Μπορεί η οικονομία της Ρωσίας να έχει αποδειχθεί ανθεκτική ως τώρα στο καθεστώς των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί από τη Δύση με στόχο να την «βραχυκυκλώσουν», ως απάντηση για την εισβολή της στην Ουκρανία, ωστόσο, αρκετοί αναλυτές εκτιμούν ότι η «λιακάδα» στη Μόσχα θα έχει βραχυπρόθεσμη διάρκεια.
Πολλοί οικονομολόγοι προβλέπουν ότι τρία πράγματα θα στοιχίσουν μακροχρόνια στη ρωσική οικονομία:
- η έξοδος ξένων εταιρειών, που με τη σειρά της θα πλήξει την παραγωγική ικανότητα και το κεφάλαιο και θα οδηγήσει σε «brain drain»,
- η απώλεια των μακροπρόθεσμων αγορών πετρελαίου και φυσικού αερίου, και
- η μειωμένη πρόσβαση σε κρίσιμες εισαγωγές τεχνολογίας και εισροών.
Ενώ οι βραχυπρόθεσμες διαταραχές στη ρωσική οικονομία ήταν μικρότερες από αυτές που αρχικά αναμενόταν, ο πραγματικός αντίκτυπος θα φανεί πέρα από το 2022, σημειώνει στο CNBC ο πρόεδρος του Eurasia Group, Ίαν Μπρέμερ. «Ανέκδοτα στοιχεία δείχνουν ότι οι μετατοπίσεις στις κατασκευές αυξάνονται καθώς τα αποθέματα εξαντλούνται και η έλλειψη ξένων ανταλλακτικών γίνεται δεσμευτική. Τα τσιπ και οι μεταφορές είναι μεταξύ των αναφερόμενων τομέων, σε ορισμένες περιπτώσεις αντανακλώντας τη στρατιωτική ζήτηση για προϊόντα διπλής χρήσης», είπε ο Μπρέμερ.
Το Eurasia Group προβλέπει μια διαρκή, μακροπρόθεσμη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που θα οδηγήσει τελικά σε συρρίκνωση 30-50% του ρωσικού ΑΕΠ σε σχέση με το επίπεδό του πριν από τον πόλεμο.
Σε παρόμοια συμπεράσματα είχε καταλήξει, τον προηγούμενο μήνα, μελέτη του Γέιλ που υποστήριζε ότι οι διεθνείς κυρώσεις και η έξοδος πάνω από 1.000 εταιρειών «σακατεύουν καταστροφικά» τη ρωσική οικονομία. Σύμφωνα με την έκθεση, η Ρωσία έχασε εταιρείες που αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% του ΑΕΠ της, «αντιστρέφοντας ξένες επενδύσεις σχεδόν τριών δεκαετιών και υποστηρίζοντας την άνευ προηγουμένου ταυτόχρονη φυγή κεφαλαίων και πληθυσμού σε μια μαζική έξοδο από την οικονομική βάση της Ρωσίας».
Η ανθεκτικότητα της ρωσικής οικονομίας και η ανάκαμψη του ρουβλίου έχει αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο των τιμών της ενέργειας και στoους αυστηρούς ελέγχους κεφαλαίων που εφάρμοσε το Κρεμλίνο για να περιορίσει την ποσότητα ξένου συναλλάγματος που εξέρχεται από τη χώρα.
Η Ρωσία έχει πλέον χαλαρώσει ορισμένους από τους ελέγχους κεφαλαίων της και μείωσε τα επιτόκια σε μια προσπάθεια να φέρει ισορροπία στο νόμισμα και να ενισχύσει τον δημοσιονομικό της λογαριασμό. Όμως οι οικονομολόγοι του Γέιλ χαρακτηρίζουν «μη βιώσιμη» την διαχείριση.
«Ο Πούτιν καταφεύγει σε προφανώς μη βιώσιμη, δραματική δημοσιονομική και νομισματική παρέμβαση για να εξομαλύνει αυτές τις διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, οι οποίες έχουν ήδη οδηγήσει τον κρατικό προϋπολογισμό του σε έλλειμμα για πρώτη φορά εδώ και χρόνια και εξαντλούν τα συναλλαγματικά του αποθέματα ακόμη και με υψηλές τιμές ενέργειας – και τα οικονομικά του Κρεμλίνου βρίσκονται σε πολύ, πολύ πιο δεινή κατάσταση από ό,τι συμβατικά κατανοείται», αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας ότι οι εγχώριες χρηματοπιστωτικές αγορές της Ρωσίας ήταν οι αγορές με τις χειρότερες επιδόσεις στον κόσμο μέχρι στιγμής φέτος, παρά τους αυστηρούς ελέγχους κεφαλαίων.
«Κοιτάζοντας μπροστά, όσο οι συμμαχικές χώρες παραμένουν ενιαίες στη διατήρηση και την αύξηση της πίεσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, δεν υπάρχει δρόμος πέρα από την ”οικονομική λήθη” για τη Ρωσία», καταλήγει η έκθεση. «Οι ηττοπαθείς τίτλοι που υποστηρίζουν ότι η οικονομία της Ρωσίας έχει ανακάμψει απλά δεν είναι τεκμηριωμένοι – τα γεγονότα είναι ότι, με οποιαδήποτε μέτρηση και σε οποιοδήποτε επίπεδο, η ρωσική οικονομία κλονίζεται και τώρα δεν είναι η ώρα να πατήσουμε φρένο».
naftemporiki.gr