Skip to main content

Πόσο βαθιά θα είναι η ύφεση;

Tου Μιχάλη Ψύλου
[email protected] 

Ακούγεται παράξενο: η Ρωσία έχει μεν περιορίσει αισθητά τις προμήθειες φυσικού αερίου στη Δύση, αλλά η Gazprom πραγματοποιεί κέρδη ρεκόρ. Ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός ανακοίνωσε ότι τα κέρδη για το πρώτο εξάμηνο του έτους ανήλθαν σε 46,5 δισ. ευρώ. Αλλά αυτό δεν αποτελεί αντίφαση. Πρόκειται για τον γνωστό μηχανισμό της αγοράς ότι οι ελλείψεις  προκαλούν αύξηση των τιμών , άρα περισσότερα κέρδη. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, εγείρει ένα άλλο ερώτημα: Γιατί ο ΟΠΕΚ δεν αντιγράφει τα κόλπα της Gazprom και δεν μειώνει την παραγωγή πετρελαίου μέχρι να εκτιναχθούν οι τιμές; Αντίθετα, οι τιμές του πετρελαίου υποχωρούν για τρίτο συνεχόμενο μήνα.  

Η διαφορά είναι προφανής:  Σε αντίθεση με την Gazprom που ελέγχεται από ένα κράτος, ο ΟΠΕΚ πρέπει να εξισορροπήσει τα συμφέροντα 16 χωρών μελών.  Παρ` όλους αυτούς τους περιορισμούς, ωστόσο, ο ΟΠΕΚ –αν ήθελε- θα μπορούσε να προκαλέσει τον όλεθρο σε όλο τον κόσμο.

 Αλλά οι υψηλές τιμές θα δημιουργούσαν μια παγκόσμια οικονομική κρίση, έτσι ώστε στο τέλος δεν θα υπήρχαν χρήματα για να πληρωθούν οι  υψηλές τιμές ενέργειας. Δεν μπορείς να σφάζεις την αγελάδα, που θέλεις να αρμέγεις!  Η συμπεριφορά όμως της Gazprom έχει «λογική», καθώς η Ρωσία είναι σε οικονομικό πόλεμο με τη Δύση. Εναν οικονομικό πόλεμο, τις συνέπειες του οποίου δεν έχουμε σήμερα, παρά μόνο σε αρχικό στάδιο.

Οι αγορές υποχώρησαν χθες σε όλον τον πλανήτη, υπό τον φόβο ότι η οικονομική δραστηριότητα θα υπονομευτεί από τα όλο και πιο επιθετικά μέτρα αντιμετώπισης του πληθωρισμού που λαμβάνουν οι κεντρικές τράπεζες. Αυτή η «όχι πολύ ενθαρρυντική» είδηση ​​αναζωπυρώνει τις ανησυχίες για τις αλυσίδες εφοδιασμού, σύμφωνα με τον αναλυτή του Markets.com, Νιλ Γουίλσον.

Οι επενδυτές αποφεύγουν να αναλάβουν κινδύνους και ρίσκα εν μέσω φόβων για παγκόσμια οικονομική ύφεση. Φοβούνται ιδιαίτερα την αποφασιστικότητα των κεντρικών τραπεζών να δράσουν για την καταπολέμηση της εκτίναξης των τιμών, καθώς –με την αύξηση των επιτοκίων- θα μπορούσε να προκληθεί ξαφνική επιβράδυνση της οικονομίας. Η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Κλίβελαντ, Λορέτα Μέστερ, είπε μάλιστα σπέρνοντας τον πανικό στις αγορές ότι « θα ήταν απαραίτητο να αυξηθούν τα βασικά επιτόκια λίγο πάνω από το 4% στις αρχές του επόμενου έτους και να διατηρηθούν εκεί ».

Οσον αφορά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα,  η  αγορά δίνει πλέον 60% πιθανότητα  να αυξηθούν τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης , στη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου»,τονίζει η Ιπέκ Οζκαρντέσκαγια, αναλύτρια της Swissquote Bank. «Ωστόσο, μια  ιδιαίτερα αυστηρή νομισματική πολιτική δεν θα είναι  εύκολο έργο» για την ΕΚΤ, προειδοποιεί η αναλύτρια της Swissquote.  Οι  κεντρικοί τραπεζίτες της ευρωζώνης δεν μπορούν να αυξάνουν συνεχώς τα επιτόκια όταν η Γηραιά ήπειρος αντιμετωπίζει μια τεράστια ενεργειακή κρίση, που επιβαρύνει ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία μαζί με τα ρωσικά αντίμετρα.

