Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Αγγελόπουλου
[email protected]
Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα αναγκάζονται να υποαπασχολούνται σε δουλειές μερικής απασχόλησης, επειδή δεν υπάρχουν οι θέσεις πλήρους απασχόλησης στην αγορά εργασίας για να τους καλύψουν.
Το 2021 το ποσοστό των υποαπασχολούμενων εργαζόμενων στη χώρα έφτανε το 4,5%, όταν στην Ε.Ε. των «27» είναι στο 3,1%, δηλαδή πολύ μικρότερο. Είναι ενδεικτικό της τάσης ότι το 65,4% των εργαζόμενων με όρους μερικής απασχόλησης, δηλαδή σχεδόν οι επτά στους δέκα, θα επιθυμούσε να εργάζεται με σχέσεις πλήρους απασχόλησης (69,1% των ανδρών και 63,2% των γυναικών). Το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο από το 24,7% που είναι ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Τα στοιχεία για την απασχόληση στην Ελλάδα δείχνουν ότι υπάρχουν αναξιοποίητες εργασιακές ευκαιρίες στη χώρα, όπως και δυνατότητες στην αγορά εργασίας, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχει σημαντική αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης. Το αποτέλεσμα είναι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα να καταγράφεται υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, των προσόντων και των δεξιοτήτων του, μετανάστευση στο εξωτερικό (brain drain), αλλά και φθίνουσα παραγωγικότητα στην αγορά εργασίας. Ουσιαστικά οι απασχολούμενοι σε θέσεις μερικής απασχόλησης αποτελούν ένδειξη ανικανοποίητης ζήτησης για θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης και υψηλότερης ποιότητας.
Οι θέσεις αυτές όμως είναι περιορισμένες και δημιουργούνται με πολύ χαμηλό ρυθμό.
Στατιστικά στοιχεία
Στην Εθνική Στρατηγική για τις πολιτικές απασχόλησης στην Ελλάδα, που έχει τεθεί σε διαβούλευση, φαίνεται ότι το ποσοστό απασχόλησης στο ενεργό δυναμικό της χώρας (20-64 ετών) ήταν το 2021 στο 62,6%, ποσοστό που συγκαταλέγεται στα πιο χαμηλά της Ε.Ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος όρος της Ε.Ε.-27 είναι 73,1%, δηλαδή 10,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από την Ελλάδα.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα χειρότερη όταν συγκριθεί η απασχόληση μεταξύ των δύο φύλων. Τα στοιχεία δείχνουν ότι στους άνδρες το ποσοστό απασχόλησης ήταν 72,5% στα τέλη του 2021, αλλά μόλις 52,7% στις γυναίκες. Διαπιστώνεται και σε αυτό το πεδίο μια διαφορά που αγγίζει τις 20 ποσοστιαίες μονάδες, στοιχείο που δείχνει διαρθρωτικές αδυναμίες στην αγορά εργασίας, διακρίσεις στις προσλήψεις και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τελικά μη ισότιμη συμμετοχή των γυναικών σε θέσεις ευθύνης και θέσεις λήψης αποφάσεων.
Οι νέοι έως 24 ετών έχουν τη χαμηλότερη συμμετοχή στην απασχόληση, μόλις 13,4% το 2021. Ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 32,7%, δηλαδή υπερδιπλάσιος. Χαμηλό ποσοστό απασχόλησης παρουσιάζει και η ηλικιακή ομάδα 55-64 ετών, που αναφέρεται σε όσους είναι κοντά στη σύνταξη. Διαπιστώνεται ότι αυτή η ηλικιακή κατηγορία έχει απασχόληση 48,3%, δηλαδή υπολείπεται πάνω από 12 μονάδες από το 60,5% που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε.-27. Στον αντίποδα, πιο κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα φαίνεται ότι είναι η κατηγορία 25-54 ετών, με ποσοστό απασχόλησης 71,1% το 2021, ενώ στην Ε.Ε.-27 είναι 80,4% ο αντίστοιχος μέσος όρος.
Στην Ελλάδα, πάντως, υπολείπεται σημαντικά το ποσοστό όσων εργάζονται με όρους μερι κής απασχόλησης. Ακριβέστερα το 2021 ήταν στο 8,1%, όταν στην Ευρώπη βρίσκεται στο 17,2% κατά μέσο όρο. Εντύπωση προκαλεί επίσης το γεγονός ότι οι γυναίκες που δουλεύουν με μερική απασχόληση είναι αισθητά περισσότερες από τους άνδρες. Ακριβέστερα, τα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των ανδρών που εργάζονται με μερική και προσωρινή απασχόληση ήταν στην Ελλάδα 5,7% και 5,3% για το 2020 και το 2021, ενώ των γυναικών 9% και 9,3% αντίστοιχα