Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Τον ευρωπαϊκό Νότο εξακολουθεί να στηρίζει η ΕΚΤ μέσω του πανδημικού προγράμματος αγοράς ομολόγων, που έληξε μεν τον Μάρτιο αλλά συνεχίζεται υπό τη μορφή επανεπενδύσεων των ομολόγων που λήγουν.
Οι επανεπενδύσεις αποτελούν «ασπίδα προστασίας» από τον αντίκτυπο των επιτοκιακών αυξήσεων και το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος, επαληθεύοντας τη δέσμευση της ΕΚΤ ότι θα αποτελέσουν την «πρώτη γραμμή άμυνας» στην προσπάθειά της να συγκρατήσει την άνοδο των spreads και των αποδόσεων. Το δίμηνο Ιουνίου – Ιουλίου η ΕΚΤ διοχέτευσε 17 δισ. ευρώ στις ιταλικές, ισπανικές και ελληνικές αγορές κρατικού χρέους, μειώνοντας ταυτόχρονα το χαρτοφυλάκιό της σε κρατικά ομόλογα της Γερμανίας, της Ολλανδίας και της Γαλλίας κατά 18 δισ., σύμφωνα με υπολογισμούς των FT, που βασίζονται σε στοιχεία της ίδιας της ΕΚΤ.
«Η απόκλιση τώρα μεταξύ ευρωπεριφέρειας και πυρήνα είναι πολύ μεγάλη. Είναι γεγονός ότι η ΕΚΤ σπεύδει να επενδύσει όλες τις ωριμάνσεις από τις χώρες του πυρήνα στην περιφέρεια», σημειώνει ο Φρεντερίκ Ντικροζέ, επικεφαλής έρευνας για μακροοικονομικά της Pictet Wealth Management.
Οι αναλυτές
Ο Σβεν Τζάρι Στεν, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs, δήλωσε ότι ο βαθμός ευελιξίας που επιδεικνύει η ΕΚΤ στις επανεπενδύσεις των ομολόγων που είναι μέρος του προγράμματος PEPP ήταν «κάτι πολύ περισσότερο απ’ ό,τι περίμεναν οι επενδυτές». Οι διαμορφωτές πολιτικής και οι επενδυτές ανησυχούν ότι η πιο αυστηρή νομισματική πολιτική θα διευρύνει το χάσμα μεταξύ των πιο ισχυρών και ασθενέστερων οικονομιών. Αυτοί οι φόβοι ήταν που διεύρυναν τον Ιούνιο το spread μεταξύ των ιταλικών και γερμανικών κρατικών ομολόγων πάνω από τις 250 μονάδες βάσης, επίπεδο που θεωρείται «απαγορευτικό». «Θεωρώ πως είναι πολύ θετικό για τις αγορές να βλέπουν ότι η ΕΚΤ είναι τολμηρή. Είναι πολύ καλό για τις αγορές να βλέπουν ότι τα χρήματά τους πάνε εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη. Το πιο σαφές μήνυμα της ΕΚΤ είναι ότι χρησιμοποιεί την ευελιξία της στον μέγιστο δυνατό βαθμό», σημειώνει ο Ντικροζέ. Οι δυναμικές επανεπενδύσεις της ΕΚΤ σε συνδυασμό με τα στατιστικά στοιχεία για την Ευρωζώνη καταδεικνύουν πόσο δύσκολο παραμένει το τοπίο για την οικονομία. Ο δείκτης Sentix, που παρακολουθεί το επενδυτικό κλίμα στην Ευρωζώνη, παρέμεινε αμετάβλητος τον Αύγουστο σε σχέση με τον Ιούλιο, με τον γενικό διευθυντή της Sentix, Μάνφριντ Χιούμπνερ, να δηλώνει ότι η οικονομική κατάσταση στην περιοχή παραμένει δύσκολη. «Η ύφεση στη ζώνη του ευρώ παραμένει πολύ πιθανή» συμπλήρωσε, επικαλούμενος την κάμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, τον πληθωρισμό και τις υψηλές τιμές ενέργειας.
Η κατάσταση στη Γερμανία, μάλιστα, επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, με τον συγκεκριμένο δείκτη να υποχωρεί στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2020. Ιδιαίτερα ανήσυχοι δηλώνουν και οι περισσότεροι επικεφαλής των οικονομικών επιτελείων των εταιρειών στην Ευρώπη, όπως αποτυπώνεται στη φετινή έκδοση της έρευνας European CFO Survey, της Deloitte. Τα συμπεράσματα της έρευνας υποδεικνύουν ότι μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και τις οικονομικές επιπτώσεις του επικρατεί ισχυρό κλίμα απαισιοδοξίας και αβεβαιότητας για τη συντριπτική πλειονότητα των CFOs, με τους σχεδόν μισούς από τους ερωτηθέντες να μην αναμένουν άμεση βελτίωση της γενικής οικονομικής εικόνας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η πτώση αισιοδοξίας παρατηρείται πολύ πιο έντονα σε ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με την έρευνα, η Ισπανία κατέγραψε το μεγαλύτερο ποσοστό απαισιοδοξίας (66%), ενώ και στην Ελλάδα το 53% των CFOs δήλωσε απαισιόδοξο σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές των εταιρειών τους.