Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έφτασε σε νέο ιστορικό υψηλό 8,9% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο, όπως ανακοίνωσε η Eurostat και τα νέα δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για την ΕΚΤ.
«Οι προοπτικές για τις τιμές καταναλωτή στη ζώνη του ευρώ, υπό το φως αυτών των στοιχείων, δεν έχουν βελτιωθεί μετά την αύξηση των επιτοκίων τον Ιούλιο», δήλωσε η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε συνέντευξή της στο Reuters. Η πρότασή της είναι να συνεχιστεί η απότομη άνοδος των επιτοκίων τον επόμενο μήνα, ακόμη και αν αυξάνονται οι κίνδυνοι ύφεσης.
«Τον Ιούλιο αποφασίσαμε να αυξήσουμε τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης επειδή ανησυχούσαμε για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό», είπε η Σνάμπελ στο Reuters. «Οι ανησυχίες που είχαμε τον Ιούλιο δεν έχουν αμβλυνθεί… Δεν νομίζω ότι αυτή η προοπτική έχει αλλάξει ριζικά… Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις είναι πιθανό να παραμείνουν μαζί μας για κάποιο χρονικό διάστημα, δεν θα ξεθωριάσουν γρήγορα. Θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να επιστρέψει ο πληθωρισμός στο 2%».
Στο ίδιο μήκος κύματος και το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας,Μάρτινς Καζάκς, τονίζει ότι Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να αυξάνει το κόστος της χρηματοδότησης, θεωρώντας ότι τόσο υψηλός πληθωρισμός θα έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία.
Το δίλημμα είναι πάντως μεγάλο και περίπλοκο για την ΕΚΤ: Οι αυξήσεις των επιτοκίων έρχονται ακριβώς τη στιγμή που μια ύφεση, που προκαλείται από την αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, φαίνεται όλο και πιο πιθανή.
«Υπάρχει ισχυρή ένδειξη ότι η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και δεν θα απέκλεια το ενδεχόμενο να εισέλθουμε σε τεχνική ύφεση, ειδικά εάν διακοπεί περαιτέρω ο εφοδιασμός ενέργειας από τη Ρωσία», τόνισε η Σνάμπελ.
Ο κίνδυνος του Νότου
Ένας άλλος κίνδυνος είναι ότι οι αυξήσεις επιτοκίων είναι βέβαιο ότι θα αυξήσουν δυσανάλογα το κόστος χρηματοδότησης στις περιφερειακές χώρες της ΕΕ, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στα θέτοντας στα περισσότερα υπερχρεωμένα κράτη όπως η Ιταλία, αλλά μακροπρόθεσμα και η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι έχει ρυθμίσει το χρέος της ως το 2032.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η ΕΚΤ εστίασε τις αγορές ομολόγων στη Νότια Ευρώπη για να αμβλύνει τις πιέσεις της αγοράς. Η Σνάμπελ εκτιμά πάντως ότι οι αγορές είναι πλέον πιο σταθερές, παρόλο που η αστάθεια παραμένει υψηλή και η ρευστότητα χαμηλή.
Η ΕΚΤ ελπίζει ότι με το νέο εργαλείο (TPI), θα βοηθήσει στην αντιμετώπιση του προβλήματος μετά το τέλος του προγράμματος PEPP που λόγω της πανδημίας χρησιμοποιήθηκε για την αγορά ομολόγων από τις χώρες της κρίσης- Ιταλία, Πορτογαλία, Ελλάδα και Ισπανία. Στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP αγοράστηκαν συνολικά, ομόλογα 1,66 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Η μεγάλη αλλαγή ξεκίνησε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Σε αυτό το δίμηνο, αγοράστηκαν ιταλικά ομόλογα για 10 δισ. ευρώ. Η Ισπανία επωφελήθηκε επίσης με σχεδόν 6 δισ., η Ελλάδα με 1 δισ. και η Πορτογαλία με 500 εκατ.
Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η ΕΚΤ μπορεί να πουλήσει πολλά ομόλογα των βόρειων χωρών για να στηρίξει άλλα. Τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον αυτό θα είναι αρκετό. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης αναταραχής, ανακατανεμήθηκαν ομόλογα αξίας 18 δισ. ευρώ. Οπότε υπάρχει ακόμα πολύς χώρος και αργά ή γρήγορα το περιθώριο θα χρειαστεί.
Αν και τα τελευταία χρόνια μάθαμε ότι οι πολιτικές κρίσεις, όπως και οι χρηματοπιστωτικές, συμβαίνουν τακτικά.
Αναδιανομή και αλληλεγγύη
Η αναδιανομή στον ισολογισμό της ΕΚΤ ξεκίνησε και μάλλον δεν θα τελειώσει ποτέ. Μένει να δούμε αν αυτό θα είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα ή αν η αντίσταση από χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία θα είναι πολύ μεγάλη. Η αναδιανομή είναι όμως ένα είδος αλληλεγγύης.
Και η Γερμανία ζητάει μια άλλου είδους αλληλεγγύη τους επόμενους μήνες: Στο φυσικό αέριο. Σε κάθε κρίση, αλληλεγγύη σημαίνει ότι κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι άλλοι χάνουν. Σε κάθε περίπτωση όμως θα υπάρξουν εντάσεις και θα πρέπει να δούμε αρκετές τους επόμενους μήνες.