Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Μπορεί το ΑΕΠ να αυξηθεί και στο β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους με αντίστοιχο ρυθμό με αυτόν που καταγράφηκε στο πρώτο τρίμηνο, ήτοι κοντά στο 7%; «Εξαρτάται» είναι η απάντηση των αναλυτών, καθώς στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου η κατανάλωση έχει «αντέξει» παρά την εκτόξευση των τιμών, ενώ οι επενδύσεις αναμένεται να δώσουν ώθηση στο ΑΕΠ για ένα ακόμη τρίμηνο. Από την άλλη, όμως, υπάρχει το «βαρίδι» της αύξησης του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, που μπορεί να ψαλιδίσει αισθητά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Υπάρχει μια στατιστική διαπίστωση που ενισχύει την -συγκρατημένη προς το παρόν- αισιοδοξία όσον αφορά την πορεία του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του β’ τριμήνου. Είναι πολύ σπάνιο φαινόμενο στην Ελλάδα -με εξαίρεση τις χρονιές βίαιης ύφεσης στις αρχές της μνημονιακής περιόδου ή το 2020 που επικράτησαν ειδικές συνθήκες λόγω πανδημίας- η οικονομική δραστηριότητα του β’ τριμήνου να είναι μικρότερη σε σχέση με αυτή του πρώτου τριμήνου.
Ειδικά το 2022, έχουμε μια σαφώς μεγαλύτερη συνδρομή του τουρισμού και των μεταφορών σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο, η οποία σε μεγάλο βαθμό καλύπτει τη… ζημιά από την αύξηση των εισαγωγών εξαιτίας της πανάκριβης ενέργειας. Στο 5μηνο, έχουμε πράγματι εκτόξευση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών στα 10,12 δισ. ευρώ από 6 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Σε λίγες ημέρες, η ΤτΕ θα γνωστοποιήσει τα στοιχεία του εξαμήνου (και του Ιουνίου) και εκεί θα φανεί αν τα αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό (εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 2 δισ. ευρώ) θα αρχίσουν να ροκανίζουν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το «δύσκολο» για το β’ τρίμηνο είναι η υψηλή βάση σύγκρισης. Το ποσοστό μεταβολής προκύπτει με βάση την επίδοση της οικονομίας το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου του 2021 είχαμε ανάπτυξη 15%, μεταβολή που έφερε το ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) στα 44,7 δισ. ευρώ.
Για να διατηρηθεί επομένως ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης του φετινού πρώτου τριμήνου (δηλα δή το 7%), το ΑΕΠ του β’ τριμήνου θα πρέπει να κλείσει πάνω από τα 47-48 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές. Ο βασικός παράγοντας ανησυχίας έχει προφανώς να κάνει με το διευρυμένο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αυτά τα επιπλέον 4 δισ. ευρώ στο πεντάμηνο, αν δεν συρρικνωθούν αισθητά λόγω τουρισμού στο εξάμηνο, θα «ροκανίσουν» πολύ από το πρόσθετο ΑΕΠ που παράγουν οι αυξημένες επενδύσεις, αλλά και η κατανάλωση.
Στην πραγματικότητα, θα πρέπει να βρεθεί επιπλέον «πλούτος» άνω των 6 δισ. ευρώ από την κατανάλωση και τις επενδύσεις (σε σχέση με πέρυσι), προκειμένου να καλυφθεί η τρύπα από τις αυξημένες τιμές της ενέργειας, αλλά και να στηριχτεί το υψηλό ποσοστό ανάπτυξης. Τα μέχρι τώρα στοιχεία για το διαθέσιμο εισόδημα και για τον τζίρο των επιχειρήσεων στο β’ τρίμηνο αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για το τελικό αποτέλεσμα της κατανάλωσης. Άλλωστε, η κατανάλωση είναι αυτή που εξακολουθεί να παράγει περί που το 70% του ΑΕΠ της χώρας, παρά τη στροφή στην εξωστρέφεια που γίνεται το τελευταίο διάστημα λόγω της αύξησης των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Όσον αφορά τις τελευταίες, είναι λογικό να αναμένεται καλύτερη επίδοση για το β’ τρίμηνο, καθώς είχε ήδη ξεκινήσει η εισροή πόρων και από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αν διατηρηθεί και στο β’ τρίμηνο ένας υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, άνω του 5% (πάντοτε σε σταθερές τιμές), τότε θα αυξηθούν και οι πιθανότητες για αναθεώρηση προς τα πάνω του φετινού στόχου της ανάπτυξης. Προς το παρόν, η επίσημη πρόβλεψη κρατά τον πήχη στο 3,1%-3,2% αν και μετά τις προβλέψεις ξένων οίκων και κυβερνητικά στελέχη έχουν χαρακτηρίσει αυτή την πρόβλεψη συγκρατημένη.