αποφάσεις
Στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο χθες στην Πράγα, οι 27 δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το χάσμα που χωρίζει τη Γηραιά Ηπειρο, στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Η προσδοκία είναι ότι κάτι θα συμφωνηθεί στις 20-21 Οκτωβρίου-στην κανονική σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες. Οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη προσπαθούν να βοηθήσουν πλέον κατά μόνας τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Είναι σαφές άλλωστε ότι είναι δύσκολο και για την Επιτροπή να προχωρήσει προς μια κοινή λύση όταν η πιο σημαντική χώρα της Ε.Ε. –η Γερμανία- εφαρμόζει μέτρα σε μονομερή βάση. Όταν μάλιστα, «η κρίση στην Ευρώπη είναι κυρίως αποτέλεσμα ενός πολύ ταραγμένου γεωπολιτικού και οικονομικού πλαισίου με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος συνοδεύεται από πυρηνικές απειλές, την μεγάλη έλλειψη φθηνής ενέργειας και την διακοπή των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού», λέει ο οικονομολόγος Τζότζεφ Λέντετ.
«Μας έφαγε το δολάριο»
Οι οικονομίες της Ευρωζώνης μόνο αλώβητες δεν είναι, από την υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου. «Οι επιπτώσεις είναι άμεσες στο εμπορικό ισοζύγιο και πρώτα στις εισαγωγές. Πάνω από το 50% των ευρωπαϊκών εισαγωγών είναι σε δολάρια. Αυτό το ποσοστό μπορεί να ανέλθει στο 80% στις εισαγωγές ενέργειας», παρατηρεί η Στεφανί Βιγιέρ, ειδική σε θέματα της Ευρωζώνης και οικονομική σύμβουλος της PwC. Η Ευρωζώνη το μαθαίνει αυτό, με επώδυνο τρόπο. Η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων της Fed και της ΕΚΤ σημαίνει ότι οι επενδύσεις σε δολάρια προσφέρουν πιο ελκυστικές αποδόσεις από αυτές σε ευρώ. «Το ξένο κεφάλαιο ρέει περισσότερο προς την αμερικανική οικονομία, η οποία είναι δυναμική και δεν αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα από τον πόλεμο στην Ουκρανία», εκτιμά η Γαλλίδα οικονομολόγος. «Το δολάριο είναι το νόμισμά μας, αλλά αυτό είναι το πρόβλημά σας», συνήθιζε να λέει ειρωνικά στους Ευρωπαίους ομολόγους του, στις αρχές της δεκαετίας του 70, ο τότε υπουργός Οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζον Κόναλι. Μισό αιώνα αργότερα, το πράσινο νόμισμα φτάνει σε νέα ύψη και προκαλεί ζαλάδα στον Ευρωπαίο ανταγωνιστή του. Αν και δεν είναι πλέον ηγεμονικό, το δολάριο παραμένει το βασικό νόμισμα, το οποίο αντιπροσωπεύει το 59% των συναλλαγματικών αποθεμάτων και το 40% του παγκόσμιου εμπορίου. Η ενίσχυσή του προκαλεί ρίγος και καταιγίδες σε άλλα μέρη του κόσμου.
«Βραχυπρόθεσμα, η υποτίμηση του ευρώ είναι περισσότερο επιζήμια παρά συμφέρουσα για τις ευρωπαϊκές εταιρείες. Στην πραγματικότητα, το κόστος εισαγωγής τους αυξάνεται αμέσως», τονίζει ο οικονομολόγος Ετιέν ντε Καγιατάϊ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν.
Τι ακολουθεί;
«Τι στο καλό έρχεται μετά;», διερωτάται το βρετανικό περιοδικό Economist στο κύριο άρθρο του. «Ενας άμεσος φόβος είναι μια έκρηξη, καθώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα ,έχοντας συνηθίσει σε χαμηλά επιτόκια, ξυπνά τώρα με ένα αυξανόμενο κόστος δανεισμού. Την ίδια ώρα οι Ευρωπαίοι βλέπουν με τρόμο την επιστροφή στη δεκαετία του 1970, με έναν αχαλίνωτο πληθωρισμό» γράφει ο Economist και προειδοποιεί: «Είναι καιρός να αρχίσουμε να τα σταθμίζουμε και τις επιπτώσεις για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Τα μεγαλύτερα λάθη στα οικονομικά γίνονται από τις φαντασιώσεις ότι το σημερινό καθεστώς θα διαρκέσει για πάντα. Η αλλαγή έρχεται. Ετοιμαστείτε…»