Η «συνωμοσία» της κρίσης

«Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, η άνιση ανάκαμψη από την πανδημία του Covid -19 και η ξηρασία σε μεγάλο μέρος της ηπείρου έχουν συνωμοτήσει για να προκαλέσουν μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, υψηλό πληθωρισμό, διακοπή του εφοδιασμού και τεράστια αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον της Ευρώπης»,  γράφει το βρετανικό περιοδικό Economist. Διερωτάται μάλιστα «πόσο άσχημη θα είναι η ύφεση» Γιατί , μέσα στην νευρική σύγχυση, που κυριαρχεί, για ένα πράγμα υπάρχει συμφωνία: Επίκειται ύφεση.

«Το πόσο άσχημη θα είναι η ύφεση εξαρτάται από το πώς θα εξελιχθεί το ενεργειακό σοκ και πώς θα αντιδράσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε αυτό», εκτιμά ο Economist. Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν φτάσει σε αδιανόητα ύψη, καθώς έχουν 10πλασιαστεί μέσα σε έναν χρόνο: Πάνω από τα 290 ευρώ τη μεγαβατώρα είναι τα συμβόλαια παράδοσης για το τέταρτο τρίμηνο του έτους. Όταν η συνήθης τιμή πριν από την πανδημία ήταν περίπου… 30 ευρώ.

Η Κομισιόν αφού άργησε χαρακτηριστικά για έναν χρόνο σχεδόν , να υιοθετήσει ουσιαστικά μέτρα (πλαφόν και αποσύνδεση τιμής φυσικού αερίου-ρεύματος), ανακοίνωσε ότι θα κάνει εξαγγελίες  στις 14 Σεπτεμβρίου.

Πολλοί ειδικοί αμφιβάλουν πάντως αν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα εφαρμοστούν άμεσα, εκτιμώντας ότι μπορεί να περάσουν έως και δύο χρόνια για την πλήρη υλοποίησή τους. Μια λεπτομερής πρόταση θα μπορούσε να υπάρξει έως τις αρχές του 2023. «Η πραγματική μεταρρύθμιση, από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό να διαρκέσει περισσότερο», λέει ο Νικολά Μπεργκμά, αναλυτής στη γαλλική δεξαμενή σκέψης IDDRI. Εκτιμά μάλιστα ότι η μεταρρύθμιση στην αγορά ενέργειας μπορεί να διαρκέσει «έως και δύο χρόνια».

Στο μεταξύ, «οι καταναλωτές θα πρέπει να προετοιμαστούν για περαιτέρω αυξήσεις των τιμών. Ο ενεργειακός ειδικός στο Ινστιτούτο RWI-Leibniz, Μανουέλ Φρόντελ  προειδοποίησε ότι πώς «είναι αναμενόμενο ότι οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος θα συνεχίσουν να αυξάνονται το φθινόπωρο και το χειμώνα, επειδή η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια αυξάνεται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου».

Μείωση της κατανάλωσης

 

Πρόσφατες έρευνες δείχνουν συρρίκνωση στη γερμανική οικονομία. Η εξάρτηση της Γερμανίας από τους Κινέζους αγοραστές κινδυνεύει να μειώσει τη ζήτηση για αγαθά σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού. Η ιταλική βιομηχανία φαίνεται να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.

Μεγάλος λόγος ανησυχίας είναι και το γεγονός ότι οι καταναλωτικές δαπάνες για υπηρεσίες θα δυσκολευτούν να στηρίξουν την οικονομία της ηπείρου. Μπορεί η κατανάλωση να ενισχύθηκε λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης , ειδικά στη νότια Ευρώπη, αλλά το φαινόμενο αυτό τείνει να μειωθεί, καθώς οι καταναλωτές σφίγγουν το ζωνάρι και προετοιμάζονται για έναν μακρύ και δύσκολο  χειμώνα.

Την ίδια ώρα, το ευρώ έχει υποχωρήσει επίσης αισθητά και ένα ασθενέστερο νόμισμα τροφοδοτεί τον πληθωρισμό λόγω των πιο ακριβών εισαγωγών, πλήττοντας τα πραγματικά εισοδήματα και συνεπώς την κατανάλωση.

Όλα αυτά υποδηλώνουν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι βέβαιο ότι θα εισέλθει σε ύφεση. Και όπως προειδοποιεί ο Economist, «οι ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν αφιερώσει μέχρι στιγμής πολύ χρόνο σκεπτόμενοι πώς θα αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες τιμές της ενέργειας. Αλλά σύντομα, θα βρεθούν μπροστά σε μια πολύ ευρύτερη κρίση».