Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Πριν από λίγα χρόνια ο θρυλικός επενδυτής Ρέι Ντάλιο παρατήρησε έναν συνδυασμό πολιτικών και οικονομικών συνθηκών που δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά: α) Τεράστια χρέη, μηδενικά επιτόκια και μαζικό τύπωμα χρήματος στα τρία κορυφαία αποθεματικά νομίσματα του κόσμου.
β) μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις στο εσωτερικό των χωρών εξαιτίας των πιο οξυμένων ανισοτήτων και ανισορροπιών σε εισόδημα και αξίες των τελευταίων 100 ετών.
γ) την ανάδυση μίας νέας υπερδύναμης, της Κίνας, που αμφισβητεί την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων.
Κοιτάζοντας τα ιστορικά δεδομένα, ο Ντάλιο συνειδητοποίησε πως η τελευταία φορά που είχαμε τον εκρηκτικό συνδυασμό αυτό ήταν η περίοδος 1930 -1945, μία άκρως σκοτεινή εποχή για την Ευρώπη και τον κόσμο. Η Capital Economics παρουσίασε τον νέο γεωπολιτικό και οικονομικό «χάρτη», που σχηματίζεται και τις προβλέψεις της για το πώς αυτός θα εξελιχθεί στο μέλλον, σε ένα webinar που παρακολούθησε και η Nαυτεμπορική.
Τα διαδοχικά σοκ των τελευταίων ετών – ο σινοαμερικανικός εμπορικός πόλεμος, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία- δεν αλλάζουν μόνο το γεωπολιτικό παιχνίδι. Αναμορφώνουν πλήρως το παγκόσμιο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Και μπορεί αυτή τη στιγμή όλα τα βλέμματα να είναι στραμμένα στη Ρωσία και στην Ε.Ε., αλλά στην πραγματικότητα τα μικρότερα «κομμάτια» στα οποία έχει σπάσει ο κόσμος συνασπίζονται σε δύο μεγαλύτερα στρατόπεδα: αυτό των ΗΠΑ και εκείνο της Κίνας. Η Ε.Ε. αν και ακολουθεί σαφώς το πρώτο, δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει το δεύτερο. Τα συμφέροντά της – οικονομικά και ενεργειακά –απαιτούν να στρέφει το βλέμμα και προς Ανατολάς.
Ο χάρτης που παρουσιάζει η Capital Economics με μπλε για τις χώρες που είναι κοντά στις ΗΠΑ και κόκκινο για εκείνες που έχουν ανέβει στο κινεζικό άρμα είναι αποκαλυπτικός.
Πώς φτάσαμε εδώ;
Όπως εξηγούν οι αναλυτές της CE τόσο η πολιτική όσο και η επιχειρηματική ελίτ των μεγάλων οικονομιών κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 είχαν κοινό στόχο την ενίσχυση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής ενοποίησης. Η παγκοσμιοποίηση «έτρεχε» με γοργούς ρυθμούς. Αλλά η αρχική πεποίθηση πως αυτή είναι επωφελής για όλους άρχισε να διαβρώνεται μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τελικά εξελίχθηκε σε ένα κύμα αμφισβήτησης και αναστροφής της παγκοσμιοποίησης με την ψήφο υπέρ του Brexit και τους εμπορικούς πολέμους του Τραμπ. Τώρα οι ανησυχίες για την τρωτότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας, η ενεργειακή ανασφάλεια και πάνω από όλα η αυξανόμενη αντιπαλότητα ανάμεσα στη Δύση και δυνάμεις όπως η Ρωσία και η Κίνα έρχονται να φουντώσουν ακόμη περισσότερο τις φλόγες του οικονομικού εθνικισμού.
Στο νέο συγκρουσιακό περιβάλλον κάποιοι δεσμοί θα σπάσουν και άλλοι θα ενισχυθούν. Η CE δεν βλέπει μεν οριστική ταφόπλακα στην παγκοσμιοποίηση, αλλά περιμένει να χαραχτούν ακόμη πιο έντονες οι γραμμές ανάμεσα στο αμερικανικό και το κινεζικό μπλοκ – μία διαδικασία την οποία ονομάζει fracturing (θραύση, κατακερματισμό). Ενώ την εποχή της παγκοσμιοποίησης την οδήγησαν κυβερνήσεις και επιχειρήσεις σε πλήρη συνεργασία, η νέα εποχή του fracturing είναι αποκλειστικό «δημιούργημα» των κυβερνήσεων.
Αυτές οι εξελίξεις μπορεί να σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο, αλλά ενδέχεται να μην έχουν σημαντικό αντίκτυπο στις μακροοικονομικές προοπτικές των μεγάλων προηγμένων οικονομιών, οι οποίες είναι όλες σύμμαχοι με τις ΗΠΑ.
Το δολάριο θα παραμείνει το κυρίαρχο παγκόσμιο νόμισμα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ θα συνεχίσει να είναι βασικός πυλώνας της παγκόσμιας οικονομίας.
Ωστόσο, η πολιτικά καθοδηγούμενη φύση της διάσπασης θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο λειτουργικό περιβάλλον για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες σε εκείνους τους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε περιορισμούς στο εμπόριο, όπως η τεχνολογία και τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Όλες οι εταιρείες και οι επενδυτές θα λειτουργούν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον στο οποίο οι γεωπολιτικές εκτιμήσεις παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στις αποφάσεις.
Ο αντίκτυπος στην αύξηση της παραγωγικότητας στην Κίνα και ορισμένους από τους συμμάχους της θα είναι ουσιαστικός, προειδοποιεί η CE. «Αυτό ενσωματώνεται στην άποψή μας ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας θα επιβραδυνθεί στο 2% μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας» επισημαίνεται στην έκθεση.
Προς μια διαφορετική παγκόσμια οικονομία
Η μορφή του κόσμου το 2050 θα μπορούσε να είναι πολύ διαφορετική από ό,τι πολλοί υποθέτουν επί του παρόντος. Το μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής που αντιπροσωπεύει το μπλοκ υπό την ηγεσία της Κίνας έχει αυξηθεί απότομα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, από 10% το 1990 σε 25% σήμερα. Ωστόσο θα πρέπει να αλλάξει εάν θέλει να συνεχίσει να δει το βάρος του να αυξάνεται στην παγκόσμια οικονομία.
Η CE βλέπει δύο σενάρια για το μέλλον. Το ένα θέλει τα δύο στρατόπεδα να «λυγίζουν» και την
παγκόσμια οικονομία να διασπάται σε μικρότερες ομάδες σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο.
Στο δεύτερο οι εντάσεις μεταξύ των δύο μπλοκ κλιμακώνονται με αποτέλεσμα να σπάσουν απότομα οι οικονομικοί και χρηματοπιστωτικοί δεσμοί. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά αποσταθεροποιητικό: οι μεγάλες οικονομίες του κόσμου είναι πλέον τόσο στενά αλληλένδετες που ακόμη και σε τομείς όπου οι κυβερνήσεις επιθυμούν να γίνουν πιο αυτοδύναμες –όπως οι ημιαγωγοί, οι μπαταρίες και η ενέργεια– η αποσύνδεση των αλυσίδων εφοδιασμού θα ήταν μια επώδυνη διαδικασία. Θα ακρωτηρίαζε την παγκόσμια βιομηχανία, προκαλώντας ελλείψεις και ανεξέλεγκτες αυξήσεις τιμών